Προ των πυλών βρίσκεται η εφαρμογή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ασφάλισης στον δεύτερο ασφαλιστικό πυλώνα, δηλαδή στις επικουρικές συντάξεις.

Η εφαρμογή του συγκεκριμένου συστήματος – μόνο στους νέους εργαζομένους – τοποθετείται εντός του 2021, ενώ ο νέος υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων Π. Τσακλόγλου και ο οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού Αλ. Πατέλης μέσω του «Βήματος της Κυριακής» προανήγγειλαν τις κυβερνητικές επιλογές στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης.

Η τοποθέτηση του κ. Τσακλόγλου στη θέση του αρμοδίου για την κοινωνική ασφάλιση υφυπουργού στο υπουργείο Εργασίας, όπως και οι «ιδέες» που περιέχονται στο πόρισμα της επιτροπής τεχνοκρατών, υπό τον κ. Χρ. Πισσαρίδη, για το Ασφαλιστικό, προδιαγράφουν τις επικείμενες αλλαγές και τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για τον επόμενο γύρο των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων.

Τροποποιήσεις

Ο κεφαλαιοποιητικός χαρακτήρας του δεύτερου πυλώνα του νέου ασφαλιστικού συστήματος αποτελεί τη βασικότερη αλλαγή, ενώ στο πόρισμα περιγράφονται τροποποιήσεις στο καθεστώς των εισφορών – με στόχο τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους – όπως και αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης.

«Αρκετά έχουν να γίνουν ακόμη στο Ασφαλιστικό», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσακλόγλου αναλαμβάνοντας τα νέα του καθήκοντα και πρόσθεσε ότι «οι αλλαγές δεν θα αφορούν – αποκλειστικά – τον δεύτερο πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος», δηλαδή τις επικουρικές συντάξεις, αλλά και άλλους τομείς του Ασφαλιστικού.

Ταυτοχρόνως, το πόρισμα Πισσαρίδη αποτελεί μια πρώτη προσέγγιση των επερχόμενων αλλαγών. Σε αυτό γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών και στην πίεση που ασκεί το συγκεκριμένο πρόβλημα στο ασφαλιστικό σύστημα. Καθώς και στα υψηλά ποσοστά της συνταξιοδοτικής δαπάνης (16,5% του ΑΕΠ έναντι 13,2% στην ευρωζώνη), που φέρνουν τη χώρα μας στην υψηλότερη θέση στην ευρωζώνη. Επίσης σημειώνεται το υψηλό ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη των συντάξεων που έφτασε στο 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην ΕΕ. «Σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη), το ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην ευρωζώνη ( 23,1% κατά μέσο όρο)» σημειώνουν χαρακτηριστικά οι τεχνοκράτες της επιτροπής.

Εκσυγχρονισμός

Οι συγκεκριμένες αναφορές προδιαγράφουν και τις επικείμενες αλλαγές, ενώ το πόρισμα αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «δεν επαρκούν οριακές παραμετρικές αλλαγές», αλλά συνιστάται «ο εκσυγχρονισμός του συστήματος, ώστε η χρηματοδότησή του να μπει σε σταθερή μακροπρόθεσμη βάση, να μη δημιουργούνται αντικίνητρα στην εργασία και να αυξηθεί η ανταποδοτικότητα του συστήματος».

Οι τεχνοκράτες επισημαίνουν προβλήματα στη δομή του ασφαλιστικού συστήματος, όπως η υπέρμετρη επιβάρυνση της εργασίας και ο περιορισμένος βαθμός ανταποδοτικότητας. Για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης, προτείνουν «την ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων», ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων και ένα μέρος της να καλυφθεί από συσσωρευμένη αποταμίευση. Προτείνουν τονμετασχηματισμό της επικουρικής σύνταξης (σήμερα νοητής κεφαλαιοποίησης) σε νέα επικουρική που θα λειτουργεί πλήρως κεφαλαιοποιητικά. Η μεταρρύθμιση, επισημαίνουν, πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζομένους και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν).

Μάλιστα εκτιμούν ότι μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και 99 δισ. ευρώ σε βάθος 40 ετών.

Η νέα επικουρική

«Τη σταδιακή μετατροπή του δεύτερου πυλώνα της ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητικό» προανήγγειλε μέσω του «Βήματος» ο υφυπουργός Π. Τσακλόγλου, ενώ ο Αλ. Πατέλης, αναφερόμενος στα νέα μέτρα για τις επικουρικές, διαβεβαίωσε ότι «δεν θα υπάρξουν μειώσεις για τους υφιστάμενους συνταξιούχους, αλλά προοπτική για τη νέα γενιά».

Ουσιαστικά οι αλλαγές στην επικουρική σύνταξη αποτελούσαν προεκλογική εξαγγελία του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η μετατροπή της σε αμιγώς κεφαλαιοποιητική είχε τεθεί στο τραπέζι και πριν από λίγους μήνες. Μάλιστα αποτέλεσε τη βασική αιτία «έντονων διαφωνιών» και ρήξης των σχέσεων μεταξύ του νυν υπουργού Ι. Βρούτση και του τότε υφυπουργού Ν. Μηταράκη, ο οποίος ήταν υπέρμαχος του νέου συστήματος, και τελικώς απομακρύνθηκε από το υπουργείο Εργασίας.

Η κυβέρνηση επαναφέρει το θέμα αυτό, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι πρόθεσή της είναι το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης να προχωρήσει εντός του 2021. Ο τότε υφυπουργός εκτιμούσε ότι το νέο σύστημα θα αποδίδει αυξημένες κατά 35% παροχές στους ασφαλισμένους.

Σύμφωνα με το τότε κυβερνητικό σχέδιο, οι ενταγμένοι στο νέο σύστημα ασφαλισμένοι θα μπορούν ελεύθερα να επιλέγουν πού και πώς θα επενδυθούν οι εισφορές τους, προχωρώντας σε κινήσεις χαμηλού ή και υψηλού ρίσκου. Το σχέδιο προέβλεπε επικουρική σύνταξη αμιγώς κεφαλαιοποιητική, ενώ η κύρια να παραμένει δημόσια και αναδιανεμητική. Ο ασφαλισμένος θα έχει λόγο και δικαίωμα στη συνδιαμόρφωση του συνταξιοδοτικού βίου του. Κάθε ασφαλισμένος θα διαθέτει τον δικό του ατομικό λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ και τα χρήματά του θα επενδύονται βάσει της στρατηγικής που ο ίδιος έχει επιλέξει, ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προϊόντα χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου.

Επίσης ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει – εντός ενός πλαισίου – και την ηλικία συνταξιοδότησής του, ανεξαρτήτως του γενικού ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Τέλος το 25% του κεφαλαίου που συσσωρεύεται στην ατομική μερίδα του ασφαλισμένου θα μπορεί να καταβληθεί κατά τη συνταξιοδότηση με τη μορφή εφάπαξ ενώ το υπόλοιπο με τη μορφή μηνιαίας σύνταξης.

Το Δημογραφικό

Λύσεις για την άμβλυνση των επιπτώσεων του δημογραφικού προβλήματος στο ασφαλιστικό σύστημα δίνει η μετατροπή σε κεφαλαιοποιητικού του υφιστάμενου διανεμητικού χαρακτήρα του δεύτερου ασφαλιστικού πυλώνα – δηλαδή της επικουρικής ασφάλισης.

«Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα ελαχιστοποιεί τον λεγόμενο «δημογραφικό κίνδυνο», καθώς οι αποδόσεις του συστήματος αυτού δεν εξαρτώνται από τη γήρανση του πληθυσμού» σημειώνει στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» (6.9.2020) ο κ. Τσακλόγλου, υπογραμμίζοντας ότι το 2030 η Ελλάδα θα είναι η πιο γερασμένη χώρα της Ευρώπης και με το σημερινό σύστημα της ανταπόδοσης των γενεών (οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων) «ο δημογραφικός κίνδυνος για τις συντάξεις είναι πολύ μεγάλος για να σφυρίζουμε αδιάφορα».

Ο νέος υφυπουργός εκτιμά ότι το νέο σύστημα για τις επικουρικές έχει ως «μεγάλο πλεονέκτημα την ελαχιστοποίηση αυτού του κινδύνου». Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες το ασφαλιστικό σύστημα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη κατάρρευση υπό το βάρος των διαρκώς επιδεινούμενων στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος. Ενδεικτική αυτού είναι η προβολή στο έτος 2070, όταν για κάθε 1 άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχούν 1,7 άτομα σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργό πληθυσμό.

Εργατικό δυναμικό

Οι επανειλημμένες μειώσεις των συντάξεων και οι αυξήσεις των ορίων συνταξιοδότησης καθίστανται – σε βάθος χρόνου – ανενεργές, εφόσον δεν βρεθούν λύσεις στο οξυμμένο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, όπως και στην απώλεια εσόδων του συστήματος από την εκρηκτική άνοδο των ελαστικών μορφών απασχόλησης.

Η προβολή στο έτος 2070 των επίσημων δημογραφικών στοιχείων της χώρας, όπως καταγράφονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – που έγινε από τους κ.κ. Σάββα Ρομπόλη, καθηγητή του Παντείου, και Βασίλη Μπέτση, υποψήφιο διδάκτορα -, δείχνει ότι υπό τις σημερινές δημογραφικές συνθήκες το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 3,201 εκατ. άτομα από 4,656 εκατ. άτομα που ήταν τον Μάρτιο του 2020, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων θα διαμορφωθεί στα 2,820 εκατ. συνταξιούχους από 2,494 εκατ. συνταξιούχους που ήταν τον Μάιο του 2020.

Με λίγα λόγια, εκτιμάται ότι «το 2070 το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020. Το γεγονός αυτό επηρεάζει σημαντικά, μεταξύ των άλλων, τομείς όπως είναι η υγειονομική περίθαλψη και η κοινωνική ασφάλιση» εκτιμούν οι δύο ερευνητές.

«Εθνικό Επαγγελματικό Ταμείο» σχεδιάζουν ΓΣΕΕ – εργοδότες

Το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης – ως συμπληρωματική ενίσχυση των συντάξεων – φαίνεται να κερδίζει έδαφος στους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ και εργοδοτικές οργανώσεις), οι οποίοι βρίσκονται σε προχωρημένες συζητήσεις για την δημιουργία ενός «υπερταμείου» επαγγελματικής ασφάλισης για περισσότερους από 2.000.000 εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα αλλά και αυτοαπασχολουμένους. Οι συζητήσεις για τη δυνατότητα σύστασης του λεγόμενου «Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου» έχουν ξεκινήσει μετά τη σύναψη της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Μάρτιος 2018), ενώ το όλο εγχείρημα αναμένεται να λάβει επιπλέον ώθηση μετά την υλοποίηση των αλλαγών που σχεδιάζει η κυβέρνηση.
«Μετά την κατάρρευση του λεγόμενου δεύτερου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος» οι κοινωνικοί εταίροι αποφάσισαν να διερευνήσουν τις δυνατότητες δημιουργίας «ενός πρόσθετου, αξιόπιστου διχτυού ασφαλείας για τους απόμαχους της εργασίας».

Το εν λόγω Ταμείο σχεδιάζεται με στόχο να καλύψει τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα και τους αυτοαπασχολουμένους, με συμπληρωματικές παροχές, είτε εφάπαξ βοηθήματος είτε επικουρικής μηνιαίας σύνταξης.

Οι ενστάσεις που μέχρι στιγμής εκφράζονται από τις εργοδοτικές οργανώσεις επικεντρώνονται στην επιπλέον επιβάρυνση του μη μισθολογικού κόστους, που θα προκύψει με τη νέα εισφορά η οποία θα προβλεφθεί για τη χρηματοδότηση του Ταμείου. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, συζητούνται μέτρα ελάφρυνσης (ενδεχομένως φορολογικά), τα οποία θα εφαρμοστούν από κοινού με τη λειτουργία του Ταμείου.
Το ταμείο – εφόσον τελικώς υλοποιηθεί – θα λειτουργεί με κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών, δηλαδή θα έχει «αποταμιευτικό» χαρακτήρα. Οι εισφορές και οι αποδόσεις τους που αφορούν κάθε ασφαλισμένο θα δημιουργούν τον «προσωπικό του κουμπαρά». Η τελική παροχή εξαρτάται από τις αποδόσεις και ως εκ τούτου απαιτούνται αυξημένοι κανόνες διαχείρισης και δημοσιότητας – διαφάνειας αλλά και εποπτείας, οι οποίοι έχουν ήδη εισαχθεί με ευρωπαϊκούς κανόνες.

Διευρύνεται το πρόβλημα των εκκρεμών συντάξεων

Εκρηκτικές διαστάσεις λαμβάνει το πρόβλημα των εκκρεμών συντάξεων, παρά τις κυβερνητικές προσδοκίες για επίλυσή του μέσω της εφαρμογής της ψηφιακής σύνταξης ΑΤΛΑΣ. Οι αιτήσεις που παραμένουν σε εκκρεμότητα υπολογίζεται ότι έχουν φτάσεις τις 270.000 από 208.322 που ήταν στο τέλος Μαρτίου, όπως τις κατέγραψε τη συγκεκριμένη περίοδο έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Μάλιστα εκπρόσωποι του ΕΦΚΑ εκφράζουν φόβους ότι στο τέλος του έτους οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης για κύριες, επικουρικές συντάξεις και εφάπαξ θα προσεγγίσουν τις 300.000.

Το πρόβλημα των εκκρεμών συντάξεων αποτελεί μια χρόνια παθογένεια του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία ωστόσο έχει επιδεινωθεί το τελευταίο έτος παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την εξάλειψή του. Η λεγόμενη «ψηφιακή σύνταξη» αφορά μόνο τις νέες αιτήσεις συνταξιοδότησης και μάλιστα – τον πρώτο χρόνο – ορισμένες μόνο κατηγορίες από αυτές και ως εκ τούτου οι συνταξιοδοτήσεις που εκκρεμούν θα πρέπει να ολοκληρωθούν με τον παλαιό – χειρόγραφο – τρόπο που απαιτεί χρόνο και γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Παρά ταύτα, το σύστημα ΑΤΛΑΣ αναμένεται να δώσει μεγάλη ανάσα στον μηχανισμό απονομής των συντάξεων, καθώς θα εκδίδει με ψηφιακό τρόπο 4.000 συντάξεις μηνιαίως, δηλαδή το 30% έως 40% των νέων συνταξιοδοτικών αιτημάτων, καλύπτοντας σε πρώτο χρόνο τις συντάξεις χηρείας, ΟΓΑ και έως το τέλος του έτους και τις συντάξεις αναπηρίας.

Ο στόχος του υπουργείου είναι μέχρι το τέλος του 2021 να εκδίδεται με αυτόν τον τρόπο το 80%-85% των νέων συντάξεων όλων των κατηγοριών, αυτοματοποιώντας και απλοποιώντας τη διαδικασία και καταργώντας την προσκόμιση δικαιολογητικών, η οποία θα γίνεται αυτόματα από τις αντίστοιχες κρατικές υπηρεσίες.

«Ο ΑΤΛΑΣ θα ανακουφίσει τις υπηρεσίες του Δημοσίου, οι οποίες, απαλλαγμένες από περίπου 200.000 νέες πράξεις έκδοσης δικαιολογητικών και βεβαιώσεων, θα επιταχύνουν την εξέταση των παλαιών αιτήσεων που εκκρεμούν» σημείωνε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης κατά την πρόσφατη παρουσίαση του νέου συστήματος, ενώ ο υπουργός Εργασίας Ι. Βρούτσης, περιγράφοντας τη συνεισφορά του νέου συστήματος στην επίλυση του προβλήματος των εκκρεμών συντάξεων, σημειώνει πως η αυτοματοποιημένη διαδικασία θα συμβάλει στη μεγάλη εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο θα απελευθερωθεί και θα απασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο στα τμήματα απονομής των εκκρεμών συντάξεων. Ετσι, σταδιακά και έως την πλήρη λειτουργία του συστήματος ΑΤΛΑΣ ο όγκος των εκκρεμών συντάξεων θα φθίνει συνεχώς μέχρι την πλήρη εξάλειψή τους.