Από μια Ευρώπη που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη ίσως εσωτερική κρίση της ιστορίας της αποχωρεί η Ανγκελα Μέρκελ, που υπήρξε για πολλά χρόνια η «σιδηρά κυρία» της Ενωμένης Ευρώπης υπό «γερμανική καθοδήγηση», λόγω της δεδομένης γερμανικής οικονομικής ισχύος, αλλά και της αδυναμίας της Γαλλίας να αντιταχθεί σε αυτό και να εκπληρώσει πλήρως τον ρόλο της ως του άλλου πόλου του «γαλλογερμανικού άξονα», πάνω στον οποίο είχε στηριχθεί από την ίδρυσή της και μετά η ΕΕ. Ετσι σήμερα – και βαθμιαία μετά τη μεγάλη διεύρυνση προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – το «ενωσιακό πνεύμα» αντικαταστάθηκε από έναν ακήρυχτο εσωτερικό ανταγωνισμό συγκρουόμενων εθνικών συμφερόντων, που οδηγεί στην αδυναμία λήψης κοινών αποφάσεων. Μια εξέλιξη που ενθαρρύνθηκε από την εκλογή ακροδεξιών αυταρχικών ηγετών σε ορισμένες από τις νέες χώρες που εντάχθηκαν στην ΕΕ, αλλά και από τα τεράστια προβλήματα που προέκυψαν κυρίως από την ενεργειακή κρίση και το κύμα των προσφύγων.

Κερασάκι στην τούρτα αυτής της αρνητικής πορείας υπήρξε η επιβολή προστίμου ενός εκατομμυρίου ευρώ την ημέρα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην Πολωνία για την άρνησή της να αποδεχθεί την ισχύ του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου. Τη στιγμή που άλλα αυταρχικά κράτη, όπως η Ουγγαρία και η Βουλγαρία, ετοιμάζονται να μιμηθούν την πρωτοβουλία της Βαρσοβίας, ενώ ο πολωνός ηγέτης μιλάει για «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο»! Παράλληλα όμως εκδηλώθηκε την περασμένη εβδομάδα και μια άλλη πολύπλοκη κρίση με αφορμή το Ενεργειακό, όπου φάνηκαν ξεκάθαρα ότι σχεδόν όλες οι χώρες επιλέγουν να λύσουν το πρόβλημα σε εθνικό επίπεδο, έχοντας ουσιαστικά χωρισθεί σε τρεις ομάδες, με συγκρουόμενα συμφέροντα. Αυτές του Νότου, αυτές του Βορρά και αυτές της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες μάλιστα διαφωνούν ανοικτά στην πολιτική που ακολουθείται απέναντι στη Ρωσία, που είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής αερίου της Ευρώπης.

Με τα δεδομένα αυτά, που δεν είναι βέβαια τα μόνα, διερωτάται κανείς πώς θα ανταποκριθούν τώρα οι Βρυξέλλες στη νέα αυτή τεράστια κρίση, καθώς για ένα μεγάλο διάστημα, μετά την αποχώρηση της Μέρκελ, θα είναι προβληματική η λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα, που θα μπορούσε στενά συνεργαζόμενος να επιβάλει ενδεχομένως τις απαιτούμενες κοινές αποφάσεις. Πρώτον, διότι είναι άγνωστο πόσο θα θελήσει να προχωρήσει προς την κατεύθυνση αυτή ο νέος καγκελάριος, όταν με το καλό αναλάβει και δεν προκύψει κανένα πρόβλημα της τελευταίας στιγμής. Και δεύτερον, διότι ο άλλος πόλος του άξονα, ο Εμανουέλ Μακρόν, έχει ήδη εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο εν όψει των προεδρικών εκλογών του Απριλίου, όπου φυσικά θα πρέπει και να επανεκλεγεί για να παίξει τον όποιο ρόλο του.