Έτος εκλογών το 2023. Σε Ελλάδα, Τουρκία και Κυπριακή Δημοκρατία. Και αυτό είναι μία «δύσκολη συγκυρία» όπως υπογραμμίζουν διπλωμάτες και αναλυτές για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για τις προσπάθειες οι τόνοι να μείνουν χαμηλά.

Το αντίθετο μάλιστα. Όπως παραδέχονται όλοι η προεκλογική περίοδος και μάλιστα και στις τρεις χώρες ταυτόχρονα είναι η αφορμή για να ανέβουν οι τόνοι ακόμα περισσότερο.

Άλλωστε η ένταση ακόμα και ως στοιχείο απλού αποπροσανατολισμού, είναι ένα μεγάλο δέλεαρ απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας, που οι κυβερνήσεις πρέπει να δώσουν μάχη για να αποφύγουν.

Η Ελλάδα έχει μπει για τα καλά στην προεκλογική ατζέντα της Τουρκίας, όπως και η Τουρκία στης Ελλάδας. Οι επιθέσεις δε του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν αποενοχοποιήσει και την τουρκική αντιπολίτευση που πλέον επιτίθεται στην Ελλάδα από πιο προωθημένες θέσεις, θυμίζοντας άλλες εποχές.

Έμφαση στο 2023

Η έμφαση στο 2023 και η ανάγκη του Ερντογάν να εμφανίσει τη χώρα του ενόψει των 100 ετών από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους ως διεθνή και ισχυρό παίκτη περνάει και μέσω της πολιτικής της Άγκυρας απέναντι στην Αθήνα.

Και το ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς είναι Ερντογάν ή αντιπολίτευση; Έχει «συμφέρον» η Ελλάδα για αλλαγή κυβέρνησης στην Τουρκία και κατά πόσο θα υπάρξει πραγματικά αλλαγή προς το καλύτερο σε σχέση με τις σχέσεις Άγκυρας – Αθήνας και διάθεση για αποφυγή προκλήσεων από την γείτονα;

Γιατί μπορεί ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να έχει εξελιχθεί σε έναν αυταρχικό «σουλτάνο», σύμφωνα με τα δυτικά ΜΜΕ, ωστόσο όπως σημείωνε πρόσφατα η Welt κατά την άνοδο του στην εξουσία το 2003, ήταν ο ηγέτης προωθούσε τις μεταρρυθμίσεις, όταν η Άγκυρα διένυε τα «χρυσά χρόνια» των σχέσεων της με την ΕΕ.

Η αντιπολίτευση υπόσχεται ελευθερίες και δικαιώματα, καταγγέλλει τις διώξεις των τούρκων αντικαθεστωτικών και ορκίζεται στις αρχές της δημοκρατίας. Ωστόσο για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Τουρκίας, καμία πολιτική δύναμη δεν μπορεί να δηλώνει «αθώα» και αδέσμευτη απέναντι στο «βαθύ κράτος».

Ο Ερντογάν ως ηγέτης των λύσεων

Άλλωστε ο Ερντογάν της πρώτης δεκαετίας απέναντι στην Ελλάδα εμφανίστηκε ως ο ηγέτης των λύσεων και όχι των εντάσεων.

Η στάση του μεταβλήθηκε ριζικά, κυρίως, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Η ένταση κλιμακώθηκε σταδιακά και το 2020 έφτασε στο όριο του «θερμού επεισοδίου».

Οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας επανήλθαν στην ατζέντα με αρνητικό πρόσημο και από τότε και έπειτα ξεκίνησε και ένας ανταγωνισμός κυβέρνησης – αντιπολίτευσης για το ποιος θα εμφανιστεί με πιο εθνικιστικές θέσεις.

Και οι άλλοι…

Και αν ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, εμφανίζεται να έχει την πλέον διαλλακτική ρητορική, δεν έχει διστάσει να εκφράσει το σεβασμό του στον υπερεθνικιστή ιδρυτή των Γκρίζων Λύκων, Αρπασλάν Τουρκές, με ένα χαρακτηριστικό τουίτ στην επέτειο του θανάτου του.

Ακόμα και αν ο Ιμάμογλου εμφανίζεται υπέρ των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, η ρητορική του Κιλιτσντάρογλου είναι πολύ διαφορετική.

Είναι ενδεικτικό ότι ο επικεφαλής του CHP, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έχει επανειλημμένα επιτεθεί σφοδρά στον Ερντογάν χρησιμοποιώντας τα ελληνοτουρκικά, καταγγέλλοντας τον ότι δεν λέει τίποτα για τα νησιά «υπό κατοχή».

Ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρόσφατα υποστήριξε ότι η Ελλάδα «έχει καταλάβει 18 νησιά του Αιγαίου» ενώ ισχυρίστηκε πως όταν καθηγητές και στρατιωτικοί έθιγαν το ζήτημα της «στρατικοποίησης των νησιών» ο Ερντογάν επέλεγε να μην κάνει «κιχ» ενώ τώρα «κάνει τον νταή».

Παραπέμποντας στο παρελθόν υπενθύμισε στον Ερντογάν ότι οι απειλές που εξαπολύει προς την Ελλάδα είναι κενό γράμμα, καθώς όπως τόνισε ο Κιλιτσντάρογλου, Ετζεβίτ και Ερμπακάν όταν πήραν το «τουρκικό τμήμα» της Κύπρου δεν προειδοποίησαν κανένα…

Η «Λύκαινα»

Αντίστοιχα η πρόεδρος του «Καλού Κόμματος» (Iyi Partisi) Ακσενέρ έχει παραπέμψει αρκετές φορές στη Μικρασιατική Καταστροφή και στο πώς η Τουρκία πέταξε τους έλληνες στη θάλασσα.

Μετά το «Μητσοτάκης γιοκ» δε δήλωνε: «Ως Τουρκία, έχουμε δίκιο στο ζήτημα με την Ελλάδα μέχρι τέλους. Αλλά ανησυχούμε μήπως τελικά το χάσουμε εξαιτίας του κ. Ερντογάν. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο κ. Ερντογάν είναι πιθανό να πει «πλάκα έκανα» αύριο». Έχει στηλιτεύσει και η ίδιατην «στρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου», ενώ έχει αναφερθεί σε «εισβολή της Ελλάδας σε νησιά που είναι γνωστό ότι ανήκουν στην Τουρκία».

Η εργαλειοποίηση του εθνικισμού έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που η πρόεδρος του ακροδεξιού «Καλού Κόμματος», Μεράλ Ακσενέρ, θέλοντας να απαντήσει στην σεξιστική επίθεση Ερντογάν που χαρακτήρισε «σάπιες τσούλες» τις διαδηλώτριες του Γκεζί, το έκανε αναφερόμενη στην Μικρασιατική Καταστροφή, δείχνοντας την πόλωση, λέγοντας ότι «αυτή την προσβολή, ούτε ο Έλληνας που δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τον έριξαν στη θάλασσα».

Λάδι στη φωτιά ρίχνει διαρκώς και ο πρώην ΥΠΕΞ του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου και σήμερα πρόεδρος του κόμματος του Μέλλοντος.

Ενδεικτικές δηλώσεις του μετά την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ ο Νταβούτογλου είχε υποστηρίξει ότι ο Ερντογάν είχε «καθυστερημένη αντίδραση» στα όσα είπε ο έλληνας πρωθυπουργός, ο οποίος στις ΗΠΑ «εξέφρασε θέσεις που δεν θα γίνουν ποτέ αποδεκτές από την Τουρκία».

Οι ελκυστικές «λύσεις» και η πραγματικότητα

Σε αυτό το πλαίσιο διπλωμάτες σημειώνουν ότι οι λύσεις Εκρέμ Ιμάμογλου ή Μανσούρ Γιαβάς, μπορεί να φαντάζουν για κάποιους ελκυστικές, ωστόσο στα ζητήματα που απασχολούν την Αθήνα η μόνη λύση είναι η Τουρκία να αποφασίσει να παραιτηθεί από μονομερείς και μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις, να άρει το casus belli και να συμμορφωθεί με το διεθνές δίκαιο. Υπενθυμίζουν δε ότι η Τουρκία ανασύρει τα ελληνοτουρκικά από το συρτάρι σε κάθε κρίση…

Θυμίζουν ακόμα ότι ο Ερντογάν από την κρίση του Γκεζί μέχρι σήμερα έχει αποδείξει ότι είναι «πολύ σκληρός για να πεθάνει».

Σε αυτό το πλαίσιο και καθώς τα ελληνοτουρκικά γίνονται και επισήμως μία βάση εκτόνωσης και εξαγωγής της εσωτερικής έντασης… Με το δόγμα που εμπεδώνεται να είναι «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».