Κατά σύμπτωση, σε τούτες τις ιδιαίτερες συνθήκες των διαδοχικών και διαβρωτικών παγκοσμίως υγειονομικών, πολεμικών, ενεργειακών, πληθωριστικών και οικονομικών κρίσεων, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, που φιλοδοξούν να κυβερνήσουν, διοργανώνουν τα συνέδριά τους.

Σήµερα (17-4-2022) ολοκληρώνεται το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα ακολουθήσει, μεταξύ 6 και 8 Μαΐου, το συνέδριο της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας και στις 20 με 22 Μαΐου θα διεξαχθεί το συνέδριο του αναγεννημένου ΚΙΝΑΛ.

Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη συγκυρία ευτυχή και θα προσδοκούσε τουλάχιστον από τα κόμματα εξουσίας να διερευνήσουν συστηματικά και οργανωμένα τις πολλαπλές κρίσεις της εποχής, να εμβαθύνουν πραγματικά, να δουν την Ελλάδα υπό το πρίσμα των μεγάλων αλλαγών που προκαλούν αυτές και να τοποθετηθούν αναλόγως, προτείνοντας λύσεις και επιλογές πραγματικά εθνικές και ικανές να κινητοποιήσουν αντιστοίχως τη χώρα και τον λαό. Εύλογα, εξαιτίας των ξεχωριστών συνθηκών, οι απαιτήσεις είναι μεγάλες και οι προσδοκίες επίσης. Πολύ περισσότερο καθώς βρισκόμαστε στο άνοιγμα του εκλογικού κύκλου και η χώρα έτσι κι αλλιώς βαδίζει προς τις κάλπες.

Ωστόσο, παρά τις απαιτήσεις των καιρών, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέφυγε από την πεπατημένη. Κυριαρχήθηκε από τη συνήθη παροχολογική συνθηματολογία, δεν μπόρεσε να εμβαθύνει στην αντιμετώπιση των πολλαπλών συνδυασμένων κρίσεων και επένδυσε περισσότερο στην εκλογική εκγύμναση των μελών του κόμματος παρά σε οτιδήποτε άλλο.

Παροχές, διορισμοί και υποσχέσεις σαν εκείνες του προγράμματος της Θεσσαλονίκης του 2014 συνόδευαν την όποια ανάλυση της τρέχουσας πολυσύνθετης και απαιτητικής περιόδου. Ομως οι λύσεις μόνο προφανείς δεν είναι, λαγοί δεν υπάρχουν κάτω από τα καπέλα, η εξίσωση φαντάζει πολυπαραγοντική, το μείγμα δεν είναι αυτονόητο, οι επιμέρους πολιτικές οφείλουν να είναι συνδυασμένες για να μην αλληλοεξουδετερώνονται και τα όποια μέτρα να μην αυτοακυρώνονται.

Με άλλα λόγια, το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ξέμεινε στην απλοϊκή εκδοχή των πραγμάτων, δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το παλαιοκομματικό προεκλογικό σύνδρομο της υποσχεσιολογίας, παρά τις διακηρύξεις του προέδρου του ότι «για να αλλάξουμε τη χώρα πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς».

Κατόπιν αυτών, οι απαιτήσεις για τα συνέδρια των δύο άλλων κομμάτων πολλαπλασιάζονται. Το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας δεν επιτρέπεται να εξελιχθεί σε ένα πανηγύρι προεκλογικής προετοιμασίας. Η κυβέρνηση επιβάλλεται εκ της θέσεώς της να παρουσιάσει σχέδιο ολοκληρωμένο και συνεκτικό μαζί, ικανό να «δένει» τις όποιες γεωπολιτικές επιλογές με επιμέρους πολιτικές, να συνδυάζει σχήματα ανάπτυξης με προστασία των ασθενέστερων, να απαντά στα μισθολογικά αιτήματα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πληθωριστικές παρενέργειες και ακόμη να προσφέρει ενισχύσεις και επιδοτήσεις χωρίς να θίγει τη δημοσιονομική σταθερότητα. Και βεβαίως να βάζει φρένο στην ανεξέλεγκτη, σε τούτες τις πολεμικές συνθήκες, λειτουργία των αγορών.

Αντιστοίχως το φιλόδοξο ΚΙΝΑΛ επιβάλλεται να επαναπροσδιοριστεί επιλέγοντας σύνθετα σχήματα πολιτικών που δεν αναιρούν τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του. Δεν αρκούν στην περίπτωσή του οι όρκοι πίστης στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, παρά θα απαιτηθούν επεξεργασίες βαθιές, ικανές να αποδώσουν ένα σχέδιο ελκυστικό, εσωτερικά συνεπές, αποτελεσματικό και πολιτικά ικανό να υπηρετήσει συγκλίσεις και πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες.

Κοινώς, οι προκλήσεις για τα κόµµατα είναι µοναδικές. Οι καιροί µας ξεχωριστοί και οι επερχόµενες αλλαγές πολυσήµαντες, τεκτονικές. Με τη διευθέτηση τούτων των κρίσεων ο κόσµος θα είναι πολύ διαφορετικός.

Σπάνια στην Ιστορία τα κόµµατα καλούνται πραγµατικά να ασφαλίσουν και να προετοιµάσουν το µέλλον. Αυτό συµβαίνει τώρα, γι’ αυτό και οι απαιτήσεις των πολιτών είναι µεγάλες.

ΤΟ ΒΗΜΑ