Οι προσδοκίες για την ελληνική οικονομία έχουν εκτιναχθεί στα ύψη τελευταίως. Οπου και να σταθεί κανείς ακούει για δουλειές που έρχονται, για επενδύσεις που προετοιμάζονται, για σχέδια μεγαλύτερα ή μικρότερα. Στις τράπεζες, στα υπουργεία Οικονομικών, Ανάπτυξης, Υποδομών και Ενέργειας, στο Υπερταμείο, στο ΤΑΙΠΕΔ και στην ΕΤΑΔ ακόμη, που διαχειρίζεται χιλιάδες ακίνητα του Δημοσίου, επικρατεί πυρετός προετοιμασίας και άπειρες είναι οι συναντήσεις με πλήθος ενδιαφερομένων, Ελλήνων και ξένων, για επενδυτικά σχέδια και πρότζεκτ μοναδικά για τη χειμαζόμενη την περασμένη δεκαετία ελληνική οικονομία.

Ζεστό χρήμα πάνω από 100 δισ. ευρώ

Χαρακτηριστικές και δηλωτικές του ξεχωριστού ενδιαφέροντος είναι οι επενδύσεις καινοτομίας της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, της Lamda Hellix στο Κορωπί και η προετοιμαζόμενη της Microsoft  στην Αττική. Αλλά δεν είναι οι μόνες. Γύρω από τις πολυσήμαντες προβλέψεις και χρηματοδοτικές δυνατότητες του Ταμείου Ανάκαμψης, της απολιγνιτοποίησης, του ΕΣΠΑ και της νέας ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής, συγκεντρώνονται περισσότερα από 100 δισ. ευρώ για τα επόμενα επτά χρόνια. Τα ποσά είναι μεγάλα και η ευκαιρία μοναδική, παρουσιάζεται κάθε 60-70 χρόνια. Γι’ αυτό και συντονίζονται πάμπολλες επιχειρηματικές δυνάμεις, οι οποίες επιπλέον πολιορκούνται στην κυριολεξία από τις τράπεζες, που βλέποντας την ευκαιρία προσπαθούν να χτίσουν νέα επικερδή δανειοδοτικά σχήματα για τις επόμενες δύο δεκαετίες και έτσι να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους και να αναβαπτιστούν ως πιστωτικά ιδρύματα.

Πυρετός από σχέδια επενδυτικά

Οι επικεφαλής των τραπεζών βρίσκονται αυτόν τον καιρό σε διαρκείς συνεννοήσεις με επιχειρηματίες αξιολογώντας πρωτοβουλίες και σχήματα επενδυτικά, έναντι των οποίων θα τοποθετηθούν και θα αναλάβουν το απαιτούμενο ρίσκο. Οι προσδοκίες στην τραπεζική αγορά, παρά τις τρέχουσες αβεβαιότητες της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της απορρέουσας απ’ αυτήν πληθωριστικής απειλής, διατηρούνται ισχυρές.

Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι έχουν διαμορφωθεί συνθήκες διαρκούς δυναμικής ανάπτυξης για μια ολόκληρη δεκαετία στην ελληνική οικονομία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank κ. Φ. Καραβίας προέβλεψε την περασμένη εβδομάδα ότι «η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους εκείνων της δεκαετίας του ’60». Ο ίδιος πιστεύει ότι είμαστε μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία οικονομικής αναγέννησης, η οποία μπορεί να αλλάξει την πορεία της χώρας.

Προς επιβεβαίωση των παραπάνω, ο επικεφαλής της Εrnst & Young στην Αθήνα κ. Π. Παπάζογλου έλεγε σε στενό κύκλο ότι «πρώτη φορά στην καριέρα μου συναντώ τέτοια κινητικότητα και τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον, που εκτείνεται σε όλους τους κλάδους, μηδενός εξαιρουμένου». Μιλούσε για κοσμογονία στην ενέργεια, στον τουρισμό, στα ξενοδοχεία, στα τρόφιμα, στις κατασκευές, στις εφοδιαστικές αλυσίδες και εσχάτως στις εταιρείες ταχυμεταφορών.

Θέσεις εργασίας και καλύτερες αμοιβές

O οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού κ. Αλεξ Πατέλης επίσης πιστεύει ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας. Προσβλέπει μάλιστα σε πιο δυναμική και κινητική αγορά εργασίας, η οποία θα οδηγήσει σε πιο ανταγωνιστικές και καλύτερες αμοιβές για τους εργαζομένους. Ηδη διαπιστώνει ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Πολλές ταχέως αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό χαμηλής ειδίκευσης, ούτε εξειδικευμένα στελέχη. Εκτιμά δε ότι το πρόβλημα θα λάβει διαστάσεις προσεχώς και υπολογίζει ότι θα διαμορφωθούν συνθήκες και για την επανάκαμψη Ελλήνων που είχαν αναζητήσει εργασία στο εξωτερικό. Προβλέπει δε ότι – όπως συνέβη και στις ΗΠΑ – θα έχουν ευκαιρία επανένταξης στην αγορά εργασίας οι νεότεροι, οι γυναίκες και βεβαίως πενηντάρηδες και εξηντάχρονοι εξειδικευμένοι που τελούσαν σε καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας.

Ηδη μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες που διαβάζουν τις τάσεις στην αγορά εργασίας, εν όψει και του Ελληνικού που στην πλήρη ανάπτυξη του έργου θα χρειαστεί περίπου 60.000 άτομα, ετοιμάζονται να απευθυνθούν στις δομές μεταναστών προκειμένου να εξασφαλίσουν εργαζομένους για τις μέρες της έξαρσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Ορισμένοι μάλιστα θέτουν ζήτημα έκτακτων αδειών εισόδου εργαζομένων από τρίτες χώρες, όπως συνέβη το 2003 στη διάρκεια εξέλιξης των ολυμπιακών έργων.

«Συνωστισμός» στο γραφείο Στουρνάρα

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας επιβεβαιώνει από την πλευρά του το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας. Δεν κρύβει ότι καθημερινά τον επισκέπτονται εκπρόσωποι πανίσχυρων διεθνών επενδυτικών funds, όπως και επιφανείς ξένοι επιχειρηματίες προκειμένου να ενημερωθούν για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να εκτιμήσουν τις ευκαιρίες που κρύβουν ελληνικές αξίες, από ομόλογα και μετοχές μέχρι τα κόκκινα δάνεια. Πρόσφατα είχε τηλεδιάσκεψη με 50 αναλυτές διεθνών τραπεζών, συναντήθηκε με τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία κ. Ντιν Ντακόλιας, που εκπροσωπεί τη Fortres, η οποία ήδη δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, όπως και με μια ομάδα επενδυτών που έφερε μαζί του ο κ. Τ. Αστυφίδης της Ambrosia Capital, που εκπροσωπεί επενδυτές από τη Μεγάλη Βρετανία.

Κίνδυνοι και απειλές που παραμονεύουν

Ο κ. Στουρνάρας πιστεύει ακράδαντα ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε ανοδικό κύκλο, με τη διαφορά,  όπως  λέει  χαρακτηριστικά, ότι «αυτή τη φορά πρέπει να ανέβουμε στο τρένο και να μην το χάσουμε όπως άλλοτε». Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δεν κρύβει ότι παρά το ισχυρό επενδυτικό κλίμα παραμονεύουν κίνδυνοι και απειλές. Ως σημαντικότερη με πολλές προεκτάσεις αναγνωρίζει αυτή της ενεργειακής κρίσης, τη διάρκεια και τις επιπτώσεις της οποίας κανείς δεν μπορεί επί του παρόντος να προσδιορίσει με ακρίβεια.

Την αποδίδει κυρίως σε γεωπολιτικές εντάσεις, στην αναστάτωση που έφερε η πανδημία στις εφοδιαστικές αλυσίδες και στη διεθνή πίεση που δέχθηκε η Κίνα να επιταχύνει πολιτικές που μειώνουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Οι ανάγκες της Κίνας σε φυσικό αέριο πολλαπλασιάστηκαν καθώς έφθασε να συνδέει με τα αντίστοιχα δίκτυα 20 εκατομμύρια νοικοκυριά τον χρόνο, γεγονός που επαύξησε τη ζήτηση από τη Ρωσία και επέτρεψε στον Πούτιν να ασκήσει τη δική του πίεση στην εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο Ευρώπη.

Ο κ. Στουρνάρας πιστεύει ότι η Ευρώπη επιβάλλεται να καθίσει γρήγορα γύρω από ένα τραπέζι με την Gazprom και να επιτύχει νέες μακροπρόθεσμες συμφωνίες μαζί της, καθώς το φυσικό αέριο είναι το ενδιάμεσο καύσιμο στην πορεία απανθρακοποίησης. Και επιπλέον, εξηγεί ότι η εξομάλυνση της αγοράς θα απαιτήσει νέες επενδύσεις σε αποθηκευτικούς χώρους και συνολικά στις μοντέρνες τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας.

Η ενεργειακή κρίση και τα επιτόκια

Οι μεγάλοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία θα ανακύψουν από ενδεχόμενη παράταση της ενεργειακής κρίσης και την παρεπόμενη πληθωριστική έξαρση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να πυροδοτήσει αλλαγές στην ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική. Για την ώρα, όπως διευκρινίζει, δεν τίθεται ζήτημα αύξησης των επιτοκίων. Η Κριστίν Λαγκάρντ παραμένει σταθερή αυτή τη στιγμή, επιμένει ότι «ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων θα σκοτώσει την ανάπτυξη», υπενθυμίζοντας τη δυστυχή εμπειρία του 2010, όταν σε μια αναλαμπή ανάκαμψης, μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προέβη σε αναιτιολόγητη αύξηση επιτοκίων, η οποία βύθισε τις όποιες προοπτικές ανάκαμψης.

Ο κ. Στουρνάρας δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη διάρκεια ενεργειακής κρίσης. Ελπίζει σε εξομάλυνση την προσεχή άνοιξη, θέλει να ελπίζει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις που θα αναπτυχθούν θα είναι ελεγχόμενες και δεν θα επιτρέψουν στους θιασώτες μιας πιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής να ενισχύσουν τη θέση τους τον προσεχή Δεκέμβριο, οπότε και θα συγκληθεί το συμβούλιο πιστωτικής πολιτικής στην έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στη Φρανκφούρτη.

Η αλήθεια είναι ότι για την ώρα οι Γερμανοί και οι ευαίσθητοι στις πληθωριστικές πιέσεις Βορειοευρωπαίοι δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί. Ωστόσο η ευαισθησία τους είναι δεδομένη, όπως και ο δογματισμός τους. Ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων θα μόλυνε την ατμόσφαιρα, θα επανέφερε την ελληνική οικονομία σε νέο κύκλο αβεβαιοτήτων και πιθανώς θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των αγορών και θα ξανάφερνε στο προσκήνιο το θέμα του υπέρογκου ελληνικού δημοσίου χρέους, το οποίο παρότι ελεγχόμενο ως προς τις δαπάνες εξυπηρέτησής του, παραμένει προκλητικό εκ του ύψους του και μόνο.