H υπόθεση με την κοινωνική κουζίνα «Ο άλλος άνθρωπος» και τον ιδρυτή της κυριαρχεί στη επικαιρότητα τις τελευταίες ημέρες, και πέρα από την τάση που υπάρχει σε μερίδα του πληθυσμού προς στις «κίτρινες» ιστορίες αποτελεί αφορμή για να ανοίξει μια μεγάλη, και ενίοτε άδικη, συζήτηση.

Από τη μια πλευρά υπάρχουν όλοι εκείνοι που προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάθε προσπάθεια κοινωνικής αλληλεγγύης και βοήθειας κρύβει πίσω της ένα πονηρό κίνητρο και ότι κανείς στην πραγματικότητα δεν ασχολείται με την φιλανθρωπία αποκλειστικά για να βοηθήσει τον συνάνθρωπο του. Οι άνθρωποι αυτοί διακρίνουν πίσω από κάθε πράξη φιλανθρωπίας μια ιδιοτελή στάση, ένα κρυμμένο συμφέρον, που στις περισσότερες, αν όχι όλες, περιπτώσεις είναι οικονομικό.

Μπορεί η συγκεκριμένη ιστορία, για την οποία θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε το πόρισμα των αρχών, να έδωσε «καύσιμο» στους μηδενιστές αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί λογικό συμπέρασμα πως οι κοινωνικές κουζίνες ή αντίστοιχες κινήσεις φιλανθρωπίας ή κοινωνικής ευθύνης είναι διεφθαρμένες, ύποπτες ή λανθασμένες.

Το ίδιο ισχύει και με τις ΜΚΟ, που στη χώρα μας ειδικά διαδραματίζουν σε πολλές περιπτώσεις αδιαφανής ρόλους. Τα κρούσματα αναξιοπιστίας και διαφθοράς δεν μπορεί να αποτελούν όπλο στη φαρέτρα όσων θέλουν να αμφισβητήσουν την έννοια της εθελοντικής εργασίας ή της κοινωνικής προσφοράς.

«Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται» έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης και όλοι εμείς οι ενεργοί πολίτες που πιστεύουμε ότι η φιλανθρωπία και η κοινωνική δράση έχει λόγο και ρόλο στη ζωή μας οφείλουμε να αντισταθούμε στην καχυποψία, που απειλεί με κανιβαλισμό δεκάδες εξαιρετικές προσπάθειες.

Μην εθελοτυφλούμε όμως. Υπάρχει πρόβλημα στη σημερινή κοινωνία και αφορά τη θεσμική πλευρά του ζητήματος καθώς οι θεσμοί, επίσημοι ή εκτός συστημικού κράτους, έχουν τρύπες και σκοτεινά σημεία.

Αναγκαζόμαστε λοιπόν, για ακόμη μια φορά, να τονίσουμε την αναποτελεσματικότητα του Ελληνικού κοινωνικού κράτους. Μια αναποτελεσματικότητα που είναι συνεχής αλλά και έχει αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Το Ελληνικό κράτος αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να εφαρμόζουν αποτελεσματική κοινωνική πολιτική για να μην είναι επιτακτική η ανάγκη να έρθει κάποιος άλλος και να «βάλει πλάτη» για λύσει το πρόβλημα.

Η κεντρική διοίκηση όμως έχει συμβιβαστεί με την ιδέα ότι όλες αυτές τις αρμοδιότητες μπορούν πιθανότατα να τις διαχειριστούν άλλοι, χωρίς το κράτος να ξοδεύει πόρους και ανθρώπινο δυναμικό και αυτή είναι μια δομική αστοχία.

Σήμερα, είναι σίγουρο ότι υπάρχουν οι κοινωνικά ευάλωτες ομάδες που, δυστυχώς, καθημερινά δυσχεραίνει η θέση τους. Κακοποιημένες γυναίκες, εγκαταλειμμένα παιδιά, πρόσφυγες, άτομα με ειδικές ικανότητες, άστεγοι . Η ανάγκη λοιπόν για κοινωνική δράση είναι μεγάλη και οφείλουμε να συμβάλουμε όλοι, κράτος και πολίτες, στην ενίσχυση, για να μην πω υλοποίηση, του κράτους προνοίας.

Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η χάραξη και η άσκηση μιας πιο ανθρώπινης κοινωνικής πολιτικής μέσω της δίκαιης και σωστής αναδιανομής των πόρων και των παροχών σε είδος, σε χρήμα και σε υπηρεσίες στο πλαίσιο του κράτους πρόνοιας.

Αυτό με την συναίνεση όλων των πολιτικών και των κοινωνικών φορέων, των εργοδοτών, των εργαζόμενων, της ευρύτερης κοινής γνώμης προκειμένου να υλοποιηθεί ο πρωταρχικός στόχος που είναι η διασφάλιση ενός κατώτατου επιπέδου εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης για κάθε πολίτη, και ειδικότερα για εκείνον που δεν μπορεί από μόνος του, και για λόγους που οφείλονται πέρα από τη θέληση του, να το εξασφαλίσει.

*Η Σοφία Κατσίγιαννη είναι Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών, και πρόεδρος της κοινωνικής οργάνωσης «Είμαστε Ένα»