Εκλεισαν τρεις μήνες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και μόνο για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι.

Οπως είπε σοκαρισμένη η νεαρή φινλανδή πρωθυπουργός Σάνα Μάριν επισκεπτόμενη το Ιρπίν και την Μπούτσα, «δεν υπάρχει επιστροφή» για τη Ρωσία (26/5).

Νομίζω ότι το έχουν συνειδητοποιήσει όλοι, ακόμη και η ρωσική ηγεσία. Ο,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, στο καλύτερο ή στο χειρότερο σενάριο, τα πράγματα αποκλείεται να επιστρέψουν εκεί που βρίσκονταν την παραμονή της εισβολής.

Δεν είναι ίσως η πρώτη μεταπολεμική σύγκρουση επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Η ειδοποιός διαφορά όμως είναι ότι για πρώτη φορά μια χώρα αμφισβητεί εμπόλεμα την ύπαρξη, την ακεραιότητα και την κυριαρχία μιας γειτονικής χώρας.

Τρεις χώρες διαλύθηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια στην Ευρώπη – Σοβιετική Ενωση, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία. Αλλοτε συναινετικά και άλλοτε με το όπλο στο χέρι. Αλλά ποτέ δεν αμφισβητήθηκαν τα διεθνή σύνορα που είχαν καθοριστεί μεταπολεμικά για καθεμία από αυτές.

Η «μη μεταβολή των συνόρων» αποτελεί απροσπέλαστο κεκτημένο δικαίου, πολιτικής, ασφάλειας και ειρήνης, τουλάχιστον επί ευρωπαϊκού εδάφους. Ακόμη και οι στρατιωτικές επεμβάσεις της σοβιετικής εποχής (Ουγγαρία το 1956 και Τσεχοσλοβακία το 1968) το σεβάστηκαν.

Αυτή την ευθεία απόρριψη των κανόνων του μεταπολεμικού κόσμου έχουν επιχειρήσει έως τώρα μόνο δυο χώρες.

Η Ρωσία με τη στρατιωτική εισβολή στη Γεωργία (2008) και στην Ουκρανία (2014 και 2022).

Η Τουρκία με την εισβολή στην Κύπρο (1974) και την αμφισβήτηση πλέον της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου.

Είναι λοιπόν η ανασφάλεια και η ανησυχία απέναντι σε μια επιθετική και κτηνώδη «υπερδύναμη» που οδηγούν τη Σουηδία, την Φινλανδία και αύριο ίσως την Ουκρανία στην αγκαλιά του «δυτικού και νατοϊκού ιμπεριαλισμού».

Και συνεπώς η προφανής επέκταση και εδραίωση του ΝΑΤΟ προκύπτει ως το αυτονόητο αποτέλεσμα των απειλών, των φόβων και των εισβολών. Οχι ως μέρος κάποιου απερίγραπτου σατανικού σχεδίου.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε «τη μάχη της γενιάς μας» και μερικών ακόμη γενιών. Τη μάχη που θα καθορίσει τον υπόλοιπο 21ο αιώνα. Υπό προϋποθέσεις ακόμη και η Σία Αναγνωστοπούλου του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να διακρίνει «τη σωστή πλευρά της Ιστορίας» («Αυγή», 25/5)

Διότι αν επιστρέψουμε στην αυθαιρεσία της ισχύος και στη λογική του μεγέθους (όπως εισηγείται ο Χ. Κίσιντζερ και άλλοι αγγλοσάξονες αναλυτές της λεγόμενης «ρεαλιστικής σχολής»…) καταλήγουμε απλώς σε έναν αβέβαιο και χαοτικό κόσμο.

Ο Πούτιν διεκδικεί την Ουκρανία σήμερα και ο Ερντογάν τα νησιά του Αιγαίου αύριο επειδή θεωρούν ότι μπορούν να το επιβάλουν. Ακριβώς όπως ο Χίτλερ διαμέλισε την προπολεμική Τσεχοσλοβακία ή Πολωνία.

Η «σωστή πλευρά της Ιστορίας» λοιπόν είναι εκείνη που αφομοιώνει τα αιματοβαμμένα συμπεράσματα δύο Παγκόσμιων και ενός Ψυχρού Πολέμου. Της ήττας των «μαυροκόκκινων» ολοκληρωτισμών. Και τα οποία αμφισβητούν σήμερα και η Ρωσία και η Τουρκία.

Δεν ξέρω αν η Ρωσία υποχρεωθεί τελικά σε «στρατηγική ήττα» (όπως προκρίνουν κάποιοι δυτικοί αναλυτές) ή σε μια «συμβιβαστική αναδίπλωση» (όπως εισηγούνται άλλοι).

Το ζητούμενο είναι πρωτίστως να καταγραφεί ότι αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή. Για να μην επιστρέψουμε στο μαύρο παρελθόν και γίνει ο πλανήτης αβίωτος.

Προβλήματα
Η πρόταση του υπέργηρου Κίσιντζερ να παραχωρήσει η Ουκρανία εδάφη στη Ρωσία προκειμένου να λήξει ο πόλεμος έχει δύο προβλήματα.
Πρώτον, ότι καμία χώρα δεν παραχωρεί εδάφη πριν χάσει έναν πόλεμο.
Δεύτερον, ότι στο Ευρωκοινοβούλιο την επικρότησε ο… Παπαδημούλης.
Για το δεύτερο δεν φταίει ο Κίσιντζερ. Αλλά το πρώτο είναι ελαφρώς ακατανόητο.
Αν ο μόνος τρόπος να αποφύγεις τον εκβιασμό είναι να υποκύψεις, τότε επιστρέφουμε σε έναν πλανήτη χάους. Αυτό το χάος που (υποτίθεται) θέλει να αποφύγει ο Κίσιντζερ.
Πάντα θυμάμαι τον Αρθουρ Σλέσινγκερ που έλεγε (για τον Κάστρο) πως αν ο ήρωας δεν πεθάνει νέος, καταντάει συνήθως ένας γεροξούρας!

Το θεώρημα του βυτιοφόρου

Ο Απόστολος Κακλαμάνης δεν είπε κάτι ακατανόητο. Κανένα κόμμα δεν ξεπροβοδίζει με φιλάκια όποια στελέχη του μετακομίζουν σε άλλα κόμματα.
Οι χαρακτηρισμοί περί «απόπατου» και «βυτιοφόρου» ήταν ίσως λίγο βαρείς και σίγουρα δεν τα εξηγούν όλα.
Ο Ραγκούσης, ας πούμε, η Μαριλίζα ή ο Μωραΐτης είναι μόλις το δεύτερο κόμμα στο οποίο μετακινούνται. Ξεκίνησαν από «κηπουροί» του Παπανδρέου και κάποια στιγμή νόμισαν ότι θα κυβερνήσουν την Ελλάδα.
Ναυάγησαν όμως μαζί με τον Παπανδρέου. Και θεώρησαν ότι θα βρουν στον ΣΥΡΙΖΑ μια καλύτερη επαγγελματική προοπτική. Απλό.
Ο Μπίστης πάλι έχει αλλάξει… έξι κόμματα. ΚΚΕ, Συνασπισμός, ΑΕΚΑ, ΠαΣοΚ, ΚΙΝΑΛ και τώρα ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον το έχει χούι. Ενώ κάπου εκεί πρέπει να κινείται και η επίδοση του Δανέλλη.
Αλλοι όπως ο Κουρουμπλής ή η Τζάκρη ακολούθησαν απλώς το παλαιοκομματικό δόγμα που λέει «κόμμα μου είναι εκείνο με το οποίο εκλέγομαι» – χωρίς άλλες ανησυχίες.
Ενώ ορισμένοι παλαίμαχοι όπως ο Τζουμάκας αναζητούσαν λίγη σημασία και κάποιους πρόθυμους να ακούν μικροπρέπειες του τύπου «το ΠαΣοΚ με τις ηγεσίες του έβλαψε σημαντικά τη χώρα και γι’ αυτό θα έπρεπε να πάνε σπίτια τους» (Στο Κόκκινο, 23/5).
Συνεπώς δεν είναι όλοι ίδιοι. Αλλά όλοι έβλαψαν τη Συρία το ίδιο.
Και προφανώς η αποχώρησή τους (με βυτιοφόρο ή όχι) θέτει ένα ερώτημα: ηλίθιοι είναι οι άλλοι που έμειναν;
Ευλόγως και οι μεν και οι δε θέλουν να δικαιωθεί η στάση τους. Αλλά εξίσου ευλόγως δεν μπορούν να δικαιωθούν και οι δύο.
Δεν ξέρω λοιπόν πώς θα εξελιχθούν στο μέλλον οι σχέσεις του ΠαΣοΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρώ όμως απίθανο να ευδοκιμήσουν όσο είναι θρονιασμένοι στην πρώτη σειρά εκείνοι που άφησαν το ΠαΣοΚ για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και μάλλον η θυσία τους θα αποτελέσει μονόδρομο ώστε να απεμπλακούν τα δύο κόμματα από λογαριασμούς του παρελθόντος.
Λέγεται «το θεώρημα του βυτιοφόρου».