Η τελευταία ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης ότι θα προσφέρει στην Ουκρανία στρατιωτική βοήθεια ύψους 33 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό πολλαπλάσιο του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού της Ουκρανίας μέχρι τώρα, ήρθε να υπογραμμίσει έναν σχεδιασμό που σταδιακά αποτυπώνεται στη στάση των δυτικών χωρώ και ιδίως των ΗΠΑ και της Βρετανίας.

Στην πρώτη φάση του πολέμου οι ΗΠΑ και η Βρετανία φάνηκε ότι δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε να αντέξει πολύ η άμυνα της Ουκρανίας και η όποια βοήθεια έστειλαν (ο κύριος όγκος της οποίας είχε φτάσει πριν την έναρξη των επιχειρήσεων) αποσκοπούσε στο να προκληθεί η μεγαλύτερη φθορά στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Κατά τα άλλα, η  κύρια επένδυση ήταν στην αποτελεσματικότητα των κυρώσεων και στην ηθική φθορά της Ρωσίας από τον επιθετικό πόλεμο.

Κυρίως αυτό που φάνηκε να θέλουν σε εκείνη τη φάση ήταν να αποφύγουν μια γρήγορη κατάρρευση και συνθηκολόγηση της ουκρανικής κυβέρνησης, ενώ παράλληλα έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος στη δυτική κοινή γνώμη.

Όμως, το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι επενδύουν πολύ περισσότερο στο να ηττηθεί και στρατιωτικά η Ρωσία.

Ο νέος σχεδιασμός της Δύσης: ενίσχυση της Ουκρανίας μέχρι τη νίκη

Αυτή τη στιγμή φαίνεται πώς η εκτίμηση των δυτικών κυβερνήσεων και υπηρεσιών είναι ότι η Ρωσία απέτυχε στον αρχικό της σχεδιασμό για μια γρήγορη κατάρρευση της ουκρανικής κυβέρνησης και γι’ αυτό αποσύρθηκαν οι ρωσικές δυνάμεις από το Κίεβο και επικεντρώθηκαν στο Ντονμπάς. Οι δυτικές κυβερνήσεις και υπηρεσίας υποστηρίζουν ακόμη ότι η Ρωσία είχε στην πρώτη φάση σημαντικές απώλειες και ότι φάνηκαν τα προβλήματα οργάνωσης και εξοπλισμού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και ότι αυτό τους υποχρέωσε σε αναδίπλωση προς το Ντονμπάς.

Ταυτόχρονα, οι δυτικές κυβερνήσεις και υπηρεσίες θεωρούν ότι οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν δείξει μια ικανότητα αντίστασης που εάν ενισχυθεί μπορεί να έχει αποτελέσματα και να αλλάξει τον συσχετισμό δύναμης.

Αυτό απαιτεί τόσο την υποστήριξη σε επίπεδο πληροφοριών που μπορούν να προσφέρουν στις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις όσο και την παροχή σύγχρονου οπλισμού. Αυτό αφορά κυρίως αντιαεροπορικό και αντιαρματικό οπλισμό, που είναι σχετικά εύκολο να μεταφερθεί και επιτρέπει πλήγματα στις ρωσικές δυνάμεις αλλά και όλη την προσπάθεια για να σταλούν και τεθωρακισμένα, παράλληλα με την προσπάθεια να αναπληρώνονται οι απώλειες σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Αυτό επιτρέπει και τον καλύτερο εξοπλισμό των επιπλέον εφεδρικών δυνάμεων που κινητοποιεί αυτή τη στιγμή η ουκρανική κυβέρνηση για να μπορέσει να αυξήσει τη συγκέντρωση δυνάμεων στα ανατολικά όπου και το βασικό πεδίο των επιχειρήσεων. Το όριο φαίνεται να είναι η αποστολή πολεμικών αεροσκαφών, παρότι είναι προφανές ότι αυτό θα διαμόρφωνε έναν διαφορετικό συσχετισμό δύναμης. Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι, με τη τη μία ή την άλλη μορφή, και αλλοδαποί στρατιωτικοί, πιθανώς από ιδιωτικές εταιρείες, επίσης έχουν παρουσία στο πλευρό των ουκρανικών δυνάμεων

Η ελπίδα είναι ότι όλα αυτά θα επιτρέψουν στον κύριο όγκο των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων που βρίσκεται κυρίως στα ανατολικά όχι μόνο να αντέξει αλλά και να μπορέσει να αντεπιτεθεί ώστε να ανακαταλάβει περιοχές, παράλληλα με τις «εκδικητικές» επιθέσεις που συνεχίζονται στο ρωσικό έδαφος. Παράλληλη, σε μια προσπάθεια για να έχει μια «απώλεια» η Ρωσία σε άλλο επίπεδο, φαίνεται ότι μεθοδεύονται και σχέδια που αφορούν την τύχη της Υπερδνειστερίας.

Τώρα ως προς τον τελικό σκοπό, υπάρχει μια διάσταση ως προς τη ρητορική. Η βρετανική ρητορική παραπέμπει σε μια συνολική εκδίωξη των ρωσικών δυνάμεων από την Ουκρανία, ενώ η αμερικανική, πιο προσεκτική, παραπέμπει περισσότερο σε μια κατάπαυση πυρός που θα σηματοδοτεί ότι η Ρωσία δεν έχει ουσιαστικά εδαφικά κέρδη και άρα θα μπορεί να θεωρηθεί «ηττημένη».

Οι δυσκολίες του δυτικού σχεδιασμού

Βεβαίως την ίδια στιγμή υπάρχει το μεγάλο ερώτημα εάν αυτός ο σχεδιασμός των δυτικών είναι εφικτός.

Όπως έχει γραφτεί πολλές φορές, ένα μεγάλο ερώτημα αυτών των εκτιμήσεων έχει να κάνει με την αποτίμηση της ρωσικής κίνησης και εάν και σε ποιο βαθμό όντως η Ρωσία επεδίωξε να καταλάβει το σύνολο της Ουκρανίας ή εξαρχής ως προς το εδαφικό μέρος η επικέντρωση ήταν στο Ντονμπάς, με την περικύκλωση του Κιέβου να αποτελεί περισσότερο μια μορφή πίεσης για «διαπραγμάτευση υπό το βάρος των όπλων».

Αυτή τη στιγμή οι ρωσικές δυνάμεις δείχνουν να βρίσκονται σε μια φάση ανασυγκρότησης. Προσανατολίζονται σε μια πιο αργή κίνηση, επικεντρώνοντας ταυτόχρονα στη σταδιακή κατάληψη εδαφών, κυρίως στο Ντονμπάς αλλά και στον νότο, παράλληλα με συστηματική προσπάθεια να πλήττονται στρατιωτικές θέσεις των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων,  κυρίως αυτές όπου φυλάσσεται εξοπλισμός σε μια προσπάθεια να συρρικνώνεται η πραγματική αμυντική ικανότητα της Ουκρανίας.

Μέχρι τώρα οι ουκρανικές δυνάμεις, πέραν κάποιων αντεπιθέσεων, δεν έχουν δείξει ικανές να αντιστρέψουν τον συσχετισμό και να υποχρεώσουν τις ρωσικές δυνάμεις σε υποχώρηση, παρότι επιδεικνύουν σημαντική αντίσταση σε κρίσιμα σημεία στα ανατολικά. Μπορεί ο ρυθμός του πολέμου να είναι πιο αργός, αλλά οι ρωσικές δυνάμεις δείχνουν να συνεχίζουν σε αυτό που δείχνει να είναι ο τωρινός τους σχεδιασμός, χωρίς να έχουν και την κλίμακα των απωλειών που είχαν στην πρώτη φάση του πολέμου.

Με αυτή την έννοια είναι ένα ερώτημα εάν ο επιπλέον στρατιωτικός εξοπλισμός από τη Δύση θα μπορέσει να φέρει τη μεγάλη ανατροπή που θα όριζε, με αμιγώς στρατιωτικούς όρους τη ρωσική ήττα.

Σημειώνουμε ότι μέχρι στιγμή η δυτική πλευρά τουλάχιστον σε μία άλλη πλευρά του σχεδιασμού δεν τα κατάφερε και αυτή ήταν η πλευρά των κυρώσεων: οι κυρώσεις έχουν ένα σημαντικό κόστος για τη ρωσική οικονομία (ενδεικτικό το πρόβλημα που υπάρχει με τις ξένες επενδύσεις τη Ρωσία), όμως δεν τη «γονατίζουν». Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή το ρούβλι έχει ανακάμψει ως προς την ισοτιμία του, ενώ σε πρώτη φάση φάνηκε να καταρρέει. Αντίστοιχα, ένας ικανός αριθμός χωρών δεν έχουν διαλέξει τον δρόμο των κυρώσεων. Μεσοπρόθεσμα υπάρχει το ερώτημα εάν και πώς θα προσαρμοστεί η ρωσική οικονομία σε αυτή τη νέα συνθήκη, αλλά στον άμεσο χρόνο οι κυρώσεις δεν έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ούτε μέχρι τώρα φαίνεται να διαμορφώνεται μια δυναμική ανατροπής του Πούτιν, είτε με τη μορφή μεγάλης κοινωνικής απονομιμοποίησης είτε ως ενδεχόμενο ενός «ανακτορικού πραξικοπήματος».

Ο παρατεταμένος πόλεμος

Ταυτόχρονα, γίνεται όλο και πιο πιθανό το ενδεχόμενο του παρατεταμένου πολέμου. Παρότι υποτίθεται ότι η Ρωσία θέλει να δείξει ότι θα έχει πετύχει τους στόχους της μέχρι την «ημέρα της Νίκης» στις 9 Μαΐου, αυτό δεν είναι δεδομένο με βάση τους σημερινούς ρυθμούς. Επιπλέον, στο βαθμό που δεν υπάρχει κάποια πολιτική ή διπλωματική διαδικασία η όποια κατάπαυση του πυρός θα έλθει μάλλον όταν κάποια πλευρά δεν θα μπορεί άλλο να συνεχίσει. Αυτό δεν αφορά μόνο τη στρατιωτική διάσταση αλλά και την εσωτερική πολιτική συνοχή.

Το ερώτημα είναι εάν σε αυτόν τον παρατεταμένο πόλεμο η δυτική βοήθεια θα μπορέσει να αλλάξει το συσχετισμό ή τελικά θα αποδειχτεί ότι η ρωσική πλευρά είχε τη δυνατότητα να αντέξει και να τον συνεχίσει μέχρι τέλους.

Την ίδια στιγμή παρατεταμένος πόλεμος σημαίνει και παρατεταμένο δράμα των αμάχων.