Η Γερμανία εισέρχεται πλέον και επίσημα στη μετά Μέρκελ εποχή. Ενας νέος συνασπισμός δυνάμεων φαίνεται ότι διαμορφώνεται πλέον στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμη και αν τα ευρωπαϊκά ζητήματα ήταν μάλλον εξαφανισμένα από την άνευρη προεκλογική εκστρατεία, όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της ΕΕ παρακολουθούν τη «μετα-μερκελική» Γερμανία με κάποια νευρικότητα. Η απερχόμενη καγκελάριος εθεωρείτο «μαστόρισσα» στην επίτευξη συμβιβασμών – έστω κι αν αυτοί βρίσκονταν στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Η νέα κυβέρνηση θα βρει όμως μπροστά της έναν Γολγοθά προκλήσεων, με την κλιματική αλλαγή, την προσαρμογή ή και αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και την εξωτερική πολιτική/άμυνα να είναι ίσως τα τρία βασικότερα.

Τα δύο πρώτα ζητήματα συνδέονται μεταξύ τους. Η κληρονομιά που άφησε η Ανγκελα Μέρκελ από τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης της ζώνης του ευρώ είναι τουλάχιστον γκρίζα. Η πολιτική της ασφυκτικής δημοσιονομικής προσαρμογής μπορεί να απέδωσε στον έλεγχο των ελλειμμάτων και στη μείωση του δημοσίου χρέους, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι η ανταγωνιστικότητα δεν έρχεται μόνο με την περιστολή δαπανών και κανόνες περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Αυτή η πολιτική δεν επιτρέπει ευελιξία, αποδυναμώνει τις επενδύσεις, «σκοτώνει» την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, ελάχιστοι είναι πλέον αυτοί που διαφωνούν με τη θέση ότι η χώρα έχει μείνει πίσω σε κρίσιμες υποδομές και τα χειρότερα είναι μπροστά.

Η επόμενη μεγάλη συζήτηση στο μέτωπο αυτό αφορά τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Η Γερμανία δεν έχει ακόμη εκδηλωθεί ανοιχτά σχετικά με τις προθέσεις της και όλοι οι διεκδικητές της Καγκελαρίας υπήρξαν προσεκτικοί να μην ξεφύγουν από την παραδοσιακή σκληρή γραμμή – ακόμη και ο Σοσιαλδημοκράτης και εκτός απροόπτου επόμενος ένοικος της Καγκελαρίας, Ολαφ Σολτς. Οι συζητήσεις είναι προς το παρόν παρασκηνιακές και μόνο μία ομάδα οκτώ χωρών με επικεφαλής την Αυστρία έχει ανοιχτά ταχθεί υπέρ, ουσιαστικά, της επαναφοράς στο προ της πανδημίας status quo όταν τελειώσει η ισχύς της ρήτρας γενικής διαφυγής.

Ωστόσο, μοιάζει σαφές ότι τουλάχιστον δύο χώρες θα αποκτήσουν πιο κεντρικό ρόλο στη συζήτηση αυτή. Πρόκειται για τη Γαλλία και την Ιταλία. Φυσικά, ο Εμανουέλ Μακρόν θα πρέπει πρώτα να καθαρίσει τον δρόμο μέχρι τις προσεχείς προεδρικές εκλογές και ο Μάριο Ντράγκι δεν είναι εκλεγμένος. Εμφανίζονται όμως ως «πεπεισμένοι Ευρωπαίοι» και ειδικότερα ο δεύτερος φέρει τη βαριά κληρονομιά τού «θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί» για τη διάσωση του ευρώ. Στους διαδρόμους των Βρυξελλών αλλά και των ευρωπαϊκών καγκελαριών ακούγονται ιδέες όπως π.χ. η δημιουργία ενός μεγάλου ευρωπαϊκού ταμείου κλιματικής μετάβασης (ορισμένοι αναφέρονται σε «δύναμη πυρός» 500 δισεκατομμυρίων ευρώ) που θα βρίσκεται ουσιαστικά εκτός Συμφώνου Σταθερότητας και θα υποστηρίζει τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές «πράσινες επενδύσεις». Αυτές οι δαπάνες θα μπορούν πιθανόν να εξαιρούνται από το έλλειμμα. Επίσης, σκέψεις που και στο παρελθόν έχουν ακουστεί περί ενός «προϋπολογισμού της ευρωζώνης» (fiscal capacity of the euro area) ή περί οικονομικών σταθεροποιητών φαίνεται να επανέρχονται στο τραπέζι.

Η συζήτηση είναι ακόμη πρώιμη. Οταν «ανάψει», ίσως αποβεί καθοριστική για το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης, είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο.