Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαϊου μοιάζει με αγώνα μπάσκετ. Όχι σαν αυτόν που μέσα στην ατυχία, αλλά και την κακή διαχείριση των τελευταίων λεπτών, έχασε ο Ολυμπιακός στον τελικό της Euroleague, αλλά σαν εκείνους που δεν κατεβαίνει ο αντίπαλος -συνήθως για λόγους διαμαρτυρίας- και χάνει στα χαρτιά με 20-0. Κάπως έτσι η Νέα Δημοκρατία πήρε όχι μόνο στα χαρτιά (τα exit polls που θα μπορούσε να πει κανείς διστακτικά έβγαλαν μια διαφορά 11 μονάδων), αλλά και στην κάλπη (όπου οι 11 έγιναν σχεδόν 21) το «σκαλπ» του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια πρωτοφανή κυριαρχική νίκη για τον σχεδόν μισό αιώνα της μεταπολίτευσης.

Βέβαια, σε αντίθεση με τον Ολυμπιακό του Γιώργου Μπαρτζώκα που δεν διαχειρίστηκε καλά τα τελευταία λεπτά του αγώνα με τη Ρεάλ Μαδρίτης, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα δεν διαχειρίστηκε όπως θα έπρεπε τα τελευταία χρόνια. Το «μήνυμα» που έστειλε ο ελληνικός λαός που τόσο αρέσκεται να αναφέρεται σε αυτόν ο κ. Τσίπρας το 2019 δεν έγινε ποτέ αντιληπτό. Όταν μια εκλογική διαδικασία σε καθαιρεί από την κυβέρνηση, προφανώς κάτι δεν κάνεις -πια- καλά ή τόσο καλά που να σε κρατήσει εντός του Μαξίμου. Το αν είσαι εσύ το πρόβλημα, τα στελέχη ή οι δομές του κόμματος ή αν η ρητορική σου δεν φτάνει όπως το 2012 στα αυτιά των πολιτών, είναι πράγματα που οφείλεις να μελετήσεις, να αφουγκραστείς και εν τέλει να διαχειριστείς με αποφάσεις για να φτιάξεις πολιτικές και εν τέλει κόμμα.

Ο Αλέξης Τσίπρας είναι προφανές ότι δεν έκανε τίποτα από τα τρία. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι οι Έλληνες και Ελληνίδες του έδειξαν την ψήφο δυσαρέσκειας τους (πάνω από 11 μονάδες και περισσότερες από 600.000 ψήφους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ) προς εκείνον και το κόμμα του, ακόμη πιο έντονα και από όταν τον καθαιρούσαν από πρωθυπουργό; Το 36,34% του Ιανουαρίου 2015 και της «πρώτης φοράς», σκόνταψε μία μονάδα τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και μετά τις αυταπάτες του πρώτου και παραλίγο αμετάκλητα καταστροφικού για τη χώρα 6μηνου, για να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις τέσσερις μονάδες τον Ιούλιο του 2019. Είναι αλήθεια ότι άντεξε, παρά τη δημιουργία αντί-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Όντως το βράδυ της 7ης Ιουλίου 2019, ο ελληνικός λαός έδειξε στον Αλέξη Τσίπρα ότι ο ίδιος παραμένει το ισχυρό πολιτικό κεφάλαιο της παράταξης του.

Μετά, όμως, κατηφόρα. Κάθε φορά που οι δημοσκόποι κατέγραφαν τις αναιμικές και κυρίως ασαφείς αντιπολιτευτικές πράξεις του ΣΥΡΙΖΑ, έβλεπες ότι «η δεύτερη φορά» δεν θα είναι αλλιώς, γιατί δύσκολα θα υπάρξει. Από τις αλλαγές ονόματος του κόμματος, μέχρι την προοδευτική κυβέρνηση και από τα μπες βγες του Παύλου Πολάκη, μέχρι τις εμπνεύσεις με τον Ευάγγελο Αντώναρο και τον Μιθριδάτη, το vertigo του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καλύτερα σκηνοθετημένο και από τον Δεσμώτη του Ιλλίγου του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Την ίδια περίοδο (2019-2023) οι Podemos της Ισπανίας και το Κίνημα των 5 αστέρων της Ιταλίας, κατεβαίναν τα σκαλιά της δικής του αντισυστημικής εκτόξευσης της προηγούμενης  δεκαετίας και εν μέσω σοβαρής οικονομικής κρίσης στον ευρωπαϊκό Νότο. Ο «συμπεριληπτικός λαϊκισμός» σταμάτησε να είναι η λύση εκτός Λατινικής Αμερικής.

Τα μαθηματικά των εκλογών της 21ης Μαϊου παρότι μας έχουν αφήσει με ένα ερώτημα «wtf;», δεν είναι ιδιαίτερα δυσνόητο το αποτέλεσμα αν δει κανείς τους αριθμούς. Αυτές οι περίπου 650.000 ψήφοι που είπαν «όχι» στον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, κάπου πήγαν. Κάποιες πήγαν στο κεντρώο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη, άλλες (περισσότερες) επέστρεψαν στο ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη (που πανηγυρίσε λες και το ΠΑΣΟΚ πήρε την Ευρωλίγκα, ενώ προς το παρόν επέστρεψε στο Eurocup και αναμένει wild card για τη μεγάλη λίγκα), ενώ οι καθαρόαιμες αριστερές ψήφοι έφυγαν προς το ΚΚΕ, αλλά και την αντισυστημική Ζωή Κωνσταντοπούλου, ενώ άλλοι απογοητευμένοι δεν εμφανίστηκαν καν στην κάλπη, ούτε θέλησαν να γνωρίσουν, έστω για ένα ποτό, τη Δήμητρα του Γιάνη Βαρουφάκη.

Ο καθένας για τους λόγους του από αυτούς τους πολίτες, τέσσερα χρόνια μετά το μήνυμα που έστειλαν με εκείνο το 31% στον ΣΥΡΙΖΑ, αποφάσισαν ότι καιρός να την κάνουμε από εδώ, αφήνοντας τον Αλέξη Τσίπρα με ένα οριακό 20%, το οποίο είναι κοντά στο 16% και το 26% που πήρε στις απανωτές εκλογές (Μάιο και Ιούνιο) του 2012. Ωστόσο, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβαινε, είχε το momentum που λένε και στο μπάσκετ. Τώρα βρίσκει μόνο σίδερο.

Τότε ο εκλογικός χάρτης και το πολιτικό σκηνικό της χώρας άλλαζαν για τα καλά, κόμματα, πολιτικοί και εκλογικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν σε μια, άντε δύο βραδιές.

Έντεκα χρόνια μετά βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα και ένα διαφορετικό σκηνικό, που πιθανότατα θα τα δούμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια όχι μόνο στις 25 Ιουνίου, αλλά και τα προσεχή χρόνια, γιατί ακόμη στη Νέα Δημοκρατία ξέρουν ότι το 40% δεν θα κρατήσει για πάντα, ειδικά όταν θα επιστρέψουμε στην καθημερινότητα και το ένα και μοναδικό ζήτημα που έχει ο Έλληνας σήμερα και είναι το οικονομικό υπόβαθρο του, καθώς και ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός της χώρας, πέρα από το πόσο γρήγορα κάνουμε υπεύθυνες δηλώσεις ή βγάζουμε πιστοποιητικό οικογενειακό κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σίγουρο μετά τα εκλογικά αποτελέσματα της 21ης Μαϊου, αυτή η πραγματικότητα έγινε αντιληπτή σε όλους. Αυτή τη φορά ακόμη και στον Αλέξη Τσίπρα.