Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου στα πλαίσια του οποίου η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη Βουλγαρία, με τις εχθροπραξίες να ξεκινούν στις 16 Ιουνίου 1913.

Λίγους μήνες νωρίτερα, κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, τα βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο είχαν στραφεί ενάντια στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας να απελευθερώσουν περιοχές που κατοικούνταν από ομοεθνείς τους πληθυσμούς, αλλά βρίσκονταν ακόμα υπό τουρκική κυριαρχία.

Η αρχή των Βαλκανικών Πολέμων

Όπως αναφέρειι ο Γεώργιος Βεντήρης, στο μνημειώδες ιστορικό του έργο «Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 1910 -1920», που δημοσιεύθηκε από το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» τον Ιανουάριο του 1931, το Πάσχα του 1911, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν σε εκδρομή στο Πήλιο, έχοντας ως φιλοξενούμενό του τον Τζέιμς Ντέιβιντ Μπάουρτσερ, ανταποκριτή των «Times» του Λονδίνου και διπλωματικά πολύ δραστήριο στα βαλκανικά θέματα.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Μέσω του Μπάουρτσερ, λοιπόν, ο Βενιζέλος έστειλε τότε στην βουλγαρική κυβέρνηση μήνυμα συνεργασίας ενάντια στον κοινό αντίπαλο:

«Όσον και αν είνε σπουδαίαι αι διαφοραί Ελλάδος και Βουλγαρίας δεν πρέπει να νομίζωνται ανυπέρβλητοι. Οι εις Μακεδονίαν ομοεθνείς των διατρέχουν κίνδυνον εξοντώσεως από τους Νεότουρκους. Προς το κοινόν αυτών συμφέρον τα δύο κράτη οφείλουν να συννενοηθούν το ταχύτερον».

Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφεται μυστική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας με τις δύο πλευρές να συμφωνούν ότι η μία θα στήριζε την άλλη σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.

Τον Αύγουστο του 1912, Βουλγαρία και Σερβία δηλώνουν προ την Ελλάδα ότι είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αθήνα καλείται να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει σε έναν τέτοιο πόλεμο ή όχι. Στα τέλη του Αυγούστου ο Ελευθέριος Βενιζέλος δηλώνει στο υπουργικό του συμβούλιο:

«Η συνθήκη μας με την Βουλγαρίαν είνε αμυντική. Δεν είμεθα επομένως υπόχρεοι να πολεμήσωμεν. Αλλ’ η Βουλγαρία με την Σερβία απεφάσισαν να λάβωμεν μέρος. Αν μείνωμεν ουδέτεροι, θα συμβή εν εκ των δύο:

»’Η θα νικήσουν τα σλαυικά κράτη και η Ελλάς μένει εσαεί εις την Μελούναν (σ.σ. Μελούνα Θεσσαλίας, σύνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους).

»Ή νικά η Τουρκία και χάνεται διά παντός ο ελληνισμός. Ας αφήσωμεν ότι, εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Ρωσσία θα μας θεωρήση προδότας της χριστιανικής ιδέας. Φρονώ ότι πρέπει να δράσωμεν και χωρίς συμφωνίαν διανομής».

Στο κέντρο της φωτογραφίας, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας και ο Τσάρος Φερδινάνδος της Βουλγαρίας στη Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1912

Τον Σεπτέμβριο του 1912, η Τουρκία προχωρά σε μια αιφνιδιαστική κίνηση: «εκήρυξεν αιφνιδίως την επιστράτευσιν των στρατιωτικών σωμάτων Θράκης. (…) Αι κυβερνήσεις Σόφιας, Βελιγραδίου και Μαυροβουνίου εκήρυξαν από συμφώνου γενικήν επιστράτευσιν»

Έτσι, τον Οκτώβριο 1912 ξεκινά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ των συμμάχων Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τον Μάιο του 1913 ο Α’ Βαλκανικός Πολέμος ολοκληρώνεται με ηττημένη την Οθωμανική Αυτοκρατορία που ουσιαστικά υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το σύνολο σχεδόν της Βαλκανικής Χερσονήσου.

Η Ελλάδα κατόρθωσε απελευθερώσει σημαντικά εδάφη με έντονο το ελληνικό στοιχείο στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, όπως πχ. μεγάλες πόλεις σαν τα Ιωάννινα και τη Θεσσαλονίκη καθώς και τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου.

Νέος πόλεμος μέσα σε λίγες ημέρες

Πώς όμως, μέσα σε λίγες εβδομάδες φτάσαμε σε νέο πόλεμο;

Όπως αναφέρει η ιστορικός Φωτεινή Τομαή, στο «ΒΗΜΑ» της 18ης Ιουνίου 2006

«Επήλθε διάρρηξη των πρώην συμμάχων. H απροκάλυπτη επιθετικότητα της Βουλγαρίας, που, επηρεασμένη από την ανάμνηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου 1878», (σ.σ. που είχε οδηγήσει στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας) «αρνιόταν να υιοθετήσει την αρχή της ισόρροπης κατανομής στον χώρο της Νότιας Βαλκανικής και επιζητούσε την προσάρτηση της Θράκης και της Μακεδονίας ως το Μοναστήρι, οδήγησε αναπόφευκτα σε διάσπαση του ενιαίου βαλκανικού μετώπου και σε ένοπλη ρήξη ανάμεσα στους νικητές του A’ Βαλκανικού Πολέμου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.6.2006, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Ετσι Ελληνες και Σέρβοι βρέθηκαν να πολεμούν ενάντια στους Βούλγαρους σε έναν ακήρυκτο ουσιαστικά πόλεμο αφού οι εχθροπραξίες άρχισαν με την προσβολή των ελληνικών και σερβικών προφυλακών (30 Ιουνίου) στη Γευγελή και στη Νιγρίτα»

Η κρίσιμη αλληλογραφία

«Στις 10 Ιουνίου ο ΥΠΕΞ Λ. Κορομηλάς ειδοποιεί το Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης “περί της ημέρας της πιθανής ενάρξεως των καθ’ ημών και της Σερβίας πολέμου της Βουλγαρίας”.

»Στις 14 Ιουλίου ο πρόξενος Σουίδας πληροφορεί: “Χθες την εσπέραν δημόσιος κήρυξ διά τυμπάνου ειδοποίησεν Εθνοφρουράν δεκάτης ηλικίας οίτινες είχαν απολυθεί κατά Ιανουάριον και ενδεκάτην να ώσιν έτοιμοι όπως εις πρώτην πρόσκλησιν προσελθώσιν οικείοις τάγμασιν…” (ΑΠ 17840).

»Ο ΥΠΕΞ Λ. Κορομηλάς δίνει οδηγίες στον έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια να προβεί σε “εντόνους παραστάσεις παρά τη βουλγαρική κυβερνήσει…” (ΑΠ 17449, 15 Ιουνίου 1913).

»Στις 15 Ιουνίου ο Σουίδας τηλεγραφεί από Φιλιππούπολη: “Χθες ήρξατο ενεργόμενη εκ νέου ενταύθα νέα επίταξις επί παντός των ειδών και ιδίως αλεύρων, ίππων και κάρρων…” (ΑΠ 17950).

»Στις 17 Ιουνίου ο γενικός πρόξενος B. Δενδραμής τηλεγραφεί από Θεσσαλονίκη: “Πέμπτην παρά είκοσι εδόθη τελεσίγραφον διοικητήν ενταύθα βουλγαρικής φρουράς όπως εντός μιας ώρας Βούλγαροι στρατιώται παραδώσωσιν όπλα των. Συλλαμβανομένοι Βούλγαροι οπλίται αφοπλίζονται. Πλήρης τάξις επικρατεί…”.

»Την ίδια ημέρα το Γενικό Στρατηγείο πληροφορεί: “Χθες, μεταξύ 7ης και 8ης εσπερινής ώρας, Βούλγαροι προσέβαλαν ημέτερα στρατεύματα εις Ελευθεράς και Μουστένι…” (ΑΠ 18185).

»Για συμπλοκές στη Λίμνη Αχινού ειδοποιεί μία ημέρα νωρίτερα και το Τμήμα Στρατιάς Καλλάρης (ΑΠ 17949).

»Επειτα από όλα αυτά, στις 19 Ιουνίου, ο βούλγαρος πρεσβευτής στην Αθήνα Μίνστεφ διαμαρτύρεται στον Λ. Κορομηλά για τις επιθέσεις του ελληνικού στρατού κατά των βουλγαρικών στρατευμάτων! (επιστολή Νο 697).

»Στις 19 Ιουλίου ο I. Αλεξανδρόπουλος από το Βελιγράδι αναγγέλλει την πρόθεση των Σέρβων να ανακοινώσουν ότι εξέρχονται στο πλευρό Ελλήνων και Μαυροβουνίων στον ακήρυκτο πόλεμο κατά των Βουλγάρων (ΑΠ 18293).

»Το Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης με ίδια ημερομηνία πληροφορεί για νίκες του σερβικού στρατού και ο έλληνας πρεσβευτής από Βελιγράδι για απώλειες 1.400 σέρβων στρατιωτών και 40 αξιωματικών (ΑΠ 18305).

»Στις 20 Ιουνίου ο βουλγαρικός Τύπος διαμαρτύρεται “διά τας εν Θεσσαλονίκη αιματηράς σκηνάς κατά βουλγαρικής φρουράς και συνοικίας. Οχι Βούλγαροι αλλά Ελληνες θα μετανοησώσι διά τόσην αυθάδειαν” αναφέρει από τη Σόφια ο πρεσβευτής Δ. Πανάς (ΑΠ 18521).

Η απελευθέρωση της Καβάλας υπό αγημάτων του ελληνικού στόλου στις 26 Ιουνίου 1913. Έργο του Βασίλειου Χατζή

Το τέλος του πολέμου

»Με βαρύ τίμημα σε απώλειες τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπισαν τις βουλγαρικές επιθέσεις στις μάχες του Κιλκίς και της Κρέσνας», σημειώνει η Φωτεινή Τομαή. «Τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός όδευε νικηφόρα προς τη Σόφια, η Ρουμανία, ακόμη και η Τουρκία, έκαναν την εμφάνισή τους στον πόλεμο στο πλευρό των δύο συμμάχων Ελλάδας – Σερβίας».

Ήταν 10 Αυγούστου του 1913 όταν υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου, σε ένα πολύ οριακό όμως χρονικό σημείο. Τις ημέρες εκείνες έντονες προστριβές είχαν προκύψει μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλέα Κωνσταντίνου.

Ο έλληνας πολιτικός που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα πόσο εύθραυστες και ευμετάβλητες είναι πάντα οι διπλωματικές ισορροπίες πίεζε τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων να συναινέσει σε μία όσο το δυνατόν συντομότερη ολοκλήρωση των εχθροπραξιών, όσο ακόμα τα δεδομένα ήταν ευνοϊκά για την Ελλάδα.

Ο Κωνσταντίνος, από την άλλη, επέμενε και πίεζε τον Βενιζέλο να μην υπογράψει προκειμένου ο ελληνικός στρατός να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη.

Μια επιμονή που, λίγο έλλειψε να οδηγήσει σε ένα διπλωματικό και στρατιωτικό φιάσκο, κάτι που ευτυχώς για τους Έλληνες δεν συνέβη.

Τα σύνορα μεταξύ των βαλκανικών χωρών μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1) και μετά τον Δεύτερο (2)

Η αλλαγή των συνόρων

Έτσι, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι οδήγησαν στον διπλασιασμό σχεδόν της ελληνικής επικρατείας. Μέσα σε 10 μήνες η έκταση των εδαφών της ανήλθε από 63.211 τ.χμ. σε 120.308 τ.χμ και ο πληθυσμός της από 2.631.952 σε 4.718.221 κατοίκους.

Συγκεκριμένα, μετά το τέλος του Β’ Βαλκανικού και τη συνθήκη του Βουκουρεστίου στις 28 Ιουλίου 1913, η Ελλάδα εξασφάλισε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, τη νότια Ήπειρο, σημαντικά νησιά στο Β. και Α. Αιγαίο (Θάσος, Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία) και την Κρήτη.

Η Σερβία κέρδισε ένα σημαντικό τμήμα της ΒΔ. Μακεδονίας. Στη Βουλγαρία αποδόθηκε το μεγαλύτερο μέρος της Δ. Θράκης. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ανέκτησε την Α. Θράκη. Τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό ιταλικό έλεγχο.

Λίγους μήνες αργότερα (πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 4 Δεκεμβρίου 1913), η Β. Ήπειρος, περιοχή με σημαντική ελληνική παρουσία, παραχωρήθηκε στην Αλβανία, απόφαση που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των Ελλήνων της περιοχής.