Αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο πως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αιφνιδιάστηκε συγκριτικά λιγότερο από την καταστροφική πανδημία, καθώς ήδη από καιρό αντιμετώπιζε τα βάρη και τη βαριά κληρονομιά του παρελθόντος. Η πανδημία, με την έννοια αυτή, μας συνάντησε ενώ σχεδιάζαμε την ταχεία επανεκκίνηση του τραπεζικού συστήματος.

Δεν επιχειρώ να υποβαθμίσω την έκταση των προβλημάτων, ούτε το ενδεχόμενο να επιδεινωθούν κάποια (ιδίως τα μη εξυπηρετούμενά δάνεια) εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Υποστηρίζω όμως ότι οι ελληνικές τράπεζες μέσα από την περιπέτεια των τελευταίων ετών έχουν τα απαραίτητα εφόδια να κινηθούν με αποτελεσματικότητα προς το μέλλον.

Οι πάντες πλέον αντιλαμβάνονται πως η λειτουργία της οικονομίας, η επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, η προτεραιότητα στη δημιουργία πλούτου και θέσεων εργασίας, στην αύξηση των εισοδημάτων, προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, επιτάχυνση της εξυγίανσης και ενίσχυσης των ισολογισμών των τραπεζών.

Η πραγματική οικονομία χρειάζεται τράπεζες με χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των χορηγήσεων, χρειάζεται ισχυρές κεφαλαιακά τράπεζες που δεν θα στηρίζονται σε «τεχνητές» μορφές κεφαλαίων όπως η αναβαλλόμενη φορολογία, αλλά θα διαθέτουν επάρκεια «καθαρών» κεφαλαίων (τόσο βασικών ιδίων κεφαλαίων – CET 1 – όσο και συμπληρωματικών -Tier 2) που θα επιτρέπουν τη δυναμική συμμετοχή τους στην πιστωτική επέκταση.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε ανάγκη ισχυρές τράπεζες που θα ηγούνται της ανάπτυξης.

Για να εκπληρώσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους, πρέπει να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια (είτε με εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου είτε, εάν και όπου χρειάζεται, με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου), να επιταχύνουν τον ρυθμό του λειτουργικού και ψηφιακού τους μετασχηματισμού, να προσαρμόσουν τάχιστα τα επιχειρηματικά τους μοντέλα στις επιταγές και ανάγκες της αγοράς αλλά και του διεθνούς ανταγωνισμού, να εναρμονίσουν τα λειτουργικά τους κόστη στα νέα μειωμένα μεγέθη εσόδων και φυσικά να εξυγιάνουν τους οικείους ισολογισμούς απαλλάσσοντάς τους από τα βάρη του παρελθόντος.

Η ευελιξία, η ανθεκτικότητα, η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, η ψηφιοποίηση των πάσης φύσεως λειτουργιών και η ευρεία χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, η επιτάχυνση στη λήψη αποφάσεων πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα. Nα βρεθούν στον πυρήνα της νέας στρατηγικής τους.

Οι διοικήσεις τoυς τραπεζών έχουν την ευθύνη να δώσουν έμφαση στις ανάγκες των πελατών τους, αναπτύσσοντας δυναμικά προϊόντα και υπηρεσίες και αξιοποιώντας παραγωγικά τη ρευστότητα που απλόχερα παρέχεται από την ΕΚΤ, αιμοδοτώντας την επιχειρηματικότητα, τα μεγάλα έργα υποδομών, την εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων και τις αναπτυξιακές επενδύσεις.

Να εκμεταλλευθούν στο έπακρο ευκαιρίες που τους παρέχονται ώστε να διευρύνουν τις πηγές εσόδων τους και να διεισδύσουν σε κερδοφόρες αγορές και νέα πελατολόγια ώστε να αντισταθμίσουν την απώλεια εσόδων απόρροια της απομόχλευσης και συρρίκνωσης των ισολογισμών τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα φυσικά πρόσωπα υψηλού πλούτου που επενδύουν και μετεγκαθίστανται στην Ελλάδα, αλλά και τα οικογενειακά γραφεία (family offices), το νομοθετικό πλαίσιο για τα οποία αναμένεται.

Πρέπει να κοιτάξουν ψηλά και μακριά, πέρα από τις επιπτώσεις της πανδημίας και τη βαριά κληρονομιά των κόκκινων δανείων, υιοθετώντας νέους, αποδοτικότερους τρόπους λειτουργίας, υλοποιώντας πιστά τις πρωτοβουλίες εξυγίανσης και μετασχηματισμού που έχουν αναλάβει.

Οι τράπεζες έχουν αναπτύξει ικανά αντισώματα που τώρα μέλλει να  αποδειχθούν εξόχως χρήσιμα. Διαθέτουν στρατηγική και σχέδιο για το μέλλον, πολύτιμη εμπειρία από τη σχετικά πρόσφατη παρουσία τους στα Βαλκάνια και στη ΝΑ Ευρώπη, ικανοποιητική οργανική και λειτουργική ελαστικότητα, την οποία και επέδειξαν καθ’ όλη τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, καταρτισμένα και ικανά στελέχη, ευρωπαϊκή στήριξη, κρατική ενθάρρυνση και υποστήριξη.

Είναι έτοιμες για ολική επαναφορά!

Ο κ. Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης είναι αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.