Τα πετρελαϊκά σοκ έχουν συνδεθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες με σημαντικές οικονομικές κρίσεις. Αυτό φάνηκε ήδη στη δεκαετία του 1970 όταν ουσιαστικά αποδόθηκαν σε δύο απότομες αυξήσεις του κόστους των καυσίμων, το 1973 με αφορμή τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και το 1979 με αφορμή την Ιρανική Επανάσταση.

Αλλά και αργότερα είχαμε μεγάλες αυξήσεις τιμών των καυσίμων όπως για παράδειγμα αυτή που καταγράφηκε το 2010-11 ακριβώς τη στιγμή που η παγκόσμια οικονομία εξερχόταν από τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Τώρα σε μια περίοδο που η αυξημένη μεταπανδημική ζήτηση για καύσιμα έδειχνε να οδηγεί ανοδικά τις τιμές των καυσίμων, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι βαριές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, μιας χώρας που παίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά (και ιδιαίτερα στην αγορά του φυσικού αερίου), φαίνεται να οδηγεί σε μια νέα εκτίναξη των τιμών των καυσίμων, με το κρίσιμο ερώτημα που αναδεικνύεται είναι εάν αυτό θα οδηγήσει σε εκείνο το είδος επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια νέα «μεγάλη ύφεση».

Τι σηματοδοτεί η απότομη αύξηση των καυσίμων

Η απότομη αύξηση των τιμών ενός κρίσιμου παραγωγικού συντελεστή, όπως είναι η ενέργεια, όντως οδηγεί σε μια απότομη αύξηση του κόστους παραγωγής αλλά και τους κόστους μεταφοράς και διανομής.

Όμως, για να μπορέσει να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια συνολικότερη οικονομική ύφεση, αυτό έχει να κάνει με τη συνολικότερη κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτό εξηγεί γιατί διαφορετικές αυξήσεις παραγωγικών συντελεστών είχαν διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές οικονομικές συγκυρίες.

Προφανώς σε κάθε περίπτωση δημιουργεί ένα πρόβλημα καθώς περιορίζει τα περιθώρια κέρδους και ταυτόχρονα μεταφέρει αύξηση του κόστους στους καταναλωτές, με ορατό τον κίνδυνο να τροποποιήσουν πλευρές της καταναλωτικής συμπεριφοράς τους, ενώ επιδρά και στην ικανότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών να αποπληρώνουν το χρέος τους.

Όμως, η διάρκεια και η έκταση της επίπτωσης έχει να κάνει με την κατάσταση της οικονομίας, δηλαδή το εάν και σε ποιο βαθμό οι επιχειρήσεις λειτουργούν με επαρκή επίπεδα κερδοφορίας και σε συνθήκες επαρκούς ζήτησης.

Τα κρίσιμα ερωτήματα

Τα ερωτήματα αυτά έχουν σημαντική ιστορική και θεωρητική σημασία προφανώς. Για παράδειγμα υπάρχει η ανοιχτή συζήτηση για το εάν ο λόγος που οι αυξήσεις των τιμών των καυσίμων στη δεκαετία του 1970 ήταν τόσο καταστροφικές για την παγκόσμια οικονομία είχαν να κάνουν με το ότι ενεργοποιήθηκαν πολιτικές υψηλών επιτοκίων (για να αποτραπεί ένα ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών), όπως είχαν υποστηρίξει οι Μπέρνακε, Γκέρτλερ και Γουάτσον, ή για τη σημασία μιας ενεργού κρίσης ως προς την κερδοφορία που αύξαινε τον όγκο του συνολικού επενδυμένου κεφαλαίου που δεν αξιοποιείτο επαρκώς, που ήταν η κύρια μαρξιστική γραμμή ανάλυσης.

Όμως, πέραν από τα θεωρητικά ζητήματα, υπάρχουν και τα άμεσα και ενίοτε αγωνιώδη ερωτήματα για το από εδώ και πέρα. Η τρέχουσα αύξηση των τιμών της ενέργειας έρχεται σε μια περίοδο όπου η έξοδος από την πανδημία κατέγραφε ταυτόχρονα μια σημαντική ζήτηση, αλλά και προβλήματα όπως η επιστροφή του πληθωρισμού, με ανοιχτό το ερώτημα για το εάν αυτή η αύξηση είναι απλώς το αποτέλεσμα της απότομης αύξησης της ζήτησης και των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες ή ένα πιο δομικό πρόβλημα.

Οι πραγματικές αντιφάσεις της παγκόσμιας οικονομίας

Είναι προφανές ότι η απόδοση της αιτίας του προβλήματος σε έναν εξωγενή και συγκυριακό παράγοντα, όπως είναι ένας πόλεμος, είναι, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, μια πιο καθησυχαστική σκέψη από μια πιο «δομική» τάση, γιατί αφήνει περιθώριο για την ελπίδα ότι η λήξη της συγκυριακής κρίσης θα σημάνει και το τέλος της οικονομικής κρίσης.

Όμως, πιο σωστό είναι να δούμε τις βαθύτερες αντιφάσεις που διαπερνούν την παγκόσμια οικονομία και που πάνω στις οποίες έρχεται και επιδρά ένα συγκυριακό γεγονός.

Εδώ καταρχάς θα δούμε το βασικό πρόβλημα που είχε καταγραφεί και πριν από την πανδημία και που ήταν ότι η ανάκαμψη που καταγράφηκε παγκοσμίως μετά την κρίση του 2008 ήταν η πιο υποτονική από αυτές που ακολούθησαν ανάλογες μεγάλες οικονομικές κρίσεις, δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα αυτή τη φορά δεν είχαμε τις τομές στην παραγωγικότητα και στην κερδοφορία που είχαν σφραγίσει την έξοδο από προηγούμενες κρίσεις.

Έπειτα, ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο έχει απαντηθεί η μειωμένη κερδοφορία σε επίπεδο παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή η επένδυση πολύ μεγάλων κεφαλαίων στη χρηματοοικονομική σφαίρα, ενείχε τον κίνδυνο για υπερχρέωση και τελικά τη δημιουργία «φουσκών» που όταν «έσκαγαν» μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέο υφεσιακό κύκλο.

Και βέβαια, παράμετροι όπως η κλιματική αλλαγή και η προσπάθεια για αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο, συνεπάγονται επίσης μια οικονομική πίεση. Και αυτό γιατί παρότι καθεαυτή η Πράσινη Μετάβαση προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες επένδυσης και τονώνει την οικονομία, η πραγματική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα θα συνεπάγεται ατομικές και συλλογικές καταναλωτικές και παραγωγικές επιλογές που θα έχουν και χαρακτήρα «συρρίκνωσης» δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή με τη σειρά της μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι στην αφετηρία άλλων «επισφαλειών», όπως είναι για παράδειγμα η διευκόλυνση της ανάδυσης νέων επιδημικών ή ακόμη και πανδημικών παθογόνων.

Παράλληλα, αυτό που αποτέλεσε βασική πλευρά της παγκόσμιας οικονομίας εδώ και δεκαετίες δηλαδή ο αυξημένος βαθμός διεθνοποίησης και αλληλεξάρτησης, με τη σειρά του την καθιστά πολύ πιο ευάλωτη σε μεγάλες γεωπολιτικές διαιρέσεις και συγκρούσεις.