Στις 23 Μαρτίου, πρόκειται να διεξαχθεί ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στην Σλοβακία. Με έντεκα υποψηφίους στην κούρσα και κανέναν να μην φαίνεται να εξασφαλίζει πάνω από το 50% των ψήφων, είναι πιθανό να οδηγηθούμε σε δεύτερο γύρο στις 6 Απριλίου, όπου θα αναμετρηθούν οι δύο πρωτοπόροι υποψήφιοι.

Εν μέσω του πολιτικού πυρετού που χαρακτηρίζει το έτος 2024, οι συγκεκριμένες εκλογές φαίνεται πως δεν έχουν προσελκύσει την προσοχή που ενδεχομένως τους αρμόζει από παρατηρητές και αναλυτές. Παρά τις περιορισμένες ουσιαστικές αρμοδιότητες της Προεδρίας κατά την πενταετή θητεία της, ο ρόλος της δύναται να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην εκτελεστική εξουσία, ιδιαίτερα σε συνθήκες πόλωσης. Αυτό καθιστά το αποτέλεσμα των εκλογών βαρόμετρο για την πολιτική κατεύθυνση και την υποστήριξη προς τον πρωθυπουργό Ρόμπερτ Φίτσο και το κόμμα Smer.

Βάσει των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων, ο νυν Πρόεδρος της Βουλής, Peter Pellegrini, και ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Ivan Korcok, θα αναμετρηθούν στον δεύτερο γύρο, καθώς προηγούνται με σχετικά ασφαλή διαφορά από τις υπόλοιπες υποψηφιότητες, συγκεντρώνοντας γύρω στο 35% και 40% των ψήφων αντίστοιχα.

Ο πρώτος, είναι αρχηγός του κόμματος Hlas, μέρος της τωρινής κυβέρνησης του Ρόμπερτ Φίτσο, με τον οποίο συνδέονται πολιτικά εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Υπήρξε μάλιστα και ο ίδιος πρωθυπουργός την περίοδο 2018-2020, αντικαθιστώντας τον Fico, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί εν μέσω μιας σειράς κυβερνητικών σκανδάλων. Παρόλο που επισήμως, τόσο το Smer, όσο και το Hlas, αυτοπροσδιορίζονται ως κόμματα της Κεντροαριστεράς, τον Οκτώβριο σχημάτισαν κυβέρνηση συνεργασίας με τρίτο πόλο το ακροδεξιό/εθνικιστικό και ανοιχτά φιλορωσικό Σλοβακικό Εθνικό Κόμμα (SNS) το οποίο σε επίπεδο Ευρωκοινοβουλίου ανήκει στην ίδια ομάδα με τον Εθνικό Συναγερμό στην Γαλλία και την Ιταλική Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι. Αλλά και σε επίπεδο πολιτικών, η τρέχουσα κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει δεξιά στροφή σε θέματα μετανάστευσης και κοινωνικής πολιτικής.

Επιστρέφοντας στον πρωθυπουργικό θώκο το περασμένο φθινόπωρο, ο Φίτσο έχει ήδη βρεθεί στο στόχαστρο των Βρυξελλών, κατηγορούμενος για παραβιάσεις του κράτους Δικαίου. Πρόσφατα επίμαχα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση του, περιλαμβάνουν την προσπάθεια κατάργησης της ειδικής εισαγγελίας και μεταρρυθμίσεις στον Ποινικό Κώδικα που ελαφρύνουν τις ποινές για κατάχρηση δημόσιων πόρων.

Επίσης, η κυβέρνηση Φίτσο προχώρησε στο κλείσιμο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης RTVS, δημιουργώντας έναν νέο φορέα υπό τον έλεγχό της, κίνηση που αντίκειται στις αρχές της πρόσφατα ψηφισμένης Ευρωπαϊκής Πράξης για την Ελευθερία των ΜΜΕ. Επικριτές εντός και εκτός τειχών τον κατηγορούν για συστηματική προσπάθεια αιχμαλωσίας του κράτους (‘’state capture’’) και υπονόμευσης των Ανεξάρτητων Αρχών, παρομοιάζοντας τον με τον Ούγγρο ομόλογο του Viktor Orban ή την ηγεσία του Κόμματος Νομιμότητας και Δικαιοσύνης, που κυβέρνησε την Πολωνία κατά την περίοδο 2015-2023.

Ωστόσο, μεγαλύτερη ανησυχία στο δυτικό στρατόπεδο έχει εγείρει η φιλικά διακειμένη προς την Ρωσία ρητορική της κυβέρνησης Φίτσο, ο οποίος εξελέγη με την υπόσχεση να διακόψει την παροχή στρατιωτικού και αμυντικού εξοπλισμού προς το Κίεβο. Το τελευταίο διάστημα, ακολουθεί σε γενικότερο επίπεδο την γραμμή του Orban, όσον αφορά την ανάγκη επίσπευσης των διαπραγματεύσεων μεταξύ Κιέβου και Μόσχας, δηλώνοντας πρόσφατα πως η Ουκρανία θα πρέπει να παραχωρήσει εδάφη στην Ρωσία για να τερματιστεί ο πόλεμος.

Τον Ιανουάριο, υπερασπίστηκε ανοιχτά τον Ούγγρο ομόλογο του στην σύγκρουση του με τις Βρυξέλλες όσον αφορά το πιο πρόσφατο πακέτο στήριξης 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ουκρανία, όπου η Βουδαπέστη αναγκάστηκε να αποσύρει το βέτο της υπό την απειλή σκληρών οικονομικών αντίποινων από την Κομισιόν. Παρόλα αυτά, στην πράξη, δεν έχει -προς το παρόν- αποπειραθεί να μπλοκάρει ο ίδιος, είτε κάποιο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης της Ουκρανίας, είτε το 13ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που εγκρίθηκε τον περασμένο μήνα. Με άλλα λόγια, έχει υιοθετήσει μέχρι στιγμής μια πολιτική α λα καρτ, αποφεύγοντας να συνταχθεί ανοιχτά με την Ουγγαρία ενάντια στα μεγαλύτερα και ισχυρότερα Ευρωπαϊκά κράτη-μέλη.

Από την άλλη πλευρά, ο Korcok, διπλωμάτης καριέρας, κατεβαίνει ως ανεξάρτητος υποψήφιος, παρουσιάζοντας εαυτόν ως υπερασπιστή της φιλελεύθερης δημοκρατίας και συσπειρωτή των δυνάμεων της προοδευτικής φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία, o Korcok εναντιώθηκε ανοιχτά στο νέο ποινικό κώδικα και προειδοποίησε ότι οι πιθανές επιπτώσεις του στο Κράτος Δικαίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μπλοκάρισμα κοινοτικών πόρων, χρησιμοποιώντας τα πρόσφατα παραδείγματα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Κινείται σε παρόμοια γραμμή με την απερχόμενη πρόεδρο Zuzana Caputova, η οποία επέλεξε να μην θέσει υποψηφιότητα εκ νέου.

Η Caputova, πρώτη γυναίκα ΠτΔ της χώρας, είναι μια από τις επιφανέστερες φιλοδυτικές φωνές στην πολιτική σκηνή της Σλοβακίας, όντας παράλληλα ένθερμη υποστηρίκτρια της Ουκρανίας. Κατά το σύντομο διάστημα της συνύπαρξης τους στα δύο σημαντικότερα αξιώματα, η Caputova έχει καταφέρει -στο πλαίσιο των περιορισμένων της αρμοδιοτήτων- να περιορίσει την φιλόδοξη ατζέντα του Φίτσο. Για παράδειγμα, κατάφερε επιτυχώς να καθυστερήσει το επίμαχο νομοσχέδιο για την αναδιάρθρωση του δικαστικού συστήματος, παραπέμποντας το για συνταγματικό έλεγχο.

Επομένως, μια ενδεχόμενη νίκη του Pellegrini, θα μπορούσε να εδραιώσει την κυριαρχία του Smer, δίνοντας πλήρη ελευθερία κινήσεων στον Φίτσο και την αναθεωρητική του ατζέντα, οδηγώντας κατά πάσα πιθανότητα σε μια έμπρακτη εναντίωση στη στρατιωτική και οικονομική στήριξης της Δύσης προς την Ουκρανία.