Την πολιτική δράση συνοδεύει μια ανυπέρθετη ανάγκη, η ανάγκη της επεξήγησης. Οσο και αν από τη φύση της η πολιτική έχει μια διακηρυκτική πλευρά, σχεδόν συστατική της ουσίας της, τόσο οι σχετικές αποφάσεις που διεκδικούν να γίνουν πράξη προϋποθέτουν μια ελάχιστη  αποδοχή, μια στοιχειώδη κατανόηση της χρησιμότητάς τους.

Στη διαδρομή, η εξουσία, οπλισμένη κατά καιρούς με ποικίλα ιδεολογικοπολιτικού τύπου εργαλεία και την απειλή της βίας ως έσχατη συνδρομή, πετύχαινε τη συμμόρφωση σε  αποφάσεις και τη σύμπραξη των ανθρώπων σε αυτές. Αν μια καθολική εξουσία έχει ανάγκη από εργαλεία «πειθούς», στο δημοκρατικό πλαίσιο, εκεί που η πολιτική σύγκρουση περιορίζει την εξουσία και τη διασπά, η διακυβέρνηση συνοδεύεται με πολλαπλάσιες και ποιοτικά νέες αντίστοιχες απαιτήσεις.

Η επεξήγηση πρώτα. Ποτέ η εκφώνηση μιας πολιτικής πρόθεσης δεν αρκεί. Τα άφθονα  μέσα που εύκολα και μαζικά την κάνουν γνωστή δεν αρκούν και δεν μπορούν να πάρουν τη θέση του αναγκαίου πειστικού περιεχομένου, που ως πρώτη ύλη για την αναπόφευκτη πολιτική αντιπαράθεση θα βρεθεί κάθε στιγμή διαθέσιμη στον δημόσιο χώρο της επιχειρηματολογίας.

Επεξηγώ σημαίνει παραθέτω με υπομονή και πνεύμα παιδαγωγικό τα δεδομένα του προβλήματος, τις φανερές και κρυμμένες πλευρές του, τις ορατές και αόρατες συνέπειές του. Συναρμολογώ τα επιχειρήματα με βάση τα δεδομένα, που έγινε προσπάθεια να κατανοηθούν, επαναλαμβάνω, επανέρχομαι, συνδέω το μικρό με το μεγάλο, δίνω νόημα και αξία στις σχετικές αποφάσεις. Εργάζομαι πολιτικά για την αποδοχή τους και την υποστήριξή τους στην πράξη.

Επεξηγώ δεν σημαίνει καταγγέλλω. Δεν προσθέτω άρνηση στο μέτωπο, δεν μετατρέπω το ενδεχόμενο της εχθρότητας και της φραστικής έντασης σε όργανο πολιτικής τάχα πίεσης για την επίτευξη του στόχου. Αν η πολιτική είναι η ανάπτυξη μιας θέσης διά του λόγου, μια καταγγελτική κυβερνητική ανακοίνωση για παράδειγμα, αυτοαναφορική και αυτάρεσκη, δεν συνιστά ποτέ επεξηγηματική πράξη, με προσδοκία πειστικότητας.

Τις τελευταίες ημέρες μια ένταση επικρατεί στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου δεν είναι εφικτό στο εσωτερικό του να διαμορφωθεί χώρος βιβλιοθήκης και οι οικοδομικές εργασίες γίνονται υπό τη σκέπη της Ελληνικής Αστυνομίας! Θα μπορούσε να είναι η τέλεια αφορμή για μια άσκηση επεξήγησης. Τι μας διδάσκει το γεγονός; Γιατί επί 34 χρόνια ένας χώρος τελεί υπό κατάληψη ανενόχλητα; Γιατί η σιωπή συνόδευσε αυτή τη μικρή πράξη επιιδιοκτησίας; Θα άντεχε η Κυβέρνηση μια ανοιχτή απόπειρα επεξήγησης αυτού του φαινομένου, που «ανακεφαλαιώνει» με πληρότητα μια χώρα;

Οσο ο χρόνος περνάει και οι παλαιοί τρόποι εξαντλούνται, εξαντλούνται μαζί τους και γνωστές μέθοδοι διακυβέρνησης, που οδήγησαν σε γνωστές ή άγνωστες παρόμοιες καταστάσεις. Ανάμεσά τους και η αυτοδυναμία. Για την οποία κυρίως θα απαιτηθεί μια θεμελιωμένη επεξήγηση για τη χρησιμότητά της.

Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.