Στα πρώτα χρόνια της κρίσης αργήσαμε λίγο να καταλάβουμε τι ακριβώς είχε ξεκινήσει να συμβαίνει στους γύρω μας. Στην αρχή δεν ακούγονταν ούτε οι φωνές τους. Μετά άρχισαν να πλησιάζουν, να γίνονται πιο κοντινοί μας άνθρωποι και στο τέλος όταν πια χτύπησε και τη δική μας πόρτα, ακούσαμε αυτό το σβηστό κλάμα. Ενα υπόκωφο βουητό ανέχειας. Σιωπηλοί πανικοί πίσω από κλειστές πόρτες και ένα αίσθημα ντροπής – λες και ήταν δική τους ευθύνη – που δεν τους άφηνε να ζητήσουν βοήθεια, ούτε καν να μιλήσουν. Αρχίσαμε να μιλάμε όταν πια είχε γενικευτεί, και η ντροπή είχε μοιραστεί.

Κάτι ανάλογο έχει αρχίσει να συμβαίνει εδώ και μερικούς μήνες. Για πάρα πολλούς ανθρώπους το χτύπημα είναι δυσανάλογο του δίκαιου επιμερισμού των συνεπειών μιας οικονομικής κρίσης – αν ποτέ υπήρξε τέτοια δικαιοσύνη. Υπάρχουν επαγγέλματα που έχουν παγώσει εντελώς. Εχουν κλείσει εδώ και οκτώ μήνες και η πρόβλεψη είναι για άλλους τόσους. Ηθοποιοί, μουσικοί, εργαζόμενοι γύρω από τον πολιτισμό και την εστίαση, τον τουρισμό, και τόσοι άλλοι κλάδοι. Τα ρέστα στην άκρη έχουν τελειώσει προ πολλού και οι λύσεις που σκέφτονται θα τους πάνε χρόνια πίσω. Φίλος με δύο παιδιά σκέφτεται να ξενοικιάσει το τριάρι και να πάνε όλοι μαζί σε δυάρι. Ο,τι μπορέσει να γλιτώσει. Και δεν είναι βέβαια αυτό το πιο ακραίο παράδειγμα. Ενα από τα πάρα πολλά παραδείγματα που ορισμένοι επιμένουν ακόμη να τα βαφτίζουν περιπτωσιολογία.

Υπάρχουν δύο δυνάμεις που οφείλουμε όλοι να επιστρατεύουμε σε τέτοιους καιρούς. Η φυγόκεντρος, δηλαδή η διεκδίκηση, και η κεντρομόλος που είναι η αλληλεγγύη. Δύο συμπληρωματικές «ποιότητες» των πολιτών, των ανθρώπων. Συνήθως, όταν αναπτύχθηκε υπέρμετρα η μία εις βάρος της άλλης, τα αποτελέσματα ήταν μισά. Κάτι απρόσωπα κινήματα που λειτούργησαν περισσότερο εκδικητικά παρά πολιτικά, αλλά και κάτι πανικόβλητες ιδιωτεύσεις που πίστεψαν ότι οι δρόμοι της σωτηρίας περνούσαν μέσα από την προσωπική τους καπατσοσύνη.

Τουλάχιστον μιλάμε πια. Τι να κρύψεις και από ποιους; Οσοι έχουν κάποια δεξιότητα στους αυτοσχεδιασμούς και στην επινόηση πρόσκαιρων λύσεων τα κουτσοκαταφέρνουν, αλλά δεν είναι όλοι μαθημένοι στους ελιγμούς. Οι περισσότεροι είναι βαριά καράβια μετά από τόσα χρόνια στον αυτόματο και στην αυστηρή τους επαγγελματική εξειδίκευση, δεν έχουν εναλλακτικές.

Αλλά το πιο βαρύ καράβι είναι το κράτος. Εκεί ο αυτόματος κάποιων παρωχημένων πρακτικών βγαλμένων από μια διδακτέα ύλη που δεν έχει επαφή με την εποχή και τις ανάγκες της προσπαθεί να υποδυθεί πρόνοια, αλλά τους είναι πολύ δύσκολο γιατί η κοινωνική πρόνοια ήταν πάντα μάθημα επιλογής.

Με γενικεύσεις και ομαδικές λύσεις, αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες του κάθε κλάδου, τις ευαίσθητες αποχρώσεις του έργου που παράγουν και της αναγκαιότητάς του για το σύνολο, μοιάζουν να αντιγράφουν πρωτόκολλα σε φωτοτυπικό και να αλλάζουν μόνο τις επικεφαλίδες.

Δεν είναι εύκολο για κανέναν αυτό που συνέβη και είναι μικροψυχία να ψέξεις όσους δεν ήταν έτοιμοι για κάτι τέτοιο. Ομως μπορείς να διακρίνεις αν υπάρχει πραγματικό νοιάξιμο και ειλικρινής προσπάθεια κατανόησης. Τι να κάνουμε, συνέβη. Και συνέβη στη βάρδιά μας. Ολων μας.