Η κοινωνία και οι κυβερνήσεις ταλαιπωρήθηκαν επειδή δεν έγιναν εγκαίρως μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, τονίζει ο νέος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνος Τσακλόγλου στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχωρεί στο «Βήμα της Κυριακής». Ο κ. Τσακλόγλου διευκρινίζει ότι η σταδιακή μετάβαση στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα αφορά μόνο τις επικουρικές συντάξεις και μόνο τους νεότερους, και εξηγεί τι θα γίνει με τους παλαιότερους ασφαλισμένους.
Ο «δημογραφικός κίνδυνος», επισημαίνει, είναι πολύ μεγάλος για να συνεχίσουμε να σφυρίζουμε αδιάφορα και προσθέτει ότι το κύριο πλεονέκτημα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι ότι οι αποδόσεις του δεν εξαρτώνται από τη γήρανση του πληθυσμού. Θεωρεί ότι για να υπάρξει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το ασφαλιστικό σύστημα «χρειάζεται μια νέα κοινωνική συμφωνία, που να αναγνωρίζει ότι όσο ιερά είναι τα δικαιώματα των συνταξιούχων άλλο τόσο ιερά είναι και τα δικαιώματα των νέων εργαζομένων».
Οι προϋποθέσεις για να επιτύχει μια τόσο δύσκολη μεταρρύθμιση, όπως αυτή του Ασφαλιστικού, είναι, όπως υπογραμμίζει, ένας συνδυασμός τεχνοκρατικής γνώσης, πολιτικής βούλησης, κοινωνικής συναίνεσης, ψύχραιμου διαλόγου και, ει δυνατόν, πολιτικής συναίνεσης. «Οι αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα δεν μπορούν να περιμένουν» δηλώνει.
Κύριε Τσακλόγλου, το Ασφαλιστικό είναι ένα θέμα που έχει ταλαιπωρήσει πολλές κυβερνήσεις και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη δεκαετή οικονομική κρίση. Πόσο επείγουσα θεωρείτε τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση;
«Η κοινωνία και οι κυβερνήσεις ταλαιπωρήθηκαν όχι επειδή έγιναν μεταρρυθμίσεις στο Ασφαλιστικό, αλλά επειδή δεν έγιναν εγκαίρως. Ας μη λησμονούμε ότι οι μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού προς το ασφαλιστικό σύστημα αντιστοιχούν σε πάνω από τα τρία τέταρτα της αύξησης του δημοσίου χρέους την τελευταία εικοσαετία. Παρότι στα χρόνια τις κρίσης έγιναν πολλές παρεμβάσεις, οι οποίες μακροπρόθεσμα αποκαθιστούν την ισορροπία του συστήματος, ακόμα και σήμερα οι μεταβιβάσεις αυτές αντιστοιχούν περίπου στο ένα δέκατο του ΑΕΠ. Μεταβιβάσεις του προϋπολογισμού προς το ασφαλιστικό σύστημα παρατηρούνται σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Ωστόσο το αντίστοιχο ποσοστό της Ελλάδας είναι μακράν το υψηλότερο όλων. Το κύριο όμως πρόβλημα είναι ότι το ασφαλιστικό σύστημα όπως είναι δομημένο σήμερα δεν βοηθά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Επομένως, μια ουσιαστική μεταρρύθμιση τμημάτων του συστήματος είναι επιβεβλημένη».
Η προεκλογική δέσμευση του Πρωθυπουργού ήταν να προχωρήσει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και αυτή την αποστολή σάς ανέθεσε. Τι χαρακτηριστικά θα έχουν οι αλλαγές που ετοιμάζετε;
«Κατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι και μετά τις σχεδιαζόμενες αλλαγές το κύριο κομμάτι του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή ο πρώτος πυλώνας, θα παραμείνει διανεμητικός. Η σταδιακή μετατροπή του συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό αφορά τις επικουρικές συντάξεις. Το νέο σύστημα θα καλύψει τους νεότερους ασφαλισμένους, ενώ για τους παλαιότερους θα συνεχίσουν να ισχύουν οι υφιστάμενες ρυθμίσεις. Ουσιαστικά, κάθε ασφαλισμένος που θα συμμετέχει στο νέο σύστημα θα αποταμιεύει στον δικό του «κουμπαρά». Οι αποταμιεύσεις αυτές θα επενδύονται σε συγκεκριμένα προϊόντα με επιλογή του ασφαλισμένου, αλλά πάντα υπό την επίβλεψη του κρατικού φορέα που θα δημιουργηθεί για αυτόν τον σκοπό. Οταν έρθει η στιγμή της συνταξιοδότησης, το προϊόν αυτών των επενδύσεων θα μετατρέπεται σε ασφαλιστικά ισοδύναμη σύνταξη, η οποία θα προστίθεται στη σύνταξη που θα λαμβάνει ο ασφαλισμένος από τον πρώτο πυλώνα του συστήματος. Σήμερα πάρα πολλοί νέοι πιστεύουν ότι δεν θα πάρουν σύνταξη, οδηγώντας το ασφαλιστικό σύστημα στην απαξίωση. Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στο να αποκατασταθεί η σχέση εμπιστοσύνης».
Συγκεκριμένα, ποια κενά του συστήματος και ποια προβλήματα θα πρέπει να υπερβείτε; Πώς θα αντιμετωπίσετε το θέμα της αλληλεγγύης των γενεών;
«Θα ήθελα να τονίσω ότι οι επικουρικές συντάξεις των παλαιότερων ασφαλισμένων θα αντιστοιχούν στο ίδιο ακριβώς ποσό που θα ελάμβαναν αυτοί με το υφιστάμενο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης. Αρα για αυτούς δεν επέρχεται καμία μεταβολή και το επίπεδο της διαγενεακής αλληλεγγύης δεν επηρεάζεται. Ωστόσο η αλληλεγγύη των γενεών πρέπει να είναι αμφίδρομη. Με την εισαγωγή της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης η γενιά μας επιδεικνύει την αλληλεγγύη της στις επόμενες γενεές. Διότι θεραπεύουμε μερικώς μια εγγενή αδυναμία του υφιστάμενου συστήματος που, σε περιβάλλον δημογραφικής συρρίκνωσης, καθίσταται διαγενεακά άδικο εις βάρος των νεοτέρων. Για να υπάρξει μια δίκαιη και βιώσιμη λύση για το ασφαλιστικό σύστημα χρειάζεται μια νέα κοινωνική συμφωνία, που να αναγνωρίζει ότι όσο ιερά είναι τα δικαιώματα των συνταξιούχων, άλλο τόσο ιερά είναι και τα δικαιώματα των νέων εργαζομένων. Συγκριτικές μελέτες δείχνουν ότι μακροχρονίως οι αποδόσεις των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων είναι υψηλότερες από αυτές των συστημάτων νοητής κεφαλαιοποίησης. Επομένως, οι νεότεροι συνταξιούχοι θα μπορέσουν να απολαύσουν ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.
Ωστόσο, εκτός αυτού, το νέο σύστημα δημιουργεί αποταμιεύσεις, σημαντικό τμήμα των οποίων θα διατεθεί για χρηματοδότηση επενδύσεων στη χώρα μας. Αυτές οι επενδύσεις θα δώσουν ώθηση στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, αυξάνοντας την απασχόληση, τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο. Στον αντίποδα, σε βάθος χρόνου, η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού συστήματος δημιουργεί ταμειακές ανάγκες. Τμήμα τους μπορεί να καλυφθεί από τις προσόδους της ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης, ενώ άλλο τμήμα μπορεί να καλυφθεί από μηχανισμούς που έχουν θεσμοθετηθεί πριν από αρκετά χρόνια, ακριβώς για την αντιμετώπιση παρόμοιων προβλημάτων.
Ωστόσο, θα ήθελα να τονίσω ότι το κενό που δημιουργείται είναι, ουσιαστικά, πλασματικό. Αυτό που καταγράφεται ως δημόσιο χρέος στους εθνικούς λογαριασμούς αφορά τις ακαθάριστες χρηματικές υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα. Δηλαδή, από αυτό δεν αφαιρούνται τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού, ώστε να εμφανιστεί η καθαρή θέση του Δημοσίου, όπως θα γινόταν σε μια επιχείρηση. Με αντίστοιχο τρόπο, τα ποσά που θα εμφανίζονται ως δημοσιονομικό κενό δεν θα «χάνονται» αλλά θα βρίσκονται στα αποθεματικά του δημόσιου δεύτερου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος».
Την περασμένη Κυριακή ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» έθεσε μεταξύ άλλων και ένα ηθικό ζήτημα. Οτι δεν είναι σωστό να πληρώνει κάποιος εισφορές σε όλη του τη ζωή και στο τέλος να του περικόπτεται η σύνταξη. Μπορείτε να διασφαλίσετε ότι αυτό που συνέβη στα χρόνια των μνημονίων δεν θα επαναληφθεί ξανά;
«Η ελληνική κρίση ήταν η βαθύτερη και μακρύτερη κρίση που έχει καταγραφεί σε χώρα του ΟΟΣΑ κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Σε κανένα σύστημα, είτε διανεμητικό είτε κεφαλαιοποιητικό, δεν μπορεί κάποιος να δώσει τέτοια εγγύηση σε συνθήκες τόσο μεγάλης κρίσης. Ωστόσο βασική αρχή των ασφαλίσεων είναι η διαφοροποίηση του κινδύνου. Αυτή τη στιγμή στη χώρα μας τόσο οι κύριες όσο και οι επικουρικές συντάξεις βασίζονται στην αρχή ότι οι τωρινοί εργαζόμενοι πληρώνουν τις συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων – δηλαδή δεν υπάρχει διαφοροποίηση κινδύνου. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός γηράσκει με ταχείς ρυθμούς, όπως η δική μας. Το 2030 η Ελλάδα θα είναι η πιο γερασμένη χώρα στην Ευρώπη. Ο «δημογραφικός κίνδυνος» είναι πολύ μεγάλος για να συνεχίσουμε να σφυρίζουμε αδιάφορα. Το κύριο πλεονέκτημα του κεφαλαιοποιητικού συστήματος είναι ότι ελαχιστοποιεί αυτόν τον κίνδυνο.
Με άλλα λόγια, οι αποδόσεις του δεν εξαρτώνται από τη γήρανση του πληθυσμού. Από την άποψη αυτή, ο κ. Πατέλης έχει δίκιο. Αυτή είναι άλλωστε η τάση σε όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα γήρανσης του πληθυσμού τους. Πάντως, όπως ανέφερα προηγουμένως, η κεφαλαιοποίηση αφορά μόνο τον δεύτερο πυλώνα του ασφαλιστικού μας συστήματος. Ο πρώτος και κύριος πυλώνας είναι και θα παραμείνει διανεμητικός».
Οι συνθήκες εργασίας έχουν αλλάξει και εξαιτίας της πανδημίας κορωνοϊού αλλά και λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων. Απαιτούνται νέες δεξιότητες από τους εργαζομένους και σχέδιο για τη συνεχή κατάρτισή τους από το κράτος. Ταυτόχρονα μεταβάλλονται και οι σχέσεις εργοδοτών – εργαζομένων. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το μέλλον αυτών των σχέσεων;
«Πράγματι, η εξέλιξη της τεχνολογίας και ο ψηφιακός μετασχηματισμός των οικονομιών είναι πλέον ραγδαία. Αυτό απαιτεί συνεχή επανακατάρτιση των εργαζομένων, κυρίως μέσω των ποικίλων δομών της διά βίου μάθησης. Ο ρόλος του κράτους είναι διττός, τόσο μέσω άμεσης παροχής των αντίστοιχων υπηρεσιών όσο και μέσω της ενθάρρυνσης και προώθησής τους σε επιχειρησιακό επίπεδο. Σε αυτή την κατεύθυνση πορεύεται και η χώρα μας. Η συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, παρά τις όποιες διαφορές απόψεων, είναι κομβικής σημασίας για την επίτευξη αυτών των στόχων αλλά και, γενικότερα, για την κοινωνική και οικονομική πρόοδο της χώρας».
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα αρχίσουν να έρχονται στη χώρα την άνοιξη του 2021. Οι προβλέψεις όμως για την ανεργία και την επιβίωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι δυσοίωνες για τους επόμενους μήνες. Πιστεύετε ότι ο κόσμος θα αντέξει μέχρι τον ερχόμενο Μάρτιο που, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα αρχίσει να ομαλοποιείται η κατάσταση;
«Οντως, η συγκυρία είναι πολύ δύσκολη, όμως νομίζω ότι η κυβέρνηση την έχει διαχειριστεί με μεγάλη σύνεση. Εχει παρασχεθεί και συνεχίζει να παρέχεται στήριξη σε πληττόμενες επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) και στους εργαζομένους των αντίστοιχων κλάδων, ώστε αυτές να σταθούν όρθιες μέχρι την εξομάλυνση της κατάστασης. Το πλέγμα προστασίας είναι διαρκές, συνεκτικό και προσαρμόζεται δυναμικά στην εξέλιξη της πανδημίας. Ταυτόχρονα, έχει γίνει λελογισμένη προσφυγή σε δανεισμό με τη στήριξη της ΕΚΤ, χωρίς να τίθενται σε κίνδυνο τα ταμειακά μας διαθέσιμα, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και η «επόμενη μέρα» μετά την κρίση του κορωνοϊού. Σύντομα άλλωστε θα αρχίσει και η χρήση κοινοτικών πόρων. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας η ανεργία βρισκόταν μεν σε υψηλά επίπεδα, αλλά μειωνόταν με ταχείς ρυθμούς. Η τάση αυτή έχει ανασχεθεί, αλλά πιστεύουμε ότι με την ομαλοποίηση της κατάστασης θα επιστρέψουμε στην προηγούμενη τάση. Αλλωστε και η χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση».
Κύριο μέλημα η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας
Πέραν των πανεπιστημιακών περγαμηνών σας έχετε μακρά εμπειρία και στην πολιτική, καθώς διατελέσατε σύμβουλος δύο πρωθυπουργών. Πώς πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο της χώρας ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη και σε ποιον βαθμό θα βοηθήσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης;
«Οι περισσότεροι οικονομολόγοι αλλά και η πλειονότητα του πολιτικού συστήματος συμφωνούν ότι το κύριο μέλημά μας πρέπει να είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και η άνοδος της εξωστρέφειας, με αύξηση του σχετικού βάρους των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν ισχυροποίηση των ελληνικών επιχειρήσεων, καλύτερη ένταξή τους στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και παραγωγή προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ως τώρα αφορούσε τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων.
Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να βοηθήσουν αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν πρέπει να παραμελούμε ούτε την κινητοποίηση των εσωτερικών πόρων, δηλαδή της εγχώριας αποταμίευσης, ούτε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο ρόλος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, του εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα και της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού είναι καθοριστικής σημασίας. Επιπρόσθετα, ο ρόλος της κοινωνικής συνοχής και η μείωση των έντονων πολώσεων που χαρακτήρισαν την ελληνική κοινωνία την προηγούμενη δεκαετία είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επίτευξη των παραπάνω στόχων».
«Τι μου ζήτησε ο Πρωθυπουργός»
Εσείς, ένας κεντροαριστερός, δεχθήκατε να καθίσετε σε μια ηλεκτρική καρέκλα, σε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, γνωρίζοντας ότι για το Ασφαλιστικό υπάρχουν διαφορετικές απόψεις τόσο στο κυβερνών κόμμα όσο και στην αντιπολίτευση. Τι σας παρακίνησε να εμπλακείτε σε αυτή την περιπέτεια;
«Προφανώς, οι γενικότερες αρχές και απόψεις μου δεν έχουν μεταβληθεί. Ωστόσο, όπως ανέφερα προηγουμένως, στην παρούσα συγκυρία η χώρα έχει ανάγκη σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Φορέας υλοποίησης αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Με βάση δημοσκοπικά ευρήματα, σημαντικό μέρος των συμπολιτών μας που κατατάσσουν τον εαυτό τους στο Κέντρο ή την κεντροαριστερά υποστηρίζουν την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ακριβώς επειδή διαπιστώνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να καθυστερήσουν άλλο και ο πλέον αξιόπιστος φορέας για την υλοποίησή τους είναι η παρούσα κυβέρνηση. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό εκφράζεται από σειρά υπουργών.
Κάποιες από τις πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις σχετίζονται με το ασφαλιστικό σύστημα και ο Πρωθυπουργός μού ζήτησε να επικεντρώσω τις προσπάθειές μου σε αυτές, κάτι που ξεκίνησα ήδη να κάνω.
Παντού, όχι μόνο στην Ελλάδα, οι ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολες διότι το κόστος τους είναι εμπροσθοβαρές ενώ τα οφέλη μακροχρόνια. Για την επιτυχή ολοκλήρωσή τους απαιτείται συνδυασμός τεχνοκρατικής γνώσης, πολιτικής βούλησης, κοινωνικής συναίνεσης, ψύχραιμου διαλόγου και, ει δυνατόν, πολιτικής συναίνεσης. Εν πάση περιπτώσει, οι αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα δεν μπορούν να περιμένουν».