Εδώ και είκοσι μήνες η πανδημία δοκιμάζει τις αντοχές όλων, πολιτών και διαχειριστών της μακράς πλέον υγειονομικής κρίσης. Ιδιαιτέρως των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ, οι οποίοι από την εκδήλωση του φαινομένου καταθέτουν όλες τους τις δυνάμεις, μη φειδόμενοι κόπων και προσωπικών θυσιών.

Αρχικώς η κυβέρνηση τοποθετήθηκε έγκαιρα και καθαρά απέναντι στην πανδημία. Ελαβε, χωρίς δεύτερη σκέψη, τα επιβαλλόμενα περιοριστικά μέτρα και προστάτεψε τη χώρα και τον λαό μας από το πρώτο κύμα, κερδίζοντας χρόνο και δυνάμεις ώστε να ενισχύσει και να προετοιμάσει καταλλήλως τα νοσοκομεία και τις λοιπές μονάδες υγείας. Τιμήθηκαν δεόντως τόσο η κυβέρνηση όσο και ο Πρωθυπουργός για εκείνη την αποφασιστική στάση τους. Περιεβλήθησαν με εμπιστοσύνη από τον ελληνικό λαό, η δημοφιλία τους εκτινάχθηκε στα ύψη, τους προσφέρθηκε σχεδόν απόλυτη ελευθερία και δυνατότητα χειρισμών.

Ωστόσο η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Η κυβέρνηση υπέκυψε στις πολλές, είναι αλήθεια, πιέσεις και στην αδημονία πολιτών για γρήγορο άνοιγμα και απελευθέρωση από τα καταδυναστευτικά περιοριστικά μέτρα. Ολοι μπορούν να αντιληφθούν την ανάγκη για εξομάλυνση και επιστροφή στην κανονικότητα, ωστόσο το καλοκαίρι του 2020 η χαλάρωση ήταν μεγάλη και οι πρόνοιες αναντίστοιχες του μεγέθους της υγειονομικής απειλής. Φανερώθηκε το έλλειμμα το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, όταν το δεύτερο πανδημικό κύμα επικράτησε στη Βόρεια Ελλάδα, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες θύματα και κλονίζοντας τις δυνάμεις των περιφερειακών νοσοκομείων.

Η περσινή εμπειρία δεν ήταν η καλύτερη. Η κυβέρνηση αναγνώρισε σε επόμενη φάση τα λάθη και ιδιαιτέρως την καθυστέρηση έγκαιρης επέμβασης και επιβολής των απαραίτητων μέτρων κατά την εκδήλωση του δεύτερου κύματος. Ωστόσο ο εγκλωβισμός της στο δίλημμα μεταξύ του απαιτούμενου υγειονομικού ελέγχου και ανάταξης της οικονομίας ήταν διαρκής και πολλές φορές ανέστειλε απαραίτητες δράσεις.

Ακολούθως, εκ των πραγμάτων και από μια άποψη λογικά, η κυβέρνηση μετέφερε όλες τις προσδοκίες της για έλεγχο της υγειονομικής κρίσης στα εμβόλια. Οργάνωσε επιτυχώς τους εμβολιασμούς, έστησε ένα επαρκές και αξιόπιστο δίκτυο σε όλη τη χώρα, που επέτρεψε σε σημαντικό αριθμό συμπολιτών μας να προσέλθει στα εμβολιαστικά κέντρα με άνεση, χωρίς καθυστερήσεις και προβλήματα.

Ωστόσο και πάλι η στάση της δεν υπήρξε δεόντως αποφασιστική απέναντι στον αναπτυσσόμενο βαθμιαία κύκλο των αντιεμβολιαστών. Εκλεκτικές συγγένειες ιδιαιτέρως με εκφράσεις και εκδοχές της θρησκόληπτης και συνωμοσιολογικής Δεξιάς απέτρεψαν την επιβολή της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών, ιδιαιτέρως σε κρίσιμες για τη διαχείριση της πανδημίας ομάδες του πληθυσμού, όπως οι υγειονομικοί, οι εκπαιδευτικοί, οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί, οι απασχολούμενοι στα δημόσια μέσα μεταφοράς, οι ιερείς και πλήθος άλλων εργαζομένων σε μαζικούς χώρους.

Ταλαντεύθηκε η κυβέρνηση, άρχισε να διαπραγματεύεται με κρίσιμες επαγγελματικές ομάδες, επιτρέποντας στις πολλές εκδοχές της καθυστέρησης να προπαγανδίζουν τις αντιεπιστημονικές απόψεις τους. Προϊόντος του χρόνου ο ρυθμός των εμβολιασμών υποχώρησε, δεν επιτεύχθηκαν τα διεκδικούμενα υψηλά ποσοστά που θα ασφάλιζαν υγειονομικά τη χώρα στη διάρκεια του επερχόμενου χειμώνα.

Δεν έπραξε δυστυχώς η κυβέρνηση αυτό που έπραξαν άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες τοποθετήθηκαν ευθέως απέναντι στον κύκλο των αντιεμβολιαστών και επέβαλαν το μέτρο της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών σε πλήθος κρίσιμων επαγγελματικών ομάδων και σήμερα απολαμβάνουν καλύτερες υγειονομικές συνθήκες από τις δικές μας. Εδώ απειλούμεθα με νέο πανδημικό εκτροχιασμό, δυστυχώς πάλι στη Βόρεια Ελλάδα, όπου κυρίως ασκούνται οι δυνάμεις της καθυστέρησης.

Αυτή τη στιγμή η κυβέρνησή μας δείχνει να έχει περιέλθει σε κατάσταση μοιρολατρικής αδράνειας. Εχει αποδεχθεί ότι θα νοσήσουν οι ανεμβολίαστοι, ότι έτσι ή αλλιώς το τείχος ανοσίας θα υψωθεί με το όποιο κόστος και ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει σε γενικευμένα, καθ’ όλη την επικράτεια, περιοριστικά μέτρα.

Ετσι όμως, οφείλει να γνωρίζει ότι το Εθνικό Σύστημα Υγείας θα δοκιμαστεί εκ νέου, οι θάνατοι θα επαυξηθούν και η χώρα θα κινδυνέψει να χάσει την καλή φήμη που οικοδόμησε όλο το προηγούμενο διάστημα.

Υπάρχει ωστόσο ακόμη χρόνος για πιο αποφασιστική στάση απέναντι στους ανεμβολίαστους. Η κυβέρνηση έχει ακόμη μία ευκαιρία να επέμβει. Θα είναι κρίμα να την αφήσει να πάει χαμένη.