«Μιλάμε για ένα καθεστώς κάποιας άλλης Ελλάδας», επαναλαμβάνει στο ΒΗΜΑ ο Αντώνης Μπακαούκας από το γραφείο δημοσίων σχέσεων του Δήμου Μεγαρέων.

Προίκα για δέκα άπορες κορασίδες, δημότισσες Μεγάρων, σύμφωνα με την επιθυμία του Αθανασίου Στυλ. Γκίνη. Και μπορεί ο θεσμός της προίκας να καταργήθηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου με τον Νόμο 1329/83, ο Δήμος Μεγαρέων είναι υποχρεωμένος να συνεχίζει την ξεπερασμένη παράδοση.

Προίκα σε δέκα άπορες κορασίδες από τον Δήμο Μεγαρέων

Η ρήξη με το παρελθόν έγινε το 1983 κι όμως ο Δήμος Μεγαρέων «οφείλει» να συντηρήσει το κατάλοιπο της προίκας. Όπως μας εξηγεί ο κ. Μπακαούκας «το 1963 ο συμπολίτης Αθανάσιος Στυλ. Γκίνης είχε δωρίσει στον Δήμο Μεγαρέων κάποια ακίνητα, τα οποία ύστερα από σειρά διαδικασιών εκποιήθηκαν και με τα χρήματα αυτά και τους τόκους μέσω του Ιδρύματος Γκίνη γινόταν από παλιότερα προικοδότηση άπορων γυναικών ηλικίας 15-40 ετών και με ετήσιο εισόδημα έως 5.712 ευρώ, σύμφωνα με την επιθυμία του διαθέτη».

Την εποχή των δραχμών η προίκα που δινόταν στα άπορα κορίτσια ανερχόταν σε 60.000 με το ποσό να έχει φτάσει σήμερα στα 500 ευρώ. Τα χρήματα του κληροδοτήματος προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για την προικοδότηση των κορασίδων.

Επιδιώκεται η επαναφορά της προίκας; Σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτό το ζητούμενο της εκάστοτε δημοτικής αρχής των Μεγάρων. Απόδειξη ότι έχουν γίνει επανειλημμένα προσπάθειες να αλλάξει το νομικό καθεστώς του Ιδρύματος Γκίνη, πρόεδρος του οποίου ορίζεται ο/η εκάστοτε δήμαρχος.

«Η τελευταία προσπάθεια έγινε το 2017 με αίτηση αλλαγής του σκοπού του Ιδρύματος Γκίνη και αντί για προίκα να δίνεται οικονομική ενίσχυση σε φοιτητές (ανεξαρτήτως φύλου) για τη συνέχιση των σπουδών τους. Με απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, η οποία εκδόθηκε στις 10 Μαρτίου 2020, το αίτημα απορρίφθηκε.

Το σκεπτικό της απόφασης ήταν το εξής: απορρίπτεται η αίτηση αλλαγής σκοπού ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου τούτου», αναφέρει στο ΒΗΜΑ ο Αντώνης Μπακαούκας και συμπληρώνει «μέχρι να εξαντληθεί το ποσό του κληροδοτήματος θα δίνεται η προίκα. Τυπικά, για λόγους νομικής φύσεως, το αποκαλούμε προίκα. Επί της ουσίας είναι ένα μικρό επίδομα γάμου».

Οι αιτήσεις συμμετοχής των ενδιαφερόμενων για το 2023 υποβλήθηκαν στο Γραφείο Δημάρχου -συνοδεία των απαραίτητων δικαιολογητικών- από τις 7/11/2023 έως τις 7/12/2023.

Το ενδιαφέρον υπαρκτό αλλά ιδιαίτερα περιορισμένο σε σχέση με χρόνους παρελθόντες. Το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ έλαβαν τρεις γυναίκες που πληρούσαν τις προϋποθέσεις οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης και εντοπιότητας.

Τα προικιά σε κοινή θέα

Το φορτωμένο κάρο γυρνούσε το χωριό για δύο, μπορεί και τρεις, ημέρες. Γυναίκες και παιδιά έβγαιναν στις ρούγες για να θαυμάσουν τα προικιά της νύφης, ενώ πατέρας της στο καφενείο κόμπαζε για όσα κατάφερε να δώσει στον μέλλοντα γαμπρό του.

Η εμπορική συμφωνία είχε κλείσει. Το προς «πώληση» θηλυκό μπορούσε από του πατρός του να γίνει του αντρός του εφόσον οι δύο οικογένειες δεν τα χάλασαν στην προίκα. Είχε να δώσει η μεριά της νύφης, είχε να πάρει η μεριά του γαμπρού.

Ασημικά, χρυσαφικά, πιάτα, ποτήρια, σεντόνια, κουβέρτες, μετρητά, σπίτια, δέντρα, ζώα. Προίκα ήταν τα πάντα. Κι όσο μεγαλύτερη ήταν τόσο πιο καλοπαντρεμένη θα κατέληγε η κοπελιά. Από τη γέννησή της οι γονείς της προσπαθούσαν να μαζέψουν την προίκα της για να μην τους μείνει στο ράφι.

Δακτυλοδεικτούμενες όσες «ξέμεναν» ανύμφευτες. Ντροπή μεγάλη για την οικογένεια να μην μπορεί να τις προικίσει κατά πώς άξιζε στον γαμπρό που θα τις παντρευόταν.

Δημοσίευμα της εποχής έγραφε: «Προίκα, ο μεγάλος βραχνάς που πνίγει γονείς και κορίτσια που είναι σε ώρα γάμου. Πρέπει να καταργηθή; Όχι απαντούν οι νέοι διότι ο γάμος πρέπει να γίνεται με κοινήν συνεισφοράν. Ναι, απαντούν οι νέες διότι η προικοθηρία εξευτελίζει τους άντρες».

«Προίκα, ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών»

Ο θεσμός της προίκας έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, με την πρακτική αυτή να διατηρείται και κατά τα βυζαντινά και οθωμανικά χρόνια αλλά και μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους.

Ένας θεσμός που σφυρηλατήθηκε επί αιώνες και κατοχυρώθηκε ως συνθετικό στοιχείο της ελληνικής οικογένειας. Σκοπός της προίκας, στην πρώιμη φάση της, ήταν η οικονομική εξασφάλιση των γυναικών και η συμβολή αυτών στη νέα οικογένεια που θα δημιουργούσαν.

Τα χρόνια πέρασαν και μαζί τους ξεθώριασε κι ο αρχικός σκοπός. Η περιουσία της συζύγου περνούσε στον σύζυγο ο οποίος ήταν και ο μοναδικός διαχειριστής της.

Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το θέμα της προίκας μετατρέπεται σε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα λόγω της οικονομικής ανέχειας πολλών οικογενειών, απότοκο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τα κορίτσια δεν μπορούν να έρθουν εις γάμου κοινωνίαν εφόσον δεν διέθεταν προίκα.

Δεκαεπτά κοινότητες της Ρούμελης κηρύσσουν τον πόλεμο κατά της προίκας. Με κοινό τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, κάνουν λόγο «για την προίκα που έγινε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών».

Tο 1734, ο πατριάρχης Νεόφυτος τάσσεται ανοιχτά κατά του εθίμου της προίκας και με επιστολή του στον τότε μητροπολίτη Αθηνών αναφέρει: «Η προιξ αντικαθιστά της ψυχής την ευγένειαν, την αρετήν, την αγωγήν και των ηθών την κοσμιότητα, την επιστήμην και την σύνεσιν, την ευρωστίαν, την υγείαν, το κάλλος, τον έρωτα. Η προιξ είναι της κοινωνίας ο όλεθρος».

«Πώς κρίνω τον θεσμό της προίκας; Θα έλεγα ότι τον βρίσκω ασυμπαθή», δήλωνε το 1976 στην εκπομπή της ΕΡΤ «Έρευνα» ο καθηγητής του Οικογενειακού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών, Γεώργιος Κουμάντος.

«Ο θεσμός έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων, στο αρχαιότατο ρωμαϊκό δίκαιο και στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο που συναντάται με τα σημερινά γνωρίσματά του και εξηγείται από την κατώτερη θέση που είχε η γυναίκα σε σχέση με τον άντρα. Στο αρχαίο ρωμαϊκό δίκαιο η γυναίκα δεν ήταν ποτέ αυτεξούσια, θα ήταν ή του πατέρα της ή του αντρός της.

Αυτό δείχνει μέσα σε ποια κοινωνικά πλαίσια μπαίνει ο θεσμός της προίκας. (…) Αν τον κρίνει κανείς από την πλευρά της γυναίκας μοιάζει σαν αποζημίωση που πρέπει να πληρώσει γιατί επιβάλλει σε κάποιον άλλον την παρουσία και τη συντήρησή της. Από τη σκοπιά του άντρα, η προίκα μοιάζει σαν ένα τίμημα που εισπράττει για να πουληθεί», σχολίαζε ο Κουμάντος.

Η οριστική κατάργηση της προίκας από τον Ανδρέα Παπανδρέου

Τα πρώτα βήματα για την κατάργηση της προίκας έγιναν τον Ιούλιο του 1978 όταν και συστάθηκε μια ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής Αθηνών Α. Γαζή. Σκοπός της επιτροπής η κατάργηση των νόμων 1403-1404 του Αστικού Δικαίου που αφορούσαν στην προίκα και αντιτίθεντο στις αρχές περί ίσων δικαιωμάτων των δύο φύλων του Οικογενειακού Δικαίου του Συντάγματος.

Η ημερομηνία σταθμός για την οριστική (και αμετάκλητη) κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας είναι η 18η Φεβρουαρίου του 1983.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους η γυναίκα εξισώνεται με τον άντρα σε νομικό πλαίσιο. Η γυναίκα παύει να αποτελεί το βάρος που κάποιος άλλος θα σηκώσει στους ώμους του και για αυτό θα πρέπει να αποζημιωθεί αδρά.

Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον νόμο 1329/83 θεσμοθέτησε τον πολιτικό γάμο και ενίσχυσε την ισότητα των φύλων. Ως τότε, το άρθρο 1389 ΑΚ περιέγραφε ότι «ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογένειας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικό βίο».

Με τον νέο νόμο (άρθρο 1387) αναφέρεται ρητά ότι οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και πως πρέπει να συνεισφέρουν από κοινού ο καθένας, ανάλογα με τις δυνάμεις του, στις οικογενειακές ανάγκες.

Αδιαμφισβήτητα, η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, απόρροια της εκ βάθρων αλλαγής στο Οικογενειακό Δίκαιο, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πολιτικές επιλογές της πρώτης κυβέρνησης του ΠαΣοΚ και προσωπικά του Ανδρέα Παπανδρέου.

«Αλλάξαμε ριζικά το Οικογενειακό Δίκαιο που κρατούσε αναχρονιστικό τον θεσμό της οικογένειας και υποτιμούσε την Ελληνίδα» έγραφε το ΠαΣοΚ στον απολογισμό του λίγο αργότερα.