Μια τελευταία ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό της πολύπαθης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) δίνει ο νόμος για τον προσωπικό γιατρό που έλαβε το «πράσινο φως» αυτή την εβδομάδα από τη Βουλή. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό πως αποτελεί το πιο παραμελημένο και υπεχρηματοδοτημένο πεδίο του συστήματος Υγείας, με αποτέλεσμα να παράγει διαχρονικά χρονίως πάσχοντες και επιβαρυμένα νοσοκομεία.

Το μέγεθος του κενού στις υπηρεσίες ΠΦΥ αποκαλύφθηκε ιδίως στα χρόνια της πανδημίας, αποτελώντας τον πιο «αδύναμο κρίκο» στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Υπό το πρίσμα αυτό, η ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους αντιμετωπίζει τη δρομολογούμενη μεταρρύθμιση ως «στοίχημα» χωρίς περιθώρια αποτυχίας – συνυπολογίζοντας πως αποτελεί δέσμευση της χώρας προς τους εταίρους – επιχειρώντας τη δημιουργία ενός δελεαστικού πλαισίου παροχών τόσο για τους πολίτες όσο και για το ιατρικό σώμα.

Παρ’ όλα αυτά, όπως όλα δείχνουν, η επιτυχία του εγχειρήματος θα κριθεί στις λεπτομέρειες.

Οι ειδικότητες

Αναλυτικότερα, ο νομοθέτης προβλέπει ότι όλοι οι ενήλικοι πολίτες θα μπορούν εφεξής να επιλέγουν τον προσωπικό τους γιατρό – είτε από τον ιδιωτικό τομέα είτε από το Δημόσιο – χωρίς να ισχύον γεωγραφικοί «κόφτες». Με τον τρόπο αυτόν θα εξασφαλίζεται ολοκληρωμένη και συνεχή φροντίδα δωρεάν, όπως πρόληψη ασθενειών, διαχείριση χρόνιων νοσημάτων, υποστήριξη και καθοδήγηση στο σύστημα υγείας, με παραπομπή, εφόσον χρειάζεται, σε ειδικό γιατρό ή σε νοσοκομείο.

Η «δεξαμενή» των προσωπικών γιατρών, που αναμένεται να γεμίσει σταδιακά ήδη από τους πρώτους μήνες του καλοκαιριού, θα συμπεριλαμβάνει γιατρούς που υπηρετούν στα Κέντρα Υγείας, στις ΤοΜΥ και σε λοιπές πρωτοβάθμιες δομές, συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ, αλλά και ιδιώτες.

Και παρότι η ραχοκοκαλιά του νέου συστήματος θα αποτελείται από γενικούς γιατρούς και παθολόγους, δύνανται ως προσωπικοί γιατροί να ορίζονται και γιατροί άλλων ειδικοτήτων – ιδίως όταν εμπλέκονται με την παρακολούθηση χρονίως πασχόντων.

Ολα όμως θα κριθούν τον επόμενο μήνα, όταν θα αποσαφηνιστούν οι λεπτομέρειες του διπλού συστήματος κινήτρων – δηλαδή τόσο για τους πολίτες όσο και για τους γιατρούς ώστε αμφότεροι να «επενδύσουν» στη νέα Πρωτοβάθμια. Στόχος είναι στις αρχές του 2023 το νέο σύστημα να βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή.

Σχέδιο πρόληψης

Εν τω μεταξύ, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας φιλοδοξεί μέσω του προσωπικού γιατρού να εφαρμοστεί ένα ολιστικό σχέδιο πρόληψης και ιατρικής φροντίδας των πολιτών που θα «χτυπήσει» τις χρόνιες παθήσεις και θα αποσυμφορήσει τα βαλλόμενα νοσοκομεία. «Στόχος των σύγχρονων συστημάτων δεν είναι μόνο να γιατρέψουμε την ασθένεια, αλλά να διατηρήσουμε υγιή τον πολίτη» επεσήμαινε ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, από το βήμα της Βουλής. Και πρόσθεσε πως η επίτευξη αυτή συνδυάζεται με το γεγονός πως «έχουμε διασφαλίσει κοντά στα 300 εκατομμύρια για προληπτικές εξετάσεις από το πρόγραμμα «Δοξιάδης» που θα γίνουν σε όλον τον πληθυσμό σε συγκεκριμένες ασθένειες που υπάρχουν, πέρα από τα προγράμματα που υπάρχουν ακόμα της παραπομπής μέσω του ΕΟΠΥΥ».

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική αυτή ένεση αναμένεται να δώσει ώθηση στο νευραλγικό πλην όμως παρεξηγημένο αυτό πεδίο, που προσεγγίζεται κατά κανόνα περισσότερο ρητορικά παρά πρακτικά και αποτελεσματικά.

Είναι ενδεικτικό ότι η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις (25η στην ΕΕ-27) όσον αφορά τη χρηματοδότηση για την πρόληψη και τη δημόσια υγεία. Ειδικότερα, η δημόσια δαπάνη για την πρόληψη ανέρχεται σε €194,7 εκατ.  (0,1% του ΑΕΠ) κατά κύριο λόγο κατανεμημένη στην ενημέρωση, τη συμβουλευτική υποστήριξη και την επιδημιολογική επιτήρηση, ενώ η χρηματοδοτική υποστήριξη του προσυμπτωματικού ελέγχου είναι σχεδόν μηδενική.

«Μπόνους» πειθούς

Πλέον όμως η προστιθέμενη αξία της πρόληψης στη βελτίωση της υγείας και στη μείωση του κόστους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης φαίνεται να έχει εμπεδωθεί σε πολιτικό επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτό και κατά πληροφορίες τα «μπόνους» πειθούς για τους πολίτες και με δεδομένο ότι η εγγραφή τους σε προσωπικό γιατρό θα ανατυπώνεται στο σύστημα της ΗΔΙΚΑ, περιλαμβάνουν μειωμένη συμμετοχή στα φάρμακα αλλά και προτεραιότητα στη διενέργεια εξετάσεων ή άλλων ιατρικών πράξεων σε Κέντρα Υγείας ή νοσοκομεία.

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι να… πιστέψει στο προωθούμενο σύστημα και ο ιατρικός κόσμος. Για την ιστορία, το 2017, όταν νομοθετήθηκε ο θεσμός του «οικογενειακού γιατρού», συμμετείχαν μόλις 1.900 γιατροί, ενώ στα χρόνια που μεσολάβησαν απέμειναν περίπου 800. Αιτία; Οι χαμηλές αμοιβές.

Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Υγείας εμφανίζεται πιο… γενναιόδωρη. Ο κ. Πλεύρης στην ομιλία του κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου αποκάλυψε πως οι δημόσιοι προσωπικοί γιατροί θα αμείβονται ετησίως με 10.000 – 15.000 ευρώ.

Αντίστοιχα, η ετήσια αποζημίωση των ιδιωτών θα κυμαίνεται από 20 έως 40 ευρώ για κάθε πολίτη που θα εγγραφεί στη λίστα του. Καθώς δε σε κάθε γιατρό θα μπορούν να εγγραφούν έως 2.000 πολίτες, η διακύμανση της αποζημίωσής του, εφόσον συμπληρωθεί η λίστα ασθενών, θα είναι από 40.000 έως 80.000 ευρώ το έτος. Το ακριβές ύψος όμως θα εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού ευθύνης του γιατρού, όπως η ηλικία (μικρότερος ή μεγαλύτερος των 65 ετών) και η κατάσταση της υγείας του.

Κλειδί οι αμοιβές για την επιτυχία της μεταρρύθμισης

«Σε μια πρώτη ανάγνωση τα ποσά αυτά μπορούν να ακούγονται ακόμα και προκλητικά. Στην πράξη όμως δεν φθάνουν σε επίπεδα που να ικανοποιούν τους γιατρούς της ΠΦΥ και η ικανοποίηση αυτών είναι απαραίτητη προϋπόθεση, μαζί με την ικανοποίηση των πολιτών, για την επιτυχία της μεταρρύθμισης. Η αποτυχία άλλωστε να προσελκύσει γιατρούς οδήγησε την προηγούμενη προσπάθεια σε αδιέξοδο. Τέλος, απέχουν πολύ από αυτά που δίνονται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και δεν δύνανται να ανακόψουν το ανησυχητικό κύμα φυγής των νέων γιατρών από τη χώρα» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο γενικός/οικογενειακός γιατρός και γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ακαδημίας Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής Ευάγγελος Φραγκούλης.
Ο ίδιος εν τούτοις αναγνωρίζει τη γενναία αύξηση που προωθείται, δεδομένου πως η μέση ετήσια per capita μεικτή αποζημίωση του συμβεβλημένου γιατρού έφθανε τα 10,66 ευρώ, όμως πλέον σχεδόν τριπλασιάζεται. «Μένει να φανεί αν θα βρίσκεται πιο κοντά στο 20 ή στο 40 ευρώ. Αν είναι από 30 και πάνω οι προοπτικές είναι καλύτερες. Σε αντίθετη περίπτωση, τίθεται εν αμφιβόλω αν όχι η εφαρμογή, τουλάχιστον η ποιότητα των υπηρεσιών» προσθέτει ο κ. Φραγκούλης.

Και συνεχίζει: «Πρέπει να γίνει αντιληπτό σε όλους και ειδικά στους πολίτες πως δεν μιλάμε για μισθό, και δη καθαρό, αλλά για μια μεικτή αποζημίωση που περιλαμβάνει πέρα από τις υπηρεσίες του γιατρού, τη μίσθωση από τον ΕΟΠΥΥ ενός πλήρως εξοπλισμένου και κατάλληλα επανδρωμένου ιατρείου – με τη νοσηλευτική και/ή τη γραμματειακή υποστήριξη να κρίνονται απαραίτητες για παροχή ποιοτικής φροντίδας. Στον προσδιορισμό της τελικής καθαρής αποζημίωσης του γιατρού θα πρέπει να προσμετρηθούν ασφαλιστικές εισφορές και φορολογικές υποχρεώσεις».
Παράλληλα όμως υπάρχουν και άλλοι… αστερίσκοι που πρέπει να αποσαφηνιστούν στο «συμβόλαιο» που θα υπογράψουν οι γιατροί. Οπως, για παράδειγμα, ποιος θα είναι ο αλγόριθμος προσδιορισμού της per capita αποζημίωσης και ποιο το υποχρεωτικό ωράριο. Επίσης αποτελεί γκρίζα ζώνη εάν θα υποχρεώνονται στην εφημεριακή κάλυψη της τοπικής μονάδας ΠΦΥ και σε κατ’ οίκον επισκέψεις σε ασθενείς της λίστας τους αλλά και με τι αντίτιμο.