Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης φαίνεται ότι προκρίνει την ενίσχυση «Μαξίμου» χάριν του καλύτερου κυβερνητικού συντονισμού κυρίως μέσω της δημιουργίας της θέσης αντιπροέδρου και η ανάθεση των καθηκόντων σε ένα πρόσωπο με μακρά κυβερνητική εμπειρία. Η αδυναμία του πρωθυπουργικού επιτελείου είναι διαχρονική, όπως τεκμηριώνεται και από τη βιβλιογραφία (Featherstone & Papadimitriou, ΟΟΣΑ 2011), και οφείλεται τόσο σε θεσμικά ζητήματα οργάνωσης, όσο και σε λόγους πολιτικής πρακτικής και δεξιοτήτων του πολιτικού προσωπικού.
Διαδοχικές κυβερνήσεις από το 2013 δημιούργησαν νέες δομές στο εσωτερικό του «Μαξίμου» με σκοπό την ενίσχυση του συντονισμού του κυβερνητικού έργου, αλλά και την έγκαιρη διάγνωση υστερήσεων και προβλημάτων μέσω της διαρκούς και συστηματικής παρακολούθησης. Αυτή η νέα δομή είχε θετικές συνέπειες στην περίοδο της εφαρμογής των «μνημονίων» έως το 2018 η τήρηση των αυστηρών χρονοδιαγραμμάτων για την εφαρμογή των ορόσημων και την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων πολιτικής. Αυτό το κεκτημένο ενισχύθηκε με το πλέγμα διατάξεων του «επιτελικού» κράτους από το 2019, αλλά τα αποτελέσματα είναι διαφοροποιημένα.
Ο συντονισμός έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην οικονομική πολιτική, χάριν και της αξιοποίησης της στοχοθεσίας και του τρόπου διαχείρισης των δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ (πχ δημοσιονομικά, απασχόληση), αλλά είναι εξαιρετικά περιορισμένα σε άλλα πεδία στα οποία οι δείκτες είναι αρκετά πιο σύνθετοι και με αυξημένη επίδραση στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών (πχ αγοραστική δύναμη).
Πράγματι, έχει συστηματοποιηθεί ο κυβερνητικός προγραμματισμός με τα δημοσιοποιημένα «Ενοποιημένα Σχέδια Κυβερνητικής Πολιτικής», αλλά αυτά δεν έχουν αποτελέσει ένα ισχυρό πλαίσιο λογοδοσίας της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση παρέχει ελάχιστα δεδομένα σχετικά με στόχους πολιτικής οι οποίοι εκπληρώθηκαν μερικώς ή καθόλου, ενώ ακόμη χειρότερα η αντιπολίτευση δεν το χρησιμοποιεί για να ασκήσει έλεγχο στην κυβέρνηση. Σε ένα ακραίο παράδειγμα στα συγκεκριμένα σχέδια θα εντοπίσει κάποιος στοχοθεσία για τους σιδηρόδρομους επί σειρά ετών, αλλά οδυνηρά de facto αποτελέσματα για την ασφάλειά τους.
Κατά συνέπεια, η θέση του αντιπροέδρου είναι εύλογη, αλλά συσκοτίζει την ευθύνη όσων είχαν έως σήμερα την ευθύνη παρακολούθησης της κυβερνητικής πολιτικής και δεν διέγνωσαν εγκαίρως τα προβλήματα και τις επικίνδυνες υστερήσεις σύμφωνα με τα δεδομένα που τους παρέχουν τα υπουργεία.
Προηγούμενες κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν αντιπροέδρους είτε για λόγους status των συγκεκριμένων προσώπων, είτε για πραγματικούς λόγους καλύτερης κυβερνητικής λειτουργίας. Ωστόσο, το «Μαξίμου» ενδεχομένως να μετατραπεί σε ένα Λεβιάθαν με ένα πλήθος συντονιστών διαφορετικής βαρύτητας εις βάρος της ευθύνης, των αρμοδιοτήτων και της ικανότητας των μεμονωμένων υπουργών. Γνωρίζουμε ότι οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν από υπουργούς οι οποίοι μερίμνησαν υπεύθυνα για όλο τον κύκλο της δημόσιας πολιτικής από τη διάγνωση του προβλήματος, την αξιολόγηση των προτάσεων, τη διαμόρφωση της καλύτερης εφικτής λύσης, τη διασφάλιση της πολιτικής και κοινωνικής υποστήριξής της και την καθοδήγηση των υπηρεσιών του δημοσίου για την έγκαιρη και πλήρη εφαρμογή της.
Ένα «Μαξίμου-Λεβιάθαν» είναι μάλλον απίθανο να ευνοήσει τον εύλογο στόχο της μεγαλύτερης κυβερνητικής αποδοτικότητας. Γιατί βρισκόμαστε πλέον σε ένα πολιτικό πλαίσιο στο οποίο οι πολίτες είναι εξαιρετικά επικριτικοί για τις ικανότητες του πολιτικού προσωπικού και αξιώνουν ποιοτικώς διαφορετικά πλέον αιτήματα. Όπως προκύπτει από τον όγκο των διαδηλώσεων της 28ης Φεβρουαρίου, υφίσταται ένα πάνδημο αίτημα (υποστηριζόμενο και από τμήμα των ψηφοφόρων της συμπολίτευσης) ανασυγκρότησης του κράτους, διαφάνειας και λογοδοσίας της (εκάστοτε) κυβέρνησης σύμφωνα με απτά αποτελέσματα σε πολύ διαφορετικά πεδία με βαρύτητα για την ευημερία των πολιτών. Κατά συνέπεια, θα χρειαστούν υπουργοί-μαχητές οι οποίοι θα αναλάβουν την ευθύνη μετασχηματιστικών πολιτικών, χωρίς να την μεταθέσουν στο «Μαξίμου» και χωρίς να προκρίνουν την ατομική πολιτική επιβίωσή τους εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Εάν ο στόχος αυτός διευκολύνεται με το μεγάλο πλήθος υφυπουργών και τη δημιουργία νέων κυβερνητικών οργάνων, θα φανεί εκ των αποτελεσμάτων, τα οποία επείγουν με γνώμονα την εξαιρετικά μεταβαλλόμενη διεθνή κατάσταση, αλλά και τον πολιτικό χρόνο, ο οποίος μετρά αντίστροφα έως το 2027. Τα πρόδρομα στοιχεία για μία νέα απειλή κατά της ισορροπίας του πολιτικού συστήματος συνολικά (και όχι απλώς της αποσταθεροποίησης ενός κυρίαρχου κόμματος) είναι σε όλους ορατά, και οφείλουμε «να λέμε την αλήθεια» προς συμπολιτευόμενους και αντιπολιτευόμενους, αντί να κάνουμε εξωραϊσμό της κατάστασης.
*Ο κ. Μάνος Παπάζογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου