Το εκλογικό αποτέλεσμα σηματοδοτεί μια νέα συντηρητική μεταπολίτευση και μια πρωτοφανή ιστορική ήττα της κεντροαριστεράς στο σύνολο της . Όσο και να προέβλεπε κανείς την τάση άνετης επικράτησης της Νέας Δημοκρατίας, δεν ήταν δυνατό να εκτιμήσει την έκταση της νίκης της , όπως καταγράφηκε στις εκλογές του Μαΐου και επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του Ιουνίου. Παράλληλα είναι πρώτη φορά που η συντηρητική παράταξη κυριαρχεί χωρίς να ετεροπροδιορίζεται ως αντί. Και το 1989-1990 και το 2004 κέρδισε τις εκλογές ως ο φορέας του αιτήματος απαλλαγής από την μακρά κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, χωρίς ούτε φαινομενικά ανορθωτική ρητορική και χωρίς να γεννήσει ιδιαίτερες προσδοκίες .

Κυρίως δεν διαφαινόταν η εκλογική κατάρρευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης . Το συμπέρασμα των δεύτερων εκλογών είναι ακόμα πιο απογοητευτικό τον ιστορικό χώρο της δημοκρατικής παράταξης , καθώς τα κόμματα της κεντροαριστεράς ή εν δυνάμει κυβερνητικής αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) αθροίζουν ποσοστό 29,69% ενώ στις εκλογές του 2019 με την Νέα Δημοκρατία σε παρόμοια με τα τωρινά ποσοστά , άθροιζαν 39,63%. Καταγράφεται υποχώρηση των κομμάτων που εκφράζουν εκλογικά τη δημοκρατική παράταξη της τάξεως του 10%. Το πολιτικό σύστημα, από δικομματικό μετατρέπεται σε πολιτικό σύστημα με κυρίαρχο κόμμα. Παράλληλα καταγράφεται αύξηση της πέραν της Νέας Δημοκρατίας δεξιάς και της ακροδεξιάς . Τα κόμματα που τοποθετούνται στα δεξιά της συντηρητικής παράταξης , αθροίζουν ποσοστό 13,93% ( Σπαρτιάτες, Ελληνική Λύση, Νίκη, Πατριωτικός Σύνδεσμος , Φωνή Λογικής , Ελλήνων Συνέλευσις, ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ), ενώ στις εκλογές του 2019 άθροιζαν 7,62% (Ελληνική Λύση , Χρυσή Αυγή, Δημιουργία Ξανά, Ελλήνων Συνέλευσις). Καταγράφεται αύξηση στα ποσοστά τους κατά 6,21%. Είναι η πρώτη φορά μετά τις εκλογές του 1974 , που έλαβαν χώρα σε πολύ ειδικές συνθήκες που το άθροισμα της Κεντροαριστεράς και της παραδοσιακής αριστεράς είναι μειοψηφία στην ελληνική κοινωνία.

Αντίθετα το η εκλογική επίδοση της Νέας Δημοκρατίας αθροιζόμενή με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς φτάνει το 54,48% των ψηφοφόρων, ποσοστά πρωτοφανές για τα δεδομένα της μεταπολίτευσης .

Οι αιτίες του αποτελέσματος είναι πολλές αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα της συνολικής και νηφάλιας αποτίμησης. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στον μεσαίο και κεντρώο χώρο είναι πρωτοφανής για ελληνικό κόμμα της δεξιάς , ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη ταυτίστηκε με την αποτυχημένη διαχείριση του κύματος ακρίβειας, την διεύρυνση των ανισοτήτων, την προσβολή στο κράτος δικαίου που αποκάλυψε το σκάνδαλο των υποκλοπών, τα ελλείμματα του εθνικού συστήματος υγείας κατά την περίοδο της πανδημίας και τα συνεχόμενα κρούσματα διαφθοράς . Σε κάθε περίπτωση από τα έως τώρα γνωστά δεδομένα και κυρίως από τα αποτελέσματα στην Βόρεια Ελλάδα, προκύπτει πως η Νέα Δημοκρατία σημείωσε σημαντικές απώλειες προς τα δεξιά της , τις οποίες υπεραναπλήρωσε από την κυριαρχία της στο Κέντρο. Η πίεση στα δεξιά της , θα ενταθεί την επόμενη τετραετία καθώς η υπερσυντηρητική αντιπολίτευση είναι πλουραλιστική στην έκφραση της ( τρία κόμματα στα δεξιά της με διαφορετική ταυτότητα και target group) και τα πράγματα για την κυβέρνηση δεν θα είναι τόσο εύκολα όσα προδιαγράφονται από μια επιφανειακή ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος. Παράλληλα η δεύτερη τετραετία μιας κυβέρνησης χαρακτηρίζεται πάντα από πολύ μικρότερη περίοδο χάριτος , η οποία βέβαια , στην σημερινή συγκυρία πιθανώς να επιμηκυνθεί λόγω της ασθενούς κοινοβουλευτικής δύναμης της αντιπολίτευσης . Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας τετραετίας ηττήθηκε με εκκωφαντικό τρόπο. Από την αρχή της θητείας του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης επαναπαύθηκε στο αξίωμα πως η εκλογική του βάση ήταν το 31,53% που έλαβε στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου ενώ η πραγματική του δύναμη ήταν πιο κοντά στο 23,75% που είχε λάβει στις ήδη πολωμένες ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2019.

Το ύφος άσκησης της αντιπολίτευσης τον αποξένωσε από τον χώρο του Κέντρου ενώ παράλληλα η έλλειψη συγκροτημένου αφηγήματος και σχεδίου για τη χώρα σε συνδυασμό με τον ανεπίκαιρο μαξιμαλισμό σε επίπεδο παροχών και το ιστορικό επώδυνων συμβιβασμών της κυβερνητικής του θητείας , δεν έπειθε ούτε τα λαϊκά στρώματα . Το έλλειμα αξιοπιστίας αποδείχτηκε η αχίλλειος πτέρνα του. Προφανώς στα αίτια της ήττας του, συμπεριλαμβάνονται και εξωγενείς παράγοντες , όπως η οργανωμένη προσπάθεια συκοφάντησης της κυβερνητικής του θητείας από την κυρίαρχη δημοσιολογία και η ευρεία συστημική στήριξη της κυβέρνησης της

Νέας Δημοκρατίας αλλά αυτοί δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν από μόνοι τους το εύρος της εκλογικής καθίζησης .

Επίσης η απλή αναλογική , λόγω της εσφαλμένης στρατηγικής που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με αυτήν , έγινε παγίδα για τον ίδιο και πλεονέκτημα για την Νέα Δημοκρατία που έθεσε με ξεκάθαρο τρόπο τα διλήμματα διακυβέρνησης. Η αρνητική στάση του ΠΑΣΟΚ στο αίτημα για σύμπηξη ενιαίου αντιπολιτευτικού μετώπου ήταν αναμενόμενη καθώς , υπό τη νέα ηγεσία του , είχε εξ΄ αρχής διακηρυγμένο στόχο την επανακατάκτηση μέρους του διαχρονικού ζωτικού χώρου που είχε απωλέσει την προηγούμενη δεκαετία.

Το εντυπωσιακό είναι ότι η εκλογική του κατάρρευση δεν συνοδεύεται από ιδιαίτερη ενίσχυση της υπόλοιπης Αριστεράς. Το ΜΕΡΑ 25 , το οποίο πολιτεύτηκε ως ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα έπεσε μία μονάδα και δεν μπήκε στη Βουλή, ενώ η Πλεύση Ελευθερίας δεν είναι αριστερό κόμμα ή σε κάθε περίπτωση δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι αριστερό ή κεντροαριστερό που να δήλωσε κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου . Το ΚΚΕ λειτούργησε ως ασφαλές καταφύγιο της απογοητευμένης αριστερής ψήφου αλλά με πεπερασμένη ευρυχωρία και μειωμένες προσδοκίες. Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά της Μεταπολίτευσης με εξαίρεση τις ιδιαίτερες εκλογές του 1974, που το άθροισμα της Κεντροαριστεράς και της κομμουνιστικής Αριστεράς είναι μειοψηφία στην κοινωνία.

Η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστερά (στο ποσοστό συμπεριλαμβάνεται και το σύνολο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) , αν παρόλες τις επιφυλάξεις , προσθέσουμε και την Πλεύση Ελευθερίας , άθροισε ποσοστό 14,12% ενώ το 2019 είχε καταγράψει 7,62%. Η αύξηση, 6,5% φαίνεται σημαντική αλλά κατά την γνώμη μου δεν είναι , αν ληφθεί υπόψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε συνολικές απώλειες 13,69%. Εκφράζεται από πολλούς η άποψη πως ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε επειδή μετακινήθηκε προς το κέντρο και πως η αναδιάταξη του περνά μέσα από την επιστροφή του στο αριστερό στίγμα . Θεωρώ πως αυτή η ερμηνεία δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του εκλογικού αποτελέσματος .

Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ούτε ότι ήταν πολύ αριστερός ούτε πολύ κεντρώος . Ήταν ότι έδειχνε άβολα στον ρόλο του κομμάτος -διεκδικητή της εξουσίας σε μη ειδικές κρισιακές συνθήκες. Δεν ισχυρίζομαι πως έχουμε επανέλθει στην παραδοσιακή κανονικότητα .Η δεκαετία της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων , που χάραξε ανεξίτηλα το αποτύπωμα της στο κοινωνικό σώμα , δεν τελείωσε ποτέ οριστικά. Εισχώρησε στην περίοδο στην οποία η πανδημική κρίση και στη συνέχεια , η ενεργειακή κρίση , διαμόρφωσε ένα μόνιμο καθεστώς πολλαπλών κρίσεων που κατέστη συστατικό μιας νέας κανονικότητας. Σε αυτήν την νέα Μεταμνημονιακή κανονικότητας (τερματισμός των Μνημονίων) , στο σχηματισμό της οποίας μάλιστα διαδραμάτισε κομβικό ρόλο με τη διακυβέρνηση του, φάνηκε να πολιτεύεται με εγχειρίδια της προηγούμενης ιστορικής περιόδου.

Το ΠΑΣΟΚ ανέβασε σημαντικά το εκλογικό του ποσοστό τον Μάιο, επιτυχία που προφανώς πιστώνεται στην νέα ηγεσία του . Θα πρέπει όμως να προβληματίσει η αναιμική άνοδος ή αλλιώς η μη αναμενόμενη στασιμότητα του εκλογικού αποτελέσματος του Ιουνίου. Αποδεικνύεται πως η πολιτική αριθμητική είναι τελείως διαφορετική από την απλή αριθμητική και πως τίποτα δεν είναι δεδομένο για το μέλλον. Η οργανωτική δουλειά, η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και η ανόρθωση του κόμματος, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις αλλά δεν αρκούν . Ενώ ο βασικός του ανταγωνιστής στο χώρο της κεντροαριστεράς απώλεσε περίπου το 44% της εκλογικής του δύναμης , εκείνο επαναπάτρισε ένα σημαντικό αλλά όχι πλειοψηφικό τμήμα αυτής. Οι μεγάλες διαφορές μεταξύ των ποσοστών που έλαβε στην περιφέρεια και στα αστικά κέντρα είναι επίσης ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό που δημιουργεί προβληματισμό. Χωρίς ευθυγράμμιση με τις κοινωνικές διεργασίες, η επαναφορά του στο προσκήνιο θα είναι ατελής . Αν θέλει να πρωταγωνιστήσει θα πρέπει να επαναδομήσει τις σχέσεις του με τα κοινωνικά στρώματα που διαχρονικά το στήριζαν . Αυτό προϋποθέτει την σταδιακή απεμπλοκή του από την απόλυτη γραμμή αυτοδικαίωσης της περιόδου 2012-2015. Προφανώς ένα κόμμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αρνηθεί μια φάση της ιστορίας του , αλλά εφόσον στοχεύει να απευθυνθεί στο σύνολο της παράταξης , αυτό μπορεί να γίνει επιτυχημένα μόνο με όρους μέλλοντος .

Η συντηρητική μετατόπιση που απεικονίζεται γλαφυρά στο εκλογικό αποτέλεσμα δημιουργεί όρους μονιμοποίησης ενός πολιτικού συστήματος χωρίς δημοκρατικές διεξόδους . Η φύση και η πολιτική απεχθάνεται το κενό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το κενό θα καλυφθεί υποχρεωτικά από κάποια άλλη προοδευτική δύναμη. Αν οι δημοκρατικές δυνάμεις αναλωθούν σε έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό για την επικράτηση στον χώρο της κεντροαριστεράς , ελλοχεύει ο κίνδυνος της περαιτέρω αύξησης της ακροδεξιάς και της μακρονοποίησης της ελληνικής πολιτικής ζωής. Ήδη η εκλογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στον χώρο του Κέντρου και οι σημαντικές απώλειες προς τα δεξιά , προδιαγράφουν μια ενδεχόμενη όψη ενός δυστοπικού μέλλοντος . Σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται η εκτίναξη των ποσοστών των ακροδεξιών κομμάτων και η διεκδίκηση εκ μέρους τους πρωταγωνιστικού ρόλου.

Εναλλακτικά , δεν αποκλείεται ούτε το σενάριο ιταλοποίησης του πολιτικού συστήματος (Ιταλία 1946-1990) όπου ένα κόμμα, η Χριστιανοδημοκρατία κυβερνούσε συνεχόμενα , εγκόλπωνε από την συντηρητική δεξιά μέχρι το Κέντρο , η Αριστερά ήταν ευχαριστημένη με το να είναι δεύτερη δύναμη παρότι δεν κυβέρνησε ποτέ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα υποχρεωνόταν σε συνεχείς ελιγμούς και συμμαχίες προκειμένου να βρίσκεται σε κυβερνήσεις μέχρι το 1983 όπου κατάφερε με την συναίνεση της Χριστιανοδημοκρατίας να ανέλθει στην πρωθυπουργία ο επικεφαλής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μπετίνο Κράξι με τα γνωστά αποτελέσματα για το ιταλικό πολιτικό σύστημα .

Σήμερα, που η κυριαρχία της συντηρητικής παράταξης , εδραιώνεται με όρους παντοδυναμίας και παράλληλα η alt-right δεξιά και η ακροδεξιά αυξάνουν τις δυνάμεις τους, οι δυνάμεις της κεντροαριστεράς και της αριστεράς , οφείλουν να διαμορφώσουν όρους συνεννόησης και κοινών δράσεων. Μία πρώτης τάξεως ευκαιρία θα ήταν η στήριξη κάποιων κοινών υποψηφίων σε κεντρικούς δήμους και περιφέρειες στις αυτοδιοικητικές εκλογές .

Είναι ιστορικό χρέος των δυνάμεων της κεντροαριστεράς να επαναδιατυπώσουν μια δημοκρατική πρόταση που θα συναρθρώνει την εκπροσώπηση των αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων με τον προοδευτικό μεταρρυθμισμό. Να μπει στην δημόσια συζήτηση ως πρωτεύον το ζήτημα της διανομής του παραγόμενου πλούτου, που σήμερα στην Ελλάδα μοιράζεται με εντελώς άνισο τρόπο. Η στιβαρή δημοκρατική αντιπολίτευση είναι εγγύηση για την ποιότητα της δημοκρατίας και θα λειτουργήσει ως θετικό κίνητρο για τις επιδόσεις της κυβέρνησης . Η απουσία εναλλακτικής πρότασης και ισχυρών θεσμικών αντιβάρων οδηγεί μαθηματικά στην αυθαιρεσία και στην αλαζονεία .

Η ασυμμετρία που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα μετά τις εκλογές πρέπει να διορθωθεί με ενίσχυση του κεντροαριστερού πόλου. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις με κριτήριο την ιστορική ευθύνη και το βλέμμα στο μέλλον .

Ο κ. Κώστας Τσουκαλάς είναι δικηγόρος.