Ενα από τα πλέον γοητευτικά πεδία ιστορικής έρευνας είναι εκείνος ο μεταιχμιακός χώρος όπου πραγματικότητα και ενδεχόμενο χωρίζονται από μια πολύ λεπτή – μα διακριτή – γραμμή. Φέρνω στον νου μου, κυρίως, αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν, αλλά δεν πραγματώθηκαν ποτέ, είτε επειδή υπήρξε συνειδητή αλλαγή πλεύσης είτε επειδή οι ίδιες οι περιστάσεις άλλαξαν. Στη χώρα μας, αρεσκόμαστε συχνά να κάνουμε λόγο για «χαμένες ευκαιρίες», όχι πάντοτε άδικα. Τις περισσότερες, όμως, φορές φοβάμαι πως απλώς αρνούμαστε να χαλιναγωγήσουμε ιστορικές φαντασιώσεις και υποκύπτουμε στον πειρασμό μιας σαθρής βεβαιότητας.

Μια από τις φαντασιώσεις που πεισματικά επανέρχονται στο θυμικό του ελληνισμού είναι η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ακόμη και σήμερα, «επιτελάρχες» του καφενείου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καταστρώνουν σχέδια και δηλώνουν έτοιμοι για το μεγάλο όνειρο. Τέτοια φαινόμενα δεν ήταν, βέβαια, πάντοτε παράλογα, ούτε περιορίζονται στην εποχή μας της ανερμάτιστης δημοσιολογίας. Η Αλωση του 1453 παραμένει εν πολλοίς το μεγάλο ανεπούλωτο τραύμα της ιστορίας μας και η ανατροπή του είχε ενίοτε ρεαλιστικές προοπτικές, το 1878 και το 1920 επί παραδείγματι.

Αλλωστε, ήδη στα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την Αλωση μπορούμε να εντοπίσουμε συστηματικές – πλην απέλπιδες – προσπάθειες των τελευταίων Παλαιολόγων να συγκροτήσουν στρατεύματα εναντίον των Οθωμανών. Η ύστατη ουσιαστική απόπειρα εκ μέρους τους ήταν το 1481, όταν ο Ανδρέας Παλαιολόγος με μια μικρή δύναμη, αποτελούμενη κυρίως από μισθοφόρους, στρατοπέδευσε στο Μπρίντιζι με σκοπό να πλεύσει ανατολικά. Δεν αναχώρησε ποτέ και, εν τέλει, αναγκάστηκε να πουλήσει τα δικαιώματα των αυτοκρατορικών του τίτλων δύο φορές, προκειμένου να χρηματοδοτήσει νέες προσπάθειες, καταδικασμένες να αποτύχουν.

Εκτοτε, ο «ξένος παράγων» απέκτησε αναβαθμισμένο ρόλο, τόσο στο πραγματικό όσο και στο φαντασιακό επίπεδο. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα και ξεχασμένα κείμενα αυτής της μετα-βυζαντινής περιόδου είναι ένα στιχούργημα το οποίο αποδίδεται με σχετική βεβαιότητα στον Ιωάννη Αξαγιώλη, πρωτοκόμητα της Κορώνης. Γραμμένο γύρω στα 1550, το έργο είναι επί της ουσίας μια έκκληση προς τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Κάρολο Ε’, να αναλάβει την ηγεσία μιας σταυροφορίας με σκοπό την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Η λογοτεχνική αξία του ποιήματος είναι συζητήσιμη, μας προσφέρει όμως μια γραπτή μαρτυρία από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μεταβατική περίοδο, όπου το Βυζάντιο δεν ήταν μια μακρινή ανάμνηση και η μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία δεν ήταν δεδομένη. Πυρήνας της αφήγησης είναι το εγκώμιο του αψβούργου μονάρχη, ο οποίος είχε ήδη συγκρουστεί επιτυχώς με τον σύγχρονό του Σουλτάνο, Σουλεϊμάν Α’ τον μεγαλοπρεπή. Επιπλέον, όμως, το ποίημα έχει έναν προφητικό, αποκαλυπτικό σχεδόν τόνο και ανακυκλώνει μάλιστα έναν από τους θρύλους της εποχής, ο οποίος θέλει θορυβημένους δερβίσηδες να βεβαιώνουν πως άκουσαν αόρατες ψαλμωδίες προς τη Θεοτόκο στην – μετατραπείσα σε τζαμί – Αγία Σοφία. Plus ça change…

Οπως γνωρίζουμε, ο Αξαγιώλης και άλλοι Ελληνες της περιόδου δεν εισακούστηκαν και ο Κάρολος δεν εκστράτευσε προς την Κωνσταντινούπολη. Εναν περίπου αιώνα νωρίτερα, όμως, ένας άλλος ευρωπαίος ηγεμόνας έφτασε πιο κοντά και, μάλιστα, αυτοβούλως. Στις 17 Φεβρουαρίου 1454 έλαβε χώρα στη Λιλ της σημερινής Γαλλίας ένα αξιοσημείωτο τελετουργικό. Επρόκειτο για το «δείπνο του φασιανού», το κύκνειο άσμα της ύστερης μεσαιωνικής μυσταγωγίας. Το επίσημο αυτό δείπνο διοργανώθηκε από τον Δούκα της Βουργουνδίας, Φίλιππο Γ’, και είχε ως σκοπό την οργάνωση μιας σταυροφορίας για την πρόσφατα χαμένη στους Οθωμανούς Κωνσταντινούπολη. Διασώζονται αρκετές διηγήσεις που μεταφέρουν με λεπτομέρεια τη μεγαλοπρέπεια και τη χλιδή της τελετής. Πλείστες ήταν οι ιστορικές αναφορές στον Ηρακλή, στον Ιάσονα και στο χρυσόμαλλο δέρας, μα και στον Αγιο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο. Ηθοποιοί, μουσικοί θρήνοι για την απώλεια της «μητέρας εκκλησίας» και μηχανικοί ελέφαντες συμπλήρωναν το σκηνικό. Στο τέλος του δείπνου, οι ευγενείς συνδαιτυμόνες έδωσαν έναν όρκο, τον «όρκο του φασιανού», κατά παράδοση των μεσαιωνικών ιπποτικών μυθιστοριών και των αντίστοιχων όρκων σε πτηνά. Ορκίστηκαν να οργανώσουν την σταυροφορία για να ανακτήσουν την Κωνσταντινούπολη για τη Χριστιανοσύνη. Η σταυροφορία δεν έγινε ποτέ.

Ο ολλανδός στοχαστής Johan Huizinga στο βιβλίο του «Το Φθινόπωρο του Μεσαίωνα» αναλύει το «δείπνο του φασιανού» ως μια εκδήλωση παρακμής του ύστερου δυτικού μεσαίωνα. Διαβάζει σε αυτή τη διεξοδική τελετουργία ένα αμφίθυμο παιχνίδι, όπου οι όρκοι δεν τηρούνται μεν, αλλά εκφράζουν μια ειλικρινή προσκόλληση σε περασμένα ιπποτικά ιδανικά. Το δείπνο είναι μια ωδή στο τεχνητό, στο προσποιητό, προσεκτικά χορογραφημένη, όμως πρέπει να την πάρουμε στα σοβαρά, όπως έκαναν και οι παριστάμενοι. Tέλος, για τον Huizinga, όλα αυτά τα περίπλοκα παιχνίδια και οι σύνθετες συνάξεις δεν είναι παρά απόπειρες διαφυγής από μία δυσοίωνη πραγματικότητα.

Εχω την αίσθηση πως μια ανάγνωση σαν του Huizinga λείπει σήμερα, παρά το γεγονός ότι επιστημονικά δεν είναι καθολικά αποδεκτή. Προσωπικώς, δεν αναζητώ μαθήματα στην Ιστορία, τουλάχιστον όχι περισσότερο από ό,τι αναζητώ ενδιαφέρουσες ιστορίες. Η έλλειψη, όμως, ιστορικής συνείδησης η οποία συνοδεύει τον εθνικιστικό παροξυσμό της τελευταίας περιόδου ομολογώ πως με φοβίζει. Δίνεται η εντύπωση πως οι φαντασιώσεις που προαναφέραμε, αυτές οι δικές μας απόπειρες διαφυγής από την πραγματικότητα, επανέρχονται πλέον εκτός του όποιου ιστορικού περιεχομένου, ρεαλιστικού ή και φαντασιακού ακόμη. Μια αταβιστική συνήθεια για το δικό μας «φθινόπωρο».

*Ο κ. Κίμων Βελιτζανίδης είναι φιλόλογος, μεταπτυχιακές σπουδές Βυζαντίου και Υστερης Αρχαιότητας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο τις Σταυροφορίες στο Κολέγιο Royal Holloway, στο King’s College.