Η απουσία από την εγχώρια βιβλιογραφία μιας εμπεριστατωμένης και πλήρους μελέτης για την οικονομική αποτίμηση του εμφυλίου πολέμου καταδεικνύει από μόνη της τη δυσκολία του εγχειρήματος. Για την ένοπλη σύγκρουση 1946-49 έχουν γραφεί πολλά και από τις δύο πλευρές. Περιορίζονται ωστόσο στην ιστορική, πολιτικο-ιδεολογική και κοινωνική διάσταση της ένοπλης σύγκρουσης.

Απουσιάζει έτσι μια συστηματική ανάλυση των δεδομένων της ένοπλης σύγκρουσης, των κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων που ενδεχομένως την επώασαν και τη συντήρησαν, καθώς και μια ολοκληρωμένη αποτίμηση των συνεπειών σε όρους ανάπτυξης και δυνητικής ευημερίας.

Το βιβλίο του Νίκου Χριστοδουλάκη, καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργού, με τίτλο «Το τίμημα του Εμφυλίου: Συγκρούσεις & Κατάρρευση στην Ελλάδα, 1946-1949» (εκδόσεις Επίμετρο), αποτολμά μια ανάλυση των εμφύλιων συγκρούσεων με στόχο να προσδιορίσει το τίμημα που είχε σε όρους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς.

Αδημοσίευτα στοιχεία

Ο συγγραφέας αξιοποιεί μια σειρά από νέα αδημοσίευτα στοιχεία για τις μάχες του Εμφυλίου και το μεταπολεμικό οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. «Η Ελλάδα – αν και ήταν στην πλευρά των νικητών κατά του Αξονα – απώλεσε σχεδόν όλα τα προσδοκώμενα εθνικά οφέλη και τέθηκε στο περιθώριο της ανασυγκρότησης που ακολούθησαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το τίμημα υπήρξε τόσο βαρύ που κάνει τον Εμφύλιο του 1946-1949 να είναι μακράν η πιο ολέθρια και παράλογη πράξη αυτοκαταστροφής στη νεότερη ελληνική ιστορία» διαπιστώνει. Οπως εξηγεί, «το τίμημα που πλήρωσε η χώρα λόγω του Εμφυλίου αφορούσε τελικά όλες τις πλευρές – αν και φυσικά με ασύμμετρο τρόπο για νικητές και ηττημένους – και για αυτό ακριβώς έπρεπε όλους να τους είχε κινητοποιήσει για την αποτροπή του ή τουλάχιστον τον έγκαιρο τερματισμό του πριν γίνει καταστροφικός».

Οι απόψεις για το κατά πόσον αυτό ήταν εφικτό στις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι τόσες όσες και οι διαφορετικές αναγνώσεις της εφιαλτικής εκείνης ιστορικής περιόδου.

Ηταν αναπόφευκτος;

Το βασανιστικό ερώτημα που εγείρεται πάντα είναι αν η εμφύλια σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Για τον κ. Χριστοδουλάκη ήταν σίγουρα μια εξέλιξη που έπρεπε να αποφευχθεί ή έστω να μην εξελιχθεί ως τα άκρα. «Η αποτυχία των αντιμαχόμενων μερών να αποτρέψουν τη σύγκρουση – ή τουλάχιστον να διαπραγματευτούν τη λήξη της πριν κλιμακωθεί – εξετάζεται ως μια συνολική αποτυχία της λειτουργίας των θεσμών στην ελληνική κοινωνία, οι συνέπειες της οποίας ανιχνεύονται ακόμη και σήμερα σε πολλές πτυχές της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας» παρατηρεί.

Από τα στοιχεία που συνέλεξε ο συγγραφέας καταγράφοντας ακόμη και τις απώλειες στο πεδίο των μαχών μήνα-μήνα, αλλά και από τον συνδυασμό της πορείας των μαχών με τη στρατηγική και τις τακτικές αποφάσεις που λάμβαναν οι δύο πλευρές, «μπορεί να διαμορφωθεί μια εικόνα για τη δυναμική που είχε λάβει η σύγκρουση και τις ευκαιρίες που δόθηκαν να τερματιστεί νωρίτερα». Για τον ίδιο οι αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις «εγκλωβίστηκαν σε μια παρατεταμένη “παγίδα σύγκρουσης”, στη διάρκεια της οποίας η προσπάθεια της μιας πλευράς να επικρατήσει μονομερώς προσέκρουε στην ισχυρή αντίδραση του αντιπάλου, αλλά ούτε αυτός με τη σειρά του είχε επαρκή ισχύ για τη δική του μονομερή επιβολή επί του άλλου».

Τεράστιες απώλειες

Οι απώλειες που προκλήθηκαν σε ανθρώπινες ζωές, παραγωγικές εγκαταστάσεις, κοινωνικές υποδομές και πολιτικούς θεσμούς ήταν τόσο μεγάλες που υπονόμευσαν τις προοπτικές ανασυγκρότησης και ανάπτυξης της χώρας για περισσότερες από μία γενιά. «Το τίμημα υπήρξε τόσο βαρύ που κάνει τον Εμφύλιο του 1946-1949 να είναι μακράν η πιο ολέθρια και παράλογη πράξη αυτοκαταστροφής στη νεότερη ελληνική ιστορία» αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Είναι ενδεικτικό το στοιχείο ότι οι ανθρώπινες απώλειες στις μάχες του Εμφυλίου υπερέβησαν τον αριθμό απωλειών στις μάχες κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής εισβολής την περίοδο 1940-41. Αν συνυπολογίσει κάποιος τις εξορίες που ακολούθησαν και τον μαζικό εκπατρισμό των ηττημένων ανταρτών και των οικογενειών τους που ξεκόπηκαν βίαια από το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι για πολλές δεκαετίες, αλλά και τις διώξεις και το καθεστώς πολιτικού αποκλεισμού που επιβλήθηκε μετά το τέλος του Εμφυλίου, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του τιμήματος που πλήρωνε η χώρα για πολλά χρόνια, με θλιβερή κορύφωση την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, που μετέτρεψε την Ελλάδα «σε μια εστία εγκαθιδρυμένου αυταρχισμού μέχρι την τελική αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το 1974».

«Το τίμημα που πλήρωσε η χώρα λόγω του Εμφυλίου αφορούσε τελικά όλες τις πλευρές – αν και φυσικά με ασύμμετρο τρόπο για νικητές και ηττημένους – και για αυτό ακριβώς έπρεπε όλους να τους είχε κινητοποιήσει για την αποτροπή του ή τουλάχιστον τον έγκαιρο τερματισμό του πριν γίνει καταστροφικός» τονίζει ο Νίκος Χριστοδουλάκης

Το κόστος της χούντας

Μάλιστα για τον κ. Χριστοδουλάκη το μεγαλύτερο κόστος το οποίο πληρώθηκε εξαιτίας του Εμφυλίου ήταν η χούντα, «μακράν το μεγαλύτερο», όπως σχολιάζει σε συνομιλία του με «Το Βήμα», εξηγώντας ότι η χούντα «ήταν ένα παιδί του Εμφυλίου – μπορεί να ήταν εξώγαμο, αλλά ήταν παιδί του Εμφυλίου». Σύμφωνα με τον ίδιο, το στρατιωτικό πραξικόπημα θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε προηγηθεί ο εμφύλιος σπαραγμός: δεν θα είχαν σχηματιστεί όλοι αυτοί οι μηχανισμοί και οι «κλίκες» στον στρατό που «στραγγάλισαν» τη δημοκρατία, δεν θα υπήρχε το σκιάχτρο του κομμουνιστικού κινδύνου, η Αριστερά θα συμμετείχε στα πολιτικά πράγματα και η Δημοκρατία θα ήταν από τη δεκαετία του ’50 πολύ πιο εμπεδωμένη και, το σημαντικότερο, η Ελλάδα θα είχε αρχίσει να ενσωματώνεται πολύ πιο στέρεα και δομικά στον ιδρυτικό πυρήνα της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, την ΕΟΚ, «θα ήταν ένα πιο φυσιολογικό πλήρες και ομαλά εξελισσόμενο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας», όπως επισημαίνει.

Στο βιβλίο γίνεται αποτίμηση του κόστους που υπέστη η ελληνική οικονομία ως αποτέλεσμα των μαζικών ανθρώπινων απωλειών, της εκτεταμένης καταστροφής υποδομών και παραγωγικών μέσων, αλλά και της κατάρρευσης θεσμών, αγορών, συναλλακτικών εθίμων και τεχνογνωσίας, ενώ, όπως σημειώνεται, στη διάρκεια του Εμφυλίου επιβλήθηκε μια στρεβλή κατανομή δημόσιων πόρων που εξακολούθησε και μετά τον τερματισμό του προκειμένου να ενισχυθούν οι στρατιωτικές δαπάνες σε βάρος της εκπαίδευσης, των επενδύσεων και της κοινωνικής πολιτικής. «Το κόστος αυτό συγκρίνεται με ευρήματα που προκύπτουν από μελέτες άλλων χωρών για το μακροχρόνιο τίμημα μιας ένοπλης σύγκρουσης, για να καταδειχθεί τόσο ο παραλογισμός του ελληνικού Εμφυλίου όσο και οι συνέπειες σε βάθος ιστορικού χρόνου» υπογραμμίζει.

Στο 125% του ΑΕΠ του 1946 οι συνολικές απώλειες για τη χώρα

Ο Νίκος Χριστοδουλάκης στο βιβλίο του υιοθετεί τρεις εναλλακτικές προσεγγίσεις προκειμένου να προσδιοριστεί το κόστος των ένοπλων συγκρούσεων κατά τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο 1946-1949:

1. Λογιστική προσέγγιση της οικονομικής μεγέθυνσης με βάση την οποία η πτώση του ρυθμού ανάπτυξης προσδιορίζεται μέσω της καταμέτρησης των απωλειών των κύριων παραγωγικών συντελεστών εξαιτίας των συγκρούσεων.

2. Συγκριτική προσέγγιση μέσω της αντιπαραβολής της πραγματικής πορείας της εμπόλεμης χώρας με μια υποθετική πορεία που θα είχε η οικονομία της εάν δεν εμπλεκόταν σε συγκρούσεις.

3. Ανάλυση των επιπτώσεων σε ειδικότερους τομείς (όπως για παράδειγμα η φορολογία ή η κατανομή των πόρων) και εκτίμηση των στρεβλώσεων που επέφεραν στη συνολική πορεία της οικονομίας.

Κατά τη λογιστική προσέγγιση υπολογίζεται μια απώλεια του ΑΕΠ της τάξεως του -12,7% σε σχέση με τα επίπεδα που βρισκόταν στην αρχή της σύγκρουσης, ενώ υπολογίζοντας βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας ότι οι απώλειες αυτές διαρκούν για ένα διάστημα δέκα ετών προτού οι συντελεστές παραγωγής ανακτήσουν τα αρχικά τους επίπεδα, η συνολική ζημία προεξοφλημένη με 5% ετησίως προκύπτει ίση προς το 92% του ετήσιου ΑΕΠ. Οπως τονίζει ο συγγραφέας, η εκτίμηση αυτή είναι εντός του εύρους που υπολογίζεται σε περιπτώσεις άλλων εμφύλιων πολέμων.

Η εκτίμηση Αβέρωφ

Ωστόσο διαφέρει αισθητά από άλλες εκτιμήσεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα στην Ελλάδα, όπως του Αβέρωφ, σύμφωνα με τον οποίο η άμεση υλική καταστροφή εξαιτίας του Εμφυλίου ανήλθε σε περίπου 250 εκατ. δολάρια σε σταθερές τιμές του 1948, ενώ προσθέτοντας τις ζημίες σε κατοικίες, το κόστος μετεγκατάστασης και τον χρόνο εργασίας που χάθηκε από την εσωτερική μετατόπιση πληθυσμών εκτιμούσε ότι οι απώλειες συνολικά έφτασαν το 1 δισ. δολάρια σε τιμές του 1948.

Οπως παρατηρεί ο κ. Χριστοδουλάκης, το ελληνικό ΑΕΠ του 1956 ήταν 75.240 εκατ. δραχμές ή 2.837 εκατ. δολάρια σε τιμές του 1948. Επομένως, θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις του Αβέρωφ αντιπροσωπεύουν μόνο το 35% του ετήσιου ΑΕΠ, απόκλιση που οφείλεται στον μη συνυπολογισμό των τραυματισμών, εξοριών, φυλάκισης, υπερορίας και πολιτικού αποκλεισμού των διωκομένων στις μαζικές απώλειες ανθρώπινου δυναμικού.

Η συγκριτική εικόνα

Η συγκριτική ανάλυση που κάνει ο κ. Χριστοδουλάκης επιτείνει περαιτέρω την εικόνα των απωλειών σε ΑΕΠ. Η σύγκριση γίνεται με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες δεν δοκιμάστηκαν από παρόμοια σύγκρουση και είχαν καλύτερες επιδόσεις στην οικονομία τους. Ο αντίκτυπος του ελληνικού εμφυλίου προσεγγίζεται ως η διαφορά μεταξύ του όντως πραγματοποιηθέντος ΑΕΠ και του δυνητικού που θα είχε αν οι εξελίξεις ήταν παρόμοιες με τις συγκρίσιμες χώρες.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συγγραφέα, με ετήσιο ρυθμό προεξόφλησης 5%, οι αθροιστικές απώλειες για την περίοδο 1945-1956 αντιστοιχούν στο 125% του ΑΕΠ του 1946, αποτίμηση που είναι αισθητά υψηλότερη του 92% που υπολογίστηκε με τη λογιστική μέθοδο που δεν περιλαμβάνει τον ρόλο των δημοσίων υποδομών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ – η διαφορά της λογιστικής (92%) από τη συγκριτική (125%) αποτίμηση των απωλειών ανέρχεται στο 33% του ΑΕΠ. Η ανάπτυξη άρχισε να επιταχύνεται μόνο μετά το 1951, ενώ το ΑΕΠ της χώρας έφτασε σε μια ικανοποιητική τροχιά μόλις το 1958. «Το αποτέλεσμα αυτό επιβεβαιώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα χρειάζεται περίπου δέκα χρόνια για να επανέλθει στην κανονικότητα έπειτα από έναν εμφύλιο πόλεμο» σημειώνεται. Αν αποτολμούσε κάποιος να υπολογίσει σε σημερινές τιμές τις απώλειες, τότε αυτές θα ξεπερνούσαν τα 200 δισ. ευρώ.

Ακόμη και σήμερα

Η βαριά κληρονομιά που άφησε η εμφύλια σύγκρουση και ο διαβρωτικός αντίκτυπός της δεν περιορίστηκε εκεί. Οπως παρατηρεί ο κ. Χριστοδουλάκης, «ανιχνεύεται ακόμη και σήμερα, στα στερεότυπα του πολιτικού λόγου, σε πάγιες δυσλειτουργίες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στην προβληματικότητα αρκετών θεσμών».