Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία διατάραξε βεβαιότητες πολλών ετών και άνοιξε μία νέα σελίδα στην ιστορία, κατέστησε τις γεωπολιτικές εξελίξεις τον σημαντικότερο παράγοντα αβεβαιότητας για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας με το επενδυτικό περιβάλλον να γίνεται ιδιαίτερα σύνθετο, ανέφερε σε ειδική της ανάλυση η Διεύθυνση Επενδυτικών χαρτοφυλακίων της Alpha Bank, θεωρώντας πως η διάρκεια του πολέμου και οι επιβληθείσες κυρώσεις θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις.

Παρότι η βαρύτητα της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομία και στο χρηματοοικονομικό τομέα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική, το κυριότερο κανάλι μέσω του οποίου επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία είναι ο τομέας της ενέργειας.

Η οικονομία της Ρωσίας εξαρτάται σημαντικά από τις τιμές ενέργειας, καθώς τo 50% των εξαγωγών της αφορά προϊόντα ενέργειας. Το ποσοστό των εξαγωγών της Ρωσίας στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει πάντως στο 27% από 40% περίπου που ήταν το 2015, ενώ προς την Κίνα έχει αυξηθεί στο 15% από 8% που ήταν το 2015. Η ισχυρή άνοδος της τιμής του πετρελαίου επηρεάζει αρνητικά την οικονομία της Κίνας και της Ευρώπης, καθώς είναι οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς παγκοσμίως.

Η εκρηκτική αύξηση των ήδη υψηλών τιμών ενέργειας, εμπορευμάτων και τροφίμων και ο προβληματισμός για τις επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα ενισχύουν την ανησυχία για συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Από τις μεγάλες οικονομίες, η ευρωπαϊκή οικονομία είναι εκείνη που αναμένεται να πληγεί περισσότερο κυρίως λόγω της σημαντικής ενεργειακής εξάρτησης, καθώς η Ε.Ε. προμηθεύεται από τη Ρωσία το 30% περίπου των αναγκών της σε φυσικό αέριο.

Οι  υψηλότερες τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων εντείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις, με την αντίδραση των Κεντρικών Τραπεζών να αποκτά ακόμη πιο καθοριστική σημασία για τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες και την προοπτική της οικονομίας. Παράλληλα, εξετάζονται πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης καταναλωτών και επιχειρήσεων.

Ο πόλεμος, ενισχύει την τάση επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης («slowbalization»)  η οποία εντάθηκε με την πολιτική προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο αλλά και με την πανδημία, εξέλιξη η οποία μεταξύ άλλων ενισχύει τον πληθωρισμό λόγω των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα. Πιθανή διατήρηση της τάσης επιβράδυνσης της παγκοσμιοποίησης μέσω της μείωσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού και του περιορισμού του διεθνούς εμπορίου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα περιβάλλον υψηλότερου πληθωρισμού και χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης καθώς και σε όξυνση της οικονομικής ανισότητας.

Επενδυτικά, όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, σε συνθήκες υψηλής μεταβλητότητας και αυξημένων προκλήσεων αλλά και ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων, διατηρείται η αναγκαιότητα επαρκώς διαφοροποιημένων χαρτοφυλακίων μεταξύ γεωγραφικών περιοχών, επενδυτικών κατηγοριών και θεματικών επιλογών, με προτίμηση σε επιλεκτικές, ποιοτικές τοποθετήσεις, καθώς και σε στρατηγικές χαμηλής μεταβλητότητας. Οι τοποθετήσεις σε εμπορεύματα και σε φυσικούς πόρους ευνοούνται. Οι τομείς της κυβερνοασφάλειας και οι αμυντικοί κλάδοι όπως των υποδομών και της υγείας αλλά και του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της καινοτομίας καθίστανται πιο ελκυστικοί. Σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού (υψηλότερα του 4%) η συσχέτιση των μετοχών με τα ομόλογα ιστορικά είναι θετική, ενώ σε  περιβάλλον στασιμοπληθωρισμού οι παραδοσιακές επενδυτικές κατηγορίες συνήθως υποαποδίδουν.

Οι τοποθετήσεις σε εναλλακτικές επενδύσεις, ομόλογα συνδεδεμένα με τον πληθωρισμό και οι επενδύσεις σε φυσικούς πόρους και έργα υποδομής παρουσιάζουν καλή συμπεριφορά. Η επιθετική  προοπτική ανόδου των επιτοκίων από τη Fed ευνοεί το δολάριο. Η περαιτέρω ενίσχυση του πληθωρισμού και η εκτιμώμενη επιθετική αύξηση των επιτοκίων Κεντρικών Τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά τα κρατικά ομόλογα. Στα εταιρικά ομόλογα, αναμένεται ισχυρή πτώση για τα ομόλογα επενδυτικής διαβάθμισης, ενώ η αύξηση της μεταβλητότητας πλήττει τα ομόλογα υψηλών αποδόσεων. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις επιβάρυναν τις μετοχές βραχυπρόθεσμα, αν και οι κύριες αγορές εμφανίζουν ενδείξεις σταθεροποίησης και ανάκαμψης.

Επενδύοντας στην ενεργειακή αυτάρκεια και στην αμυντική θωράκιση

Η Γερμανία ανακοίνωσε την πρόθεσή της να δανειστεί τουλάχιστον €200 δισ. μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, με στόχο να χρηματοδοτήσει τις αμυντικές της ανάγκες αλλά και να επενδύσει στην προστασία του περιβάλλοντος στην προσπάθεια να θωρακίσει την οικονομία της από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Το 2020 οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία αντιστοιχούσαν στο 31% των συνολικών αναγκών της Ε.Ε.. Mετά τη ματαίωση της κατασκευής του αγωγού Nord-Stream 2, η Ε.Ε. λαμβάνει άλλα μέτρα ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία. Σύμφωνα με το σχέδιο RePowerEU, η Ε.Ε. σχεδιάζει να εισάγει επιπλέον 50 δισ. κυβικά μέτρα υγροποιημένου φυσικού αερίου το 2022 (κάθε χρόνο μέχρι το 2030) προκειμένου να αντισταθμίσει τα 101,5 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου που εισάγει ετησίως.

Παράλληλα, αναμένονται επενδύσεις στην ηλιακή και αιολική ενέργεια και ενθαρρύνεται η χρήση βιομεθανίου. Υποστηρίζονται επενδύσεις σε μονάδες αποθήκευσης και εγκατάστασης υγροποιημένου φυσικού αερίου. Η χρήση αντλιών θερμότητας και ο περιορισμός της ενεργειακής σπατάλης θα δράσουν ενισχυτικά στην προσπάθεια ενεργειακής αυτονομίας. Η άνοδος των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει στρέψει την παγκόσμια κοινότητα σε αναζήτηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας, φιλικότερων προς το περιβάλλον.

Ο δείκτης S&P Global Clean Energy είναι ουσιαστικά αμετάβλητος από την αρχή του έτους. Τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του δείκτη αναμένεται να αυξηθούν κατά 36% το 2023 και κατά 64% το 2024. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην Ευρώπη προβλέπει κονδύλια σε βάθος ετών για επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον.

Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας ενίσχυσε τη σημασία της αμυντικής θωράκισης. Η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να επενδύσει €100 δισ. σε στρατιωτικό εξοπλισμό για πρώτη φορά μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό με την πρόθεση πλήθους χωρών (Σκανδιναβικές, Αυστραλία, Νότια Αφρική, Ιαπωνία) να ενισχύσουν την ασφάλειά τους αναμένεται να τονώσει την παγκόσμια αμυντική βιομηχανία. Η Γερμανία αναμένεται να προσεγγίσει ή και να υπερβεί τον στόχο του 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες. Στοχεύει σε αγορά 50 μαχητικών προηγμένης τεχνολογίας και στο σχέδιο προμηθειών συμπεριλαμβάνονται αγορές ελικοπτέρων, πυρομαχικών και επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια. Οι επενδύσεις δεν αναμένεται να εκτροχιάσουν τον προϋπολογισμό ή να ενεργοποιήσουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο φρένο χρέους.

Ο προϋπολογισμός των ΗΠΑ αναμένεται να περιλαμβάνει $813,3 δισ. δαπάνες για ασφάλεια, αυξημένες κατά $43 δισ. σε ετήσια βάση. Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική και στην περιοχή του Ινδό – Ειρηνικού συντηρούν την ανάγκη εκσυγχρονισμού των αμυντικών συστημάτων των εμπλεκόμενων χωρών. O δείκτης S&P 500 Aerospace & Defense ενισχύεται από την αρχή του έτους πλησίον του 14% (25/3). Τα κέρδη ανά μετοχή των εταιρειών του δείκτη αναμένεται να αυξηθούν κατά 20% το 2023 και κατά 12% το 2024. Η τάση για εξοπλισμό και στρατιωτικές δαπάνες δεν αναμένεται να ατονήσει το προσεχές διάστημα, ακόμα και αν υπάρξει διπλωματική διευθέτηση του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας, καθώς ειδικά στην Ευρώπη οι επιπτώσεις του πολέμου θα διαρκέσουν, ενώ παραμένουν οι γεωπολιτικές εστίες έντασης στην Ασία και στη Μέση Ανατολή.

Πηγή ot.gr