Μια συνέντευξη με τον πρέσβη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αθήνα – στη γεμάτη ιστορικό φορτίο κατοικία που κάποτε έζησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος – είναι πάντοτε ενδιαφέρουσα. Ο Μάθιου Λοτζ, που τον περασμένο Αύγουστο διαδέχθηκε την Κέιτ Σμιθ, είναι ένας άνθρωπος που ακολουθεί την παράδοση που έχει καθιερώσει το Λονδίνο σε σχέση με τους διπλωμάτες που στέλνει την Αθήνα. Ο κ. Λοτζ έχει ξαναβρεθεί στην ελληνική πρωτεύουσα (την περίοδο 1998-2000) και ομιλεί άπταιστα ελληνικά. Πριν δε συμπληρωθούν τέσσερις μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων του, δύο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα στις ελληνοβρετανικές σχέσεις – για την ακρίβεια δύο επισκέψεις. Η πρώτη ήταν αυτή του έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στο Λονδίνο, όπου και υπεγράφη η συμφωνία-πλαίσιο για τη στρατηγική συνεργασία στη μετά Brexit εποχή, και η δεύτερη ήταν εκείνη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που συναντήθηκε με τον βρετανό ομόλογό του Μπόρις Τζόνσον.

Αμυντική συνεργασία και επενδυτικές προοπτικές

Η συνέντευξη του κ. Λοτζ στο «Βήμα», η πρώτη που παραχώρησε από τη στιγμή που βρίσκεται στην Αθήνα, έγινε στη ζεστή ατμόσφαιρα της αίθουσας με τη μικρή βιβλιοθήκη που έχει μετατραπεί σε ένα βολικό γραφείο. Η συζήτησή μας ξεκινά από τις διμερείς σχέσεις. Αναμφίβολα, το Λονδίνο έχει «συμφέροντα και ευθύνες στην Ανατολική Μεσόγειο» παραδέχεται ο κ. Λοτζ. Αλλωστε, η εξωτερική πολιτική και η ασφάλεια αποτελούν κομμάτι του διμερούς στρατηγικού πλαισίου και οι δύο χώρες έχουν πολλά περιθώρια συνεργασίας. «Σίγουρα η σχέση μας σε αυτόν τον τομέα δεν θα μοιάζει με αυτό που η Ελλάδα έχει με τους Αμερικανούς και πιο πρόσφατα απέκτησε με τους Γάλλους. Ομως έχουμε ήδη μία ανεπτυγμένη συνεργασία στο Ναυτικό και ιδιαίτερα στη βάση της Σούδας με τη βοήθεια που μας προσφέρει η Ελλάδα» σημειώνει. Η Αθήνα και το Λονδίνο «σκοπεύουν να υπογράψουν και μία νέα συμφωνία, μία Δήλωση Κοινού Οράματος (Joint Vision Statement) για τις αμυντικές σχέσεις, που δείχνει ότι έχουμε καλές σχέσεις, κοινά συμφέροντα εντός του ΝΑΤΟ», και θα αφορά κοινή εκπαίδευση, ασκήσεις κ.ά. Δεν αποκλείεται δε ο βρετανός υπουργός Αμυνας Μπεν Γουάλας να επισκεφθεί στις αρχές του 2022 την Ελλάδα με αφορμή τη συμφωνία αυτή.

Δεν είναι βέβαια μόνο ο τομέας της άμυνας και της ασφάλειας που μπορεί να φέρει τις δύο χώρες κοντά. Η πρόσφατη επίσκεψη Μητσοτάκη στο Λονδίνο έδειξε ότι υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον για είσοδο βρετανικών εταιρειών στην Ελλάδα. «Υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα ενδιαφέροντος από βρετανικές εταιρείες να επενδύσουν στην Ελλάδα» λέει ο κ. Λοτζ, τονίζοντας με έμφαση ότι «τόσο σε πολιτικό όσο και σε επενδυτικό επίπεδο, η χώρα και ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης στέλνουν το μήνυμα ότι είναι ανοιχτοί σε επενδύσεις». Υπήρξε δε σχετική συνομιλία των κ.κ. Τζόνσον και Μητσοτάκη αναφορικά με την εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και ιδιαίτερα στην παραγωγή αιολικής ενέργειας. Προσθέτει επίσης ότι δύο βρετανικές εταιρείες ήδη εμφανίζονται πολύ ενεργές για επενδύσεις στη χώρα μας, με την πρώτη να ονομάζεται Hive Energy και τη δεύτερη BP LightSource Venture.

Το Brexit και το αγκάθι της Βόρειας Ιρλανδίας

Αναφορικά με το Brexit, τα φώτα έχουν επικεντρωθεί σε ένα ζήτημα με το οποίο στην Ελλάδα ασχολούνται λίγοι μυημένοι: το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία. Μπορεί να λυθεί το πρόβλημα; «Το Πρωτόκολλο», μας εξηγεί, «σχεδιάστηκε για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα της Ενιαίας Αγοράς της ΕΕ, αλλά επίσης οι βρετανικές ανησυχίες για την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και την ενιαία αγορά εντός αυτού. Πολιτικοί στο Λονδίνο και στη Βόρεια Ιρλανδία, καθώς και πολίτες, λένε ότι οι προβλέψεις του Πρωτοκόλλου καθιστούν δυσχερέστερη τη διεξαγωγή εμπορίου μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Μεγάλης Βρετανίας. Αυτό δημιουργεί πίεση σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι υποβόσκουσες εντάσεις δεν έχουν εξαφανιστεί. Το Πρωτόκολλο δεν λειτουργεί όπως ήταν η αρχική πρόθεση. Ελπίζουμε ότι θα βρεθεί μία λύση ώστε να μην ενεργοποιήσουμε το Αρθρο 16 (προβλέπει τη λήψη μονομερών μέτρων είτε από την ΕΕ είτε από το Ηνωμένο Βασίλειο αν μία πλευρά κρίνει ότι η συμφωνία προκαλεί σοβαρά πρακτικά προβλήματα). Αυτό που έχει σημασία», τονίζει, «είναι η διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας που προβλέπει η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής».

Οι μετανάστες της Μάγχης και το «ελληνικό παράδειγμα»

Σε σχέση με την υπόθεση των μεταναστών μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας «έχουν γραφτεί πολλά για τις γαλλοβρετανικές σχέσεις μετά τα πρόσφατα γεγονότα. Μετά την αποχώρησή μας από την ΕΕ είμαστε και εκτός του Συστήματος του Δουβλίνου, αλλά έχουμε μακρά συνεργασία με τη Γαλλία για τη διαχείριση του Μεταναστευτικού στη Μάγχη. Υπάρχει σήμερα μια πρόκληση λόγω της χρήσης μικρών σκαφών επειδή τα μέτρα στα λιμάνια της Μάγχης και στο τούνελ είναι αποτελεσματικά. Δεν λέω ότι θα υπάρξει εύκολη λύση, αλλά πρέπει να δούμε το ζήτημα της διαδικασίας ασύλου, των καλύτερων εγκαταστάσεων, μίας σθεναρότερης πολιτικής συνόρων» τονίζει ο κ. Λοτζ, παραδεχόμενος ότι «παρατηρούμε τι είναι αυτό που επέτρεψε στην ελληνική κυβέρνηση να περάσει από μια όξυνση πριν από 18-24 μήνες, όταν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είχαν γεμίσει με χιλιάδες πρόσφυγες, στη σημερινή κατάσταση στην οποία κατασκευάστηκαν τα νέα κέντρα υποδοχής, η διαδικασία επεξεργασίας των αιτημάτων ασύλου έχει επιταχυνθεί, ελήφθησαν μέτρα υπέρ μίας σθεναρότερης στάσης, εντός του πλαισίου του νόμου, για την προστασία των συνόρων».

Σε δύσκολη φάση βρίσκεται το Κυπριακό

Από μια συζήτηση με τον βρετανό πρέσβη δεν μπορεί να λείπει το Κυπριακό. Ο κ. Λοτζ δεν τρέφει αυταπάτες. «Πιστεύω ότι στο Κυπριακό υπάρχει ένας δρόμος μπροστά μας. Πρέπει να υπάρχει. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα αμφισβητήσω ότι βρισκόμαστε σε μια δύσκολη στιγμή» τονίζει. «Η θέση της βρετανικής κυβέρνησης είναι ότι υποστηρίζουμε μια λύση του Κυπριακού επί τη βάσει των Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και της ιδέας της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας» λέει ο κ. Λοτζ που έζησε, ως στέλεχος της βρετανικής διαπραγματευτικής ομάδας, τις συνομιλίες στο Μπούργκενστοκ το 2004. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ως εγγυήτρια δύναμη, έχει ενδιαφέρον και ευθύνη να αναλάβει ηγετικό ρόλο, καθώς μάλιστα απολαμβάνει καλές σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία, την Ελλάδα και την Τουρκία. «Πρέπει να είμαστε σαφείς ότι η βάση επί της οποίας η διεθνής κοινότητα υποστηρίζει μία λύση δεν έχει μεταβληθεί και δεν μπορεί να αλλάξει. Πρέπει όμως να βρούμε τρόπους να βοηθήσουμε τον ΟΗΕ να οικοδομήσει εμπιστοσύνη με σκοπό μία επανάληψη των συνομιλιών. Είναι η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου» υπογραμμίζει. «Δεν μπορούμε απλά να αποδεχθούμε τον μόνιμο διαχωρισμό του νησιού. Υπάρχουν άνθρωποι στο βόρειο τμήμα του νησιού, νέοι άνθρωποι, που διερωτώνται για ποιον λόγο ζουν σε ένα μη αναγνωρισμένο κράτος και δεν μπορούν να απολαύσουν τα οφέλη της ΕΕ. Οι ηγέτες τους έχουν ευθύνη απέναντί τους» προσθέτει.

Ηγετική στάση η ηρεμία Μητσοτάκη

Ρωτάμε τον κ. Λοτζ αν η Τουρκία είναι δεσμευμένη στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου. «Επιτρέψτε μου να αντιστρέψω λίγο το ερώτημά σας. Πιστεύουμε πραγματικά αυτούς που λένε ότι η Τουρκία, μακροπρόθεσμα, θέλει κάτι άλλο από τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο; Αντιλαμβάνομαι πλήρως», συμπληρώνει, «την ανασφάλεια που νιώθει η Ελλάδα, αλλά δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι υπάρχει μακροπρόθεσμο συμφέρον της Αγκυρας να μην έχει ειρήνη και ευημερία στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ερώτημα τότε είναι για ποιον λόγο οι διερευνητικές επαφές συνεχίζονται για τόσα χρόνια χωρίς περισσότερη πρόοδο. Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη δυσπιστία και καχυποψία». Μήπως οι τουρκικές εκλογές του 2023 οδηγήσουν σε κάποια κρίση; «Δεν θα ήθελα να σπεκουλάρω σχετικά με τον πολιτικό κύκλο στην Τουρκία. Υπάρχουν άλλωστε πολλές εκλογές που επίκεινται» λέει χαριτολογώντας. Για τον ίδιο, «ο διάλογος είναι σημαντικός και η τήρηση ήρεμης στάσης είναι ένδειξη ηγετικής στάσης. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της ελληνικής πλευράς, αλλά με τρόπο που δεν είναι εμπρηστικός. Πρέπει να το εξάρουμε αυτό».

Οι προκλήσεις Ρωσίας και Κίνας

«Ανησυχούμε πάρα πολύ για το ενδεχόμενο αύξησης των εντάσεων» επισημαίνει ο συνομιλητής μας με αφορμή την τρέχουσα κρίση στο Ουκρανικό Ζήτημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Λονδίνο, με δεδομένες και τις υποθέσεις Λιτβινιένκο και Σκριπάλ, θεωρεί ότι «η συμπεριφορά μέρους του ρωσικού κρατικού μηχανισμού έχει αδιαμφισβήτητα διαβεί ορισμένες γραμμές». Το Λονδίνο διατηρεί ισχυρές δεσμεύσεις έναντι των νατοϊκών συμμάχων στη Βαλτική. «Είμαστε πολύ σαφείς για τη σημασία της προστασίας της ανεξαρτησίας και του αυτοπροσδιορισμού τους. Για αυτό έχουμε βρετανικά στρατεύματα στην Εσθονία και θεωρούμε παράνομη την προσάρτηση της Κριμαίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε αίσθηση των ρωσικών ανησυχιών για την επιρροή της Μόσχας και την πιθανή ανασφάλειά της. Πρέπει όμως να είμαστε ξεκάθαροι ότι θα σταθούμε δίπλα στους συμμάχους μας και υπέρ των αξιών που πρεσβεύουμε» συμπληρώνει.
Αναφορικά με την περίφημη, πλέον, συμφωνία Αυστραλίας – Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ (AUKUS), ο κ. Λοτζ τονίζει ότι αυτή «ξεκάθαρα υποστηρίζει την Αυστραλία να αντιμετωπίσει αυτό που θεωρούμε ως συντονισμένη προσπάθεια του Πεκίνου να επεκτείνει όχι μόνο την επιρροή του, αλλά επίσης τον έλεγχο και τις αξίες του στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Το σημείο-κλειδί όμως», εξηγεί, «είναι ότι η AUKUS αποτελεί, στρατηγικά, συμπλήρωμα όσων κάνει το ΝΑΤΟ στη δική του σφαίρα επιρροής, καθώς και η ΕΕ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Δεν επιδιώκουμε τη σύγκρουση, αλλά ούτε έχουμε την πολυτέλεια να αφήσουμε ανοικτό το γήπεδο στην Κίνα να προωθήσει, χωρίς αντίπαλο, τις αξίες της. Τα μάτια είναι τώρα στραμμένα στην Ταϊβάν. Επίσης», καταλήγει, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σημασία της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη Νότια Σινική Θάλασσα. Νομίζω αυτό είναι κάτι που γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό εδώ στην Ελλάδα».