Χειμώνας είναι; Άρα παγωνιά από ψυχρές αέριες μάζες, βροχές και χιονοπτώσεις; Ή δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα; Άρα ήπια φαινόμενα, ηλιόλουστες ημέρες και υψηλότερες για την εποχή θερμοκρασίες;

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια εκτίμηση για το πώς θα εξελιχθεί ο καιρός», μάς απαντά με ειλικρίνεια ο φυσικός – μετεωρολόγος Θοδωρής Μ. Γιάνναρος, με αφορμή το χειμερινό ηλιοστάσιο που σήμερα 21η Δεκεμβρίου οριοθετεί αστρονομικά την ετήσια μετάβαση από το φθινόπωρο στον χειμώνα.

«Θα πρέπει να το γνωρίζουμε αυτό» συνεχίζει στο Βήμα ο ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών εξηγώντας πως «όταν μιλάμε για πρόγνωση καιρού, αναφερόμαστε στις επόμενες 3 ως 5 ημέρες. Αυτή είναι η αποκλειστική πρόγνωση καιρού που μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο».

Γι’ αυτό και «δεν είμαστε σε θέση να έχουμε από σήμερα που ξεκινά αστρονομικά ο χειμώνας μια εκτίμηση για το πώς θα εξελιχθεί το υπόλοιπο του Δεκεμβρίου, πόσο μάλλον ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος». Οι κατ’ εξοχήν ψυχροί μήνες δηλαδή.

Ούτε καν για τον καιρό της Πρωτοχρονιάς είναι εφικτό να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις είτε για τη θερμοκρασία είτε για το κλίμα. Σε κάθε άλλη περίπτωση απλώς «μιλάμε για εποχιακές προγνώσεις», όπως συμπληρώνει ο κ. Γιάνναρος, καθώς «όταν φεύγουμε πέρα από τις 15 ημέρες και κοιτάμε σε βάθος χρόνου, ενός, δύο ή και τριών μηνών, έχουμε μια πολύ αδρή εκτίμηση», η οποία μάλιστα αναπόφευκτα «μεταβάλλεται συνεχώς». Ως εκ τούτου η κατάσταση είναι περίπλοκη και όποια εκτίμηση εντελώς παρακινδυνευμένη.

Τάση για θερμότερο χειμώνα, χωρίς ν’ αποκλείονται ψυχρές εισβολές

Ομολογεί βέβαια ο διακεκριμένος επιστήμονας ότι «τα μοντέλα των εποχικών προγνώσεων δίνουν γενικά σήμα θερμών συνθηκών πάνω από την Ευρώπη». Συγκριτικά πάντα με «τις αναμενόμενες που προκύπτουν από την κλιματολογία της ηπείρου μας».

Παρόλα αυτά πρόκειται για μια εικόνα που «πρέπει να τη μεταφράζουμε με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή» έτσι ώστε να μην θεωρήσουμε δεδομένο πως «θα πάμε με ζεστό καιρό καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων τριών μηνών ή ότι δεν θα έχουμε ενδεχομένως καμία ψυχρή εισβολή, κάποια χιόνια ή κάποιες κακοκαιρίες. Όλο αυτό «σημαίνει ότι γενικά η εικόνα που δείχνουν την περίοδο αυτή οι εποχιακές προγνώσεις είναι μια εικόνα ενός θερμότερου του αναμενόμενου χειμώνα στο σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής ηπείρου».

Επομένως, κατά τον Θοδωρή Μ. Γιάνναρο, «οι θερμοκρασίες δεν μπορούν να θεωρηθούν φυσιολογικές». Μεταφέρει μάλιστα πως «δυστυχώς φαίνεται ότι και ο Νοέμβριος αλλά και ο Δεκέμβριος τόσο σε ευρωπαϊκή κλίμακα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ολοκληρώνονται ψηλότερα από τις αναμενόμενες κλιματολογικά τιμές και οδεύουμε -όπως έχει ήδη επισημανθεί από μεγάλους φορείς που παρακολουθούν το κλίμα όπως ο Copernicus- σ’ ένα 2023 που θα είναι το θερμότερο έτος στην ιστορία του πλανήτη».

Από τον χειμώνα… καλοκαίρι

Το ότι η «κλιματική αλλαγή» οφείλεται για όλη αυτή την καιρική στρέβλωση είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον συνεργάτη του Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Δυστυχώς οι αποκλίσεις που βλέπουμε αυτή τη στιγμή στη μέση θερμοκρασία -και θα πρέπει να το καταλάβουμε για να επικοινωνήσουμε στον κόσμο- είναι τέτοιες που δεν πρέπει να ερμηνευτούν από καμιά άλλη αιτία. Δεν οφείλονται σε κάποιον φυσικό μηχανισμό, δεν οφείλονται σε ‘φυσικές’ κλιματικές αλλαγές τις οποίες έχει περάσει ο πλανήτης μας».

Όλο αυτό είναι αποκλειστικά «το αποτέλεσμα ανθρωπογενούς παρέμβασης, είναι ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή», ξεκαθαρίζει ο φυσικός στην κουβέντα μας.

«Η κλιματική αλλαγή δεν συνεπάγεται έλλειψη κρύου»

Ακριβώς εκεί εδράζεται το γεγονός πως «τείνουν να εκλείψουν ή να μικρύνουν πάρα πολύ οι λεγόμενες μεταβατικές εποχές. Δηλαδή το φθινόπωρο και η άνοιξη», όπως υπογραμμίζει επίσης ο κ. Γιάνναρος. «Είναι κάτι που έχουμε παρατηρήσει και στη χώρα μας, το παρατηρεί και ο απλός πολίτης», συμπληρώνει, αναλύοντας ότι «φαίνεται σαν να πηγαίνουμε πολλές φορές κατευθείαν από το καλοκαίρι στον χειμώνα».

«Η κλιματική αλλαγή -θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας- ότι ευνοεί την εμφάνιση των άκρων, είτε ακραία ψυχρό καιρό είτε ακραία θερμό καιρό και όλη την γκάμα των δύο καιρικών φαινομένων. Φαίνεται σαν να παίζουμε πλέον από ένα άκρο στο άλλο και να μικραίνει πάρα πολύ η περίοδος των μεταβατικών εποχών», προσθέτει ο συνομιλητής μας, καταλαβαίνοντας τον κόσμο που παραξενεύεται.

Διευκρινίζει ωστόσο για να είναι ξεκάθαρος πως «η κλιματική αλλαγή δεν συνεπάγεται έλλειψη κρύου. Κλιματική αλλαγή σημαίνει ότι ο πλανήτης πηγαίνει σ’ ένα γενικότερο θερμότερο κλίμα, εντός του οποίου όμως κατά τη διάρκεια της ψυχρής περιόδου του έτους, δηλαδή χοντρικά από τον Νοέμβριο ως τον Μάρτιο-Απρίλιο μπορούμε να έχουμε την εμφάνιση ακραία ψυχρών εισβολών».

Από το ένα άκρο στο άλλο

Πρόκειται μάλιστα για ακραία καιρικά φαινόμενα που «θα επαναλαμβάνονται ολοένα και συχνότερα. Αυτό είναι το αποτέλεσμά της κρίσης», όπως εξηγεί.

Καταθέτει ακόμη ο Θοδωρής Μ. Γιάνναρος ότι δεν μπορούμε να συνδέσουμε απευθείας ένα μεμονωμένο φαινόμενο, για παράδειγμα τις πλημμύρες της Θεσσαλίας, ή έναν ακραίο καύσωνα του καλοκαιριού με την κλιματική αλλαγή. Αλλά αυτό που μπορούμε να πούμε -γιατί το έχουμε διαπιστώσει ως επιστημονική κοινότητα- είναι ότι η κλιματική αλλαγή ευθύνεται για την αύξηση της συχνότητας και της έντασης με την οποία αυτά τα φαινόμενα εμφανίζονται πλέον».

Σαν τις απότομες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας εντός ή εκτός συνόρων που αποτελούν «μια ακραία μεταβολή». Μεταβολή που «εντάσσεται στα πλαίσια της αποσταθεροποίησης του κλίματος».

Όπως όλη η Ευρώπη λοιπόν έτσι και η λεκάνη της Μεσογείου «επηρεάζεται αναπόφευκτα» επισημαίνει ο κ. Γιάνναρος. «Και ναι μεν οι χειμώνες μοιάζουν να γίνονται ηπιότεροι, με ψηλότερες θερμοκρασίες όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου ή του Νοεμβρίου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχουμε κάποια στιγμή μέσα στη διάρκεια του χειμώνα κάποια ψυχρή εισβολή που θα δημιουργήσει προβλήματα, όπως τα περασμένα τρία χρόνια».

Οι εναλλακτικές δράσεις

Η πρόσφατη συμφωνία στο Ντουμπάι, κατά τη διάρκεια της COP28, «δεν μας έκανε σοφότερους», υποστήριξε ο γνωστός ερευνητής.

Γι’ αυτό και συμπεραίνει ότι δύο είναι εφεξής τα βασικά ζητούμενα.

«Το ένα είναι ο μετριασμός. Μετριασμός θα πει ότι θα πρέπει πλέον να κινηθούμε στην κατεύθυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα ούτως ώστε να ανασχέσουμε τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται η μέση θερμοκρασία του πλανήτη. Μέσα στον Νοέμβριο, έστω για 1-2 ημέρες, η μέση θερμοκρασία ξεπέρασε το 1,5 βαθμό. Οπότε καταλαβαίνει κανείς πως όταν αυτό συμβαίνει πιο συχνά ο στόχος που έχει τεθεί με τη συμφωνία του Παρισιού χάνεται αυτομάτως. Αυτό δεν προϋποθέτει μόνο συνεργασίες σε κυβερνητικό επίπεδο, αλλά και ταυτόχρονη αλλαγή του τρόπου ζωής του καθενός εκ των γύρω μας, αλλαγή του lifestyle με κατανάλωση λιγότερης ενέργειας».

Το άλλο η προσαρμογή: από τη στιγμή που έχουμε διαμορφώσει αυτό το κλίμα στον πλανήτη μας και βρισκόμαστε ολοένα και πιο συχνά αντιμέτωποι με πιο έντονα καιρικά φαινόμενα θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτές τις νέες συνθήκες για να προστατεύσουμε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και το φυσικό περιβάλλον. Αυτό συνεπάγεται συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης».

Ακούει κανείς μήπως;