Yπήρξε μια εποχή που ήταν γνωστή απλώς ως η «Βιβλιοθήκη του κ. Μόργκαν». Μισό αιώνα μετά την ίδρυσή της έγινε Εθνικό Ιστορικό Τοπόσημο, ένας φάρος εκλεπτυσμένης μεγαλοπρέπειας στην καρδιά της Νέας Υόρκης, στη λεωφόρο Μάντισον. Σήμερα η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Μόργκαν αποτελούν ένα επιβλητικό σύμπλεγμα κτιρίων διαφορετικών στυλ αρχιτεκτονικής μαζί με την απαραίτητη πρόσφατη προσθήκη μιας μοντερνιστικής πινελιάς από τον (γνωστό σε εμάς και από το ΚΠΙΣΝ) Ρέντσο Πιάνο.

Το πρώτο από τα κτίρια δημιουργήθηκε για να στεγάσει την ιδιωτική βιβλιοθήκη του τραπεζίτη Τζον Πίερποντ Μόργκαν (1837-1913), γνωστού βεβαίως ως Τζ. Π. Μόργκαν, δημιουργού του ομώνυμου επενδυτικού κολοσσού, ο οποίος εκτός από «Ναπολέων της Γουόλ Στριτ» και ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους των ΗΠΑ υπήρξε και δεινός συλλέκτης, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στα σπάνια χειρόγραφα.

Εξ ου και η βιβλιοθήκη του χτίστηκε κοντά στο σπίτι του στη λεωφόρο Μάντισον ως ένα σύγχρονο, μίνι αναγεννησιακό παλάτσο την περίοδο 1902-1906. Είχε σχεδιαστεί από τον αρχιτέκτονα Τσαρλς Φόλεν Μακ Κιμ ως ένα κτίριο που θα ήταν μεγαλοπρεπές στην εμφάνιση αλλά χωρίς υπερβολή στην κλίμακά του, καθώς ο στόχος ήταν να αντικατοπτρίζεται εξωτερικά το πολύτιμο περιεχόμενο που βρισκόταν εντός του, αλλά και να συνιστά ένα έξοχο παράδειγμα, και γιατί όχι και την επιτομή, της αρχιτεκτονικής «εποχής της κομψότητας» στην Αμερική του αιώνα που μόλις ξημέρωνε. Ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει η πλούσια διακόσμησή του εσωτερικά, και ιδιαίτερα η πολύχρωμη επιβλητική ροτόντα με τις περίτεχνες γύψινες διακοσμητικές λεπτομέρειες και τις πανέμορφες τοιχογραφίες του θόλου της, φιλοτεχνημένες με έμπνευση από το έργο του Ραφαήλ. Οσο ζούσε ο τραπεζίτης, τα τρία δωμάτια που είναι σήμερα ανοιχτά στο κοινό χρησιμοποιούνταν ως το προσωπικό του γραφείο, όπως και εκείνο της βιβλιοθηκαρίου του, ενώ το τρίτο στέγαζε την ίδια τη βιβλιοθήκη του. Συγκεκριμένα, αυτό που ήταν κάποτε το γραφείο του Μόργκαν και αποτελεί σήμερα τη «Δυτική Βιβλιοθήκη» έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της εσωτερικής διακόσμησης στην Αμερική.

Ο χώρος όπου μελετούσε ο πανίσχυρος τραπεζίτης.

Σημειωτέον, η πολύτιμη ιδιωτική βιβλιοθήκη έγινε δημόσια έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Τζ. Π. Μόργκαν, αφότου δηλαδή είχε περιέλθει στην κατοχή του γιου του και κληρονόμου του Τζ. Π. Μόργκαν του νεότερου, γνωστού ως Τζακ (1867-1943), ο οποίος πίστευε ότι έπρεπε να μοιραστεί με τον κόσμο το περιεχόμενο της συλλογής του πατέρα του.

Σιγά-σιγά λοιπόν, από το 1928 και μετά, η βιβλιοθήκη άρχισε να επεκτείνεται κτιριακά. Αρχικά για να συμπεριλάβει την κατοικία του Τζ. Π. Μόργκαν του πρεσβύτερου που είχε πια φύγει από τη ζωή και χρόνια μετά, το 1988, και την παλαιά κατοικία του υιού Τζακ. Υποτίθεται ότι δεν ήταν και τόσο δύσκολο, καθώς όλα  τα κτίρια βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση στη λεωφόρο Μάντισον και συνενώνονταν με τροποποιήσεις στη μεταξύ τους πρόσβαση. Το 2006 ήρθε να προστεθεί και ένα καινούργιο κτίριο που φέρει την υπογραφή του βραβευμένου με Pritzker Ρέντσο Πιάνο. Χτίστηκε από χάλυβα και γυαλί στο ήδη υπάρχον σύμπλεγμα προκειμένου να αυξηθούν τα τετραγωνικά των εκθεσιακών χώρων αλλά και οι υπηρεσίες που προσφέρονται στο κοινό. Την περασμένη χρονιά ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου Μόργκαν ανακοίνωσε ότι οι προσόψεις του πρώτου κτιρίου, που ολοκληρώθηκε το 1906, όσο ζούσε δηλαδή ο Τζ. Π. Μόργκαν, θα υποβληθούν σε εργασίες καθαρισμού και αισθητικής αποκατάστασης ύψους 12,5 εκατ. δολαρίων, για πρώτη φορά στα 114 χρόνια λειτουργίας της βιβλιοθήκης.

Η περίφημη συλλογή: από Μπετόβεν μέχρι Ντίλαν

Εξίσου εντυπωσιακή με το περίβλημά της είναι και η ίδια η συλλογή του  Τζ. Π. Μόργκαν. Ο πανίσχυρος τραπεζίτης συγκέντρωνε σπάνια βιβλία και χειρόγραφα, σχέδια ζωγράφων αλλά και αρχαία αντικείμενα, καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος ενδιαφερόντων και περιόδων στην ιστορία της τέχνης. Από την αρχαία αιγυπτιακή τέχνη στην Αναγέννηση και τις κινεζικές πορσελάνες, ο Μόργκαν είχε το γούστο και το μάτι ενός επιδέξιου connoisseur που συχνά ταξίδευε ο ίδιος για να αποκτήσει ένα πολύτιμο αντικείμενο το οποίο είχε υποπέσει στην αντίληψή του. Εξ ου και ανάμεσα στα πιο σημαντικά εκθέματα της συλλογής του περιλαμβάνονται σημαντικά ιστορημένα χειρόγραφα, ορισμένες από τις πρώτες Βίβλους που τυπώθηκαν την εποχή του Γουτεμβέργιου, αλλά και έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας από τον Μεσαίωνα. Οπως είναι η περίφημη τρίπτυχη σταυροθήκη του Stavelot (μια μεσαιωνική σταυροθήκη Τιμίου Ξύλου από χρυσό και σμάλτο) ή τα μεταλλικά εξώφυλλα των ευαγγελίων του Λιντάου. O Τζ. Π. Μόργκαν αγαπούσε να αγοράζει επίσης λιμπρέτι και παρτιτούρες που έφεραν τις υπογραφές μεγάλων μουσουργών όπως οι Μπετόβεν, Μπραμς, Σοπέν, Μάλερ και Βέρντι, ενώ ανάμεσα στα αποκτήματά του περιλαμβάνονται επίσης τα πρώτα χειρόγραφα βιβλίων συγγραφέων όπως ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ακόμα και τα κομμάτια χαρτιού πάνω στα οποία ο Μπομπ Ντίλαν έγραψε τα τραγούδια «Blowin’ in the Wind» και «It Ain’t Me Babe», αποκτήματα βεβαίως των συνεχιστών της συλλογής του, περιλαμβάνονται σε αυτή την κιβωτό ετερόκλητων αριστουργημάτων. Γιατί βέβαια μετά τον θάνατο του Τζ. Π. Μόργκαν, εκτός από τις κτιριακές υποδομές της βιβλιοθήκης, άρχισε να εμπλουτίζεται και το περιεχόμενό της. Στην πορεία, τόσο μέσα από αγορές όσο και από δωρεές, αποκτήθηκε υλικό από την πρόσφατη Ιστορία, όπως επίσης πολλά παλιά παιδικά βιβλία.

Η περίφημη ροτόντα με τις γύψινες διακοσμητικές λεπτομέρειες και τις τοιχογραφίες που είναι εμπνευσμένες από το έργο του Ραφαήλ.

Πολλά από αυτά τα αντικείμενα και έργα τέχνης παρουσιάζονται κατά περιόδους στο κοινό μέσα από εκθέσεις που διοργανώνονται και παράλληλα μαρτυρούν το μεγάλο εύρος της συλλογής. Πρόσφατα, για παράδειγμα, είχε ανοίξει μια έκθεση για τον εορτασμό της 250ής επετείου των γενεθλίων του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Σε αυτή πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ένα πρωτότυπο χειρόγραφο του μεγάλου συνθέτη το οποίο είχε αποκτήσει ο Τζ. Π. Μόργκαν το 1906.

Αυτές τις ημέρες στη Βιβλιοθήκη και στο Μουσείο Μόργκαν παρουσιάζονται έργα της 94χρονης Μπέτιε Σάαρ, της αφροαμερικανίδας εικαστικού από το Λος Αντζελες, ενώ από τις 2 Οκτωβρίου και έως τις 30 Μαΐου το κοινό θα έχει την ευκαρία να δει την έκθεση «Drawing from Life» με έργα του Ντέιβιντ Χόκνεϊ που συνδιοργανώνεται με την Εθνική Πινακοθήκη Πορτρέτων του Λονδίνου και τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Είναι δηλαδή η ίδια που φιλοξενήθηκε για λίγο – ελέω COVID-19 – στη βρετανική πρωτεύουσα τον περασμένο Φεβρουάριο και εστιάζει στα έργα που έχει φιλοτεχνήσει ο Χόκνεϊ σε χαρτί στη διάρκεια της καριέρας του.

Ο αβύθιστος «βαρόνος ληστής» και ο «Πανικός του 1907»

Το ενδιαφέρον είναι ότι στην ιστοσελίδα της Βιβλιοθήκης και του Μουσείου ο ιδρυτής τους αναφέρεται ως «ένας από τους πιο σημαντικούς συλλέκτες και μεγαλύτερους ευεργέτες στον τομέα του πολιτισμού στην Αμερική». Το σίγουρο είναι ότι οι σύγχρονοί του δεν το αντιλαμβάνονταν πλήρως, ή έστω αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν ήταν οι πρώτοι που τους έρχονταν στο μυαλό στο άκουσμα του ονόματός του. Κι ας είχε όντως στην κατοχή του μια σπουδαία συλλογή και ένα αξιόλογο κριτήριο, στη διαμόρφωση του οποίου είχαν συμβάλει και οι σπουδές του στην Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία, κι ας είχε όντως στο ενεργητικό του σημαντικές δωρεές σε μουσεία όπως το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης.

Γιατί το όνομα του Μόργκαν δεν επιζεί μέχρι σήμερα μόνο χάρη στη Βιβλιοθήκη και στο Μουσείο. Μας είναι γνωστό κυρίως εξαιτίας της σημερινής «μεταλλαγμένης» – ένεκα των συγχωνεύσεων – τράπεζας JP Morgan Chase, αυτού του μεγαθηρίου οικονομικών υπηρεσιών που δημιούργησε ο ίδιος πριν από πολλά-πολλά χρόνια. Εξάλλου, πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί της οικονομίας προσδιορίζουν χρονικά τη «γέννηση» των τραπεζών ως το έτος που ήρθε στον κόσμο αυτός, ο Τζον Πίερποντ Μόργκαν, υιός Ιουνίου Σπένσερ Μόργκαν, πλούσιου εμπόρου και τραπεζίτη, ο οποίος κληροδότησε στον απόγονό του μια μεγάλη περιουσία και μια πολύτιμη τεχνογνωσία.

Εκείνος φάνηκε αντάξιος γιος του πατέρα του, αλλά κατάφερε να φτάσει πολύ πιο μακριά και να μείνει γνωστός στην Ιστορία ως ο «βαρόνος ληστής», με σημαντικότερο επίτευγμά του τη «μοργκανοποίηση» (morganization), δηλαδή την επιθετική εξαγορά προβληματικών επιχειρήσεων ή τη δημιουργία μονοπωλίων που τον βοηθούσαν να συσσωρεύει πλούτο. Γεννημένος στο Χάρτφορτ του Κονέκτικατ, ίδρυσε τη δική του εταιρεία, την J. Pierpont Morgan & Company, το 1860 και έβγαλε το πρώτο του εκατομμύριο στη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου χάρη στο νόμιμο αλλά και το λαθραίο εμπόριο πολεμικού υλικού από την Ευρώπη. Μαζί με συνεταίρους ίδρυσε στα τέλη του 19ου αιώνα την JP Morgan & Company και πολύ σύντομα κατάφεραν να έχουν υπό τον έλεγχό τους περί τα 1,2 δισ. δολάρια και τη δύναμη να αποκτούν όλα τα χειρόγραφα και τις παρτιτούρες του κόσμου.

Εργα που θα παρουσιαστούν στην έκθεση του Ντέιβιντ Χόκνεϊ με τίτλο «Drawing from Life», η οποία θα φιλοξενηθεί στη Νέα Υόρκη από τις 2 Οκτωβρίου.

Ο πλούτος του ήταν αμύθητος. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι το κτίριο που χτίστηκε ως βιβλιοθήκη τού είχε κοστίσει περί τα 1,2 εκατ. δολάρια το μακρινό 1906. Ο Μόργκαν ήταν πανίσχυρος, ένας αδίστακτος καπιταλιστής, γνωστός για τη σκληρότητά του και την ντροπιαστική – για τον ίδιο – μοβ μύτη του που την ταλαιπωρούσε ακραίας μορφής ροδόχρους ακμή απ’ όταν ήταν μικρό παιδάκι. Ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις και δάνειζε επανειλημμένα το αμερικανικό κράτος στη διάρκεια οικονομικών κρίσεων, με όρους βέβαια ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τον ίδιο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η παρέμβασή του στον «Πανικό του 1907», το κραχ που αποφεύχθηκε τελικά χάρη στον δικό του δανεισμό.

Ο Μόργκαν έμεινε στην Ιστορία και ως ο «Mr General Electric», ως ο πάτρωνας του Τόμας Εντισον, που μετέτρεψε μάλιστα το σπίτι του σε εργαστήριο για τον διάσημο εφευρέτη (υπήρξε η πρώτη ιδιωτική κατοικία που ηλεκτροδοτήθηκε στη Νέα Υόρκη), πιστεύοντας από την πρώτη στιγμή στο μέλλον του ηλεκτρικού ρεύματος, αρχικά του σταθερού και εν συνεχεία του πιο ασφαλούς εναλλασσόμενου που είχε δημιουργήσει ο Τέσλα. Εκτός από το ρεύμα, ο Μόργκαν έγινε κυρίαρχος και των σιδηροδρομικών γραμμών και στις αρχές του 20ού αιώνα ήλεγχε το μισό εθνικό δίκτυο των ΗΠΑ.

Αυτές ήταν μόνο ελάχιστες από τις δραστηριότητες του χαλκέντερου και απίστευτα τυχερού τραπεζίτη, ο οποίος αποφάσισε μόνο την τελευταία στιγμή να μην ταξιδέψει με τον «Τιτανικό», όπου είχε κλείσει μια ειδικά διαμορφωμένη σουίτα. Η ζωή φάνηκε γενναιόδωρη μαζί του μέχρι το τέλος, καθώς του επιφύλαξε και τον πιο μακάριο θάνατο. Πέθανε στον ύπνο του σε κεντρικό ξενοδοχείο της Ρώμης λίγο πριν από τα 76α του γενέθλια, βυθίζοντας στο πένθος το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Ηταν το 1913 και η περιουσία του υπολογιζόταν γύρω στα 70 εκατ. δολάρια (ας πούμε γύρω στο 1,4 δισ. σήμερα), ποσό όχι εφάμιλλο με τα πεπραγμένα του, γεγονός που έκανε τον Tζον Ντ. Ροκφέλερ να αναφωνήσει: «Μας είχε όλους στην τσέπη του και δεν ήταν καν τόσο πλούσιος».