Να πω την αλήθεια, δίσταζα αν πρέπει να ασχοληθώ με το σίριαλ «Ο ΣΥΡΙΖΑ στις Σπέτσες». Θεωρούσα πως η πολιτική έχει δραπετεύσει από την πλοκή του και το μοναδικό ενδιαφέρον είναι πλέον αισθητικού επιπέδου.

Βασικά κακόγουστο. Αλλά δεν είμαι και fashion police.

Συνεπώς ας ασχοληθούν ειδικότεροι εμού με την περίπτωση των ξέμπαρκων που περιφέρονταν με τις τροχήλατες αποσκευές και τις τακουνάρες στα καλντερίμια και την Ντάπια.

Εχω όμως μια παρατήρηση. Αυτά που εδώ και πέντε μήνες συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι σωστά ή λάθος, χρήσιμα ή άχρηστα, δεξιά ή αριστερά.

Είναι απλώς ασόβαρα. Που όπως συμβαίνει συνήθως τροφοδοτούνται από ελάχιστα σοβαρούς ανθρώπους.

«Μαθαίνω γρήγορα» είχε διακηρύξει λίγο πριν ή λίγο μετά την εκλογή του ο Κασσελάκης – τότε που διαβεβαίωνε ότι θα νικήσει τον Μητσοτάκη γιατί ξέρει καλύτερα αγγλικά.

Δεν λέω για τα αγγλικά, ούτε για τον Μητσοτάκη, αλλά είναι πλέον βέβαιο πως δεν μαθαίνει με μεγάλη ευκολία ή ταχύτητα.

Εχουν περάσει πέντε μήνες και παραμένει ένας σταρ για πρωινάδικα, ο οποίος ακόμη δεν έχει μάθει ούτε ποια είναι η δουλειά για την οποία εξελέγη. Και η οποία σίγουρα δεν είναι η επίδειξη μιας διαρκούς αυταρέσκειας.

Αυταρέσκεια αβάσιμη.

Σίγουρα ο ίδιος δεν έχει το ειδικό βάρος άλλων πολιτικών αρχηγών, δεν είναι «πρωθυπουργήσιμος» (το λένε οι δημοσκοπήσεις), δεν είναι καν κοινοβουλευτικός (αλλά αυτό τουλάχιστον το ξέραμε όταν εξελέγη), έχει βασικές ελλείψεις, κάθε τρεις και λίγο τσακώνεται με τους δικούς του.

Πέντε μήνες δεν έχει διατυπώσει μια φρέσκια συγκροτημένη ιδέα. Μόνο παραδοξολογίες.

Και «την Αρτα φοβερίζει» από το μπόι ενός κόμματος του 10% που πέφτει από δημοσκόπηση σε δημοσκόπηση.

Θέλω όμως να είμαι ειλικρινής. Δεν ξέρω τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές αλλά δεν νομίζω ότι ο Κασσελάκης έχει την παραμικρή πρόθεση να φύγει ήσυχα κι ωραία.

Δείχνει τόσο πεπεισμένος πως αυτό που του συμβαίνει το αξίζει και τόσο βέβαιος πως ο εαυτός του είναι το πεπρωμένο του ώστε δεν αφήνει σε κανέναν άλλο το περιθώριο να τον κρίνει.

Ούτε στους αντιπάλους του. Ούτε στα στελέχη του κόμματός του. Ούτε στον Τύπο. Ούτε στις δημοσκοπήσεις και το δημόσιο αίσθημα.

Φυσικά όλα αυτά μόνο προκαταρκτική σημασία έχουν, δηλαδή καμία.

Διότι στο τέλος του έργου ο καθένας αναμετριέται με τα γεγονότα, με την πραγματικότητα και με τον εαυτό του. Είτε λέγεται Μητσοτάκης, είτε Κασσελάκης, είτε Μπακασέτας.

Στη δημοκρατία παρεμπιπτόντως μετριέται και με τον ψηφοφόρο.

Αλλά αυτά είναι για σοβαρά κόμματα και σοβαρούς ανθρώπους.