Δεν είναι μικρό το πλήθος των κυβερνητικών νομοθετημάτων που γίνονται νόμος του κράτους και με τις ψήφους της αντιπολίτευσης.

Πρόκειται για ένα είδος «απαρατήρητης» συναίνεσης που διόλου απασχολεί την επικαιρότητα ή επηρεάζει τον δημόσιο διάλογο.

Το νομοθέτημα για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Ο Πρωθυπουργός ζήτησε επί της ουσίας μια «κατά συνείδηση» συναίνεση από τους βουλευτές του κόμματός του προσφέροντας παράλληλα μια διέξοδο στους πιο συντηρητικούς από τους εκείνους.

Για τα δυο κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης -και με δεδομένο το προοδευτικό πρόσημο του νομοσχεδίου- η συναίνεση καθίσταται «υποχρεωτική», έστω και αν κάπως ακατανόητα από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ εκλαμβάνεται ως υποχρέωση να δέσει τα κορδόνια του Πρωθυπουργού.

Σε αυτήν την τυπολογία ήρθε να προστεθεί η «καταναγκαστική» συναίνεση, την οποία επέβαλε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στους δικούς του βουλευτές δια της κομματικής πειθαρχίας και για την οποία εκδηλώθηκαν σχεδόν αμέσως αντιδράσεις, αρχής γενομένης από τον τομεάρχη Δικαιοσύνης του κόμματός του.

Καταλήγουμε έτσι σε μια «φασαριόζικη» συναίνεση που καθόλου δεν έχει να κάνει με την ουσία του νομοθετήματος.

Είναι όμως αποκαλυπτική ως προς την ικανότητα του κυβερνητικού στρατοπέδου να διαμορφώνει την ατζέντα και να απορροφά τους κραδασμούς στο εσωτερικό του.

Αλλά και την παράλληλη αδυναμία των αντιπολιτευόμενων που όχι μόνο δεν μετατρέπουν τις κυβερνητικές κρίσεις σε δική τους ευκαιρία, αλλά επιπλέον δημιουργούν εσωκομματικούς τριγμούς με τους κραδασμούς των άλλων.