Ενας «θησαυρός» που παραμένει ανεκμετάλλευτος, στα σημεία όπου συναντώνται το μπλε της θάλασσας και τα μποφόρ του Αιγαίου, μπορεί να ικανοποιήσει τις ενεργειακές ανάγκες του τεράστιου νησιωτικού συμπλέγματος της Ελλάδας, αλλά και να τροφοδοτήσει το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρισμού. Το υπεράκτιο (offshore) αιολικό δυναμικό, όπως επισημαίνουν επιστημονικοί και θεσμικοί φορείς, αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες καθαρές πηγές ενέργειας της χώρας.

Σήμερα η συγκυρία για την εκμετάλλευσή του είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή. Αφενός, το κόστος για την κατασκευή και λειτουργία offshore πάρκων έχει περιοριστεί, όπως έχει δείξει η εμπειρία χωρών όπως η Βρετανία, η Δανία, η Γερμανία, η Ολλανδία κ.ά.

Αφετέρου μια μετατόπιση των επενδύσεων αιολικών πάρκων από τον χερσαίο χώρο (της ηπειρωτικής χώρας, των νησιών και των βραχονησίδων) στον θαλάσσιο μπορεί να «λειάνει» τα προβλήματα που δημιουργεί ένας κοινωνικο-οικολογικός ακτιβισμός, που ολοένα και γιγαντώνεται στην Ελλάδα, δρώντας, αδιακρίτως, ενάντια σε χωροθετήσεις ανεμογεννητριών, από τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη έως τα βουνά των Αγράφων και της Οίτης. Διαφορετικά είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει η χώρα να πετύχει τους δεσμευτικούς στόχους απανθρακοποίησης του ενεργειακού μείγματος που έχει θέσει, με πρώτο «σκαλοπάτι» το 2030.

 

Επενδυτικό ενδιαφέρον

Εταιρείες-κολοσσοί του ενεργειακού τομέα έχουν δείξει ενδιαφέρον για τα ελληνικά νερά, όπως η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία της Νορβηγίας Equinor (γνωστή παλαιότερα ως Statoil), η οποία αναζητεί ευκαιρία για την ανάπτυξη πλωτού πάρκου στη χώρα μας. Εκτός από τους Νορβηγούς, οι οποίοι έχουν συναντηθεί με το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης, το κατώφλι του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ), όπως αναφέρουν στο «Βήμα» αρμόδιοι παράγοντες, έχουν περάσει και οι Δανοί της Copenhagen Offshore Partners, οι οποίοι ενδιαφέρονται να επενδύσουν, μέσω του CIP Fund, σε θαλάσσια «οικόπεδα» του Αιγαίου Πελάγους.

Πάντως, «μαγαζί» με αέρα και θέα στη θάλασσα αναζητούν και άλλοι. Οι ίδιες πηγές βάζουν στο κάδρο των ενδιαφερόμενων επενδυτών την αμερικανικών συμφερόντων Quantum, η οποία ήδη δραστηριοποιείται στη χώρα μας (συμμετέχει σε κοινοπραξία με την ΕΝΤΕΚΑ στην κατασκευή αιολικού πάρκου στο Βέρμιο). Αλλά και εταιρείες όπως οι Ideol, Innogy, EDP Renewables, Principle Power εξετάζουν τις προοπτικές που υπάρχουν για να «τιθασεύσουν» τον ασκό του Αιόλου στα ελληνικά πελάγη.

Ο «γρίφος» της χωροθέτησης

Τα εμπόδια ωστόσο είναι πολλά. Μία δεκαετία μετά την προσπάθεια της περιόδου 2010-2012, η οποία είχε ξεκινήσει με μια προκαταρκτική χωροθέτηση θαλάσσιων αιολικών πάρκων σε 12 θέσεις, ακόμη δεν υπάρχει ούτε ένα εγκατεστημένο υπεράκτιο πάρκο στη χώρα μας. Τότε είχαν υποβληθεί αιτήσεις για άδεια παραγωγής στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) για 23 υπεράκτια αιολικά πάρκα σταθερού πυθμένα (3.796,35 MW) σε θαλάσσιες περιοχές της Αλεξανδρούπολης, της Κέρκυρας, της Λήμνου, της Κω, της Κάσου, της Εύβοιας αλλά και της Αττικής (Κόλπος Πεταλιών – Νέα Μάκρη). Μάλιστα, δύο έργα (714,15 MW) είχαν λάβει και άδεια παραγωγής.

Επειτα από χρόνια απραξίας, την άνοιξη του 2019 η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, είχε προαναγγείλει τη διενέργεια του πρώτου πιλοτικού διαγωνισμού για την εγκατάσταση υπεράκτιου πλωτού αιολικού πάρκου 100 μεγαβάτ στο δεύτερο εξάμηνο του 2020. Επρεπε ωστόσο να προηγηθεί η αναθεώρηση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ, το οποίο θα περιελάμβανε για πρώτη φορά και ένα κεφάλαιο για τις υπεράκτιες επενδύσεις, διαδικασία που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα. Αλλά και ο νυν υφυπουργός Ενέργειας Γεράσιμος Θωμάς έχει αναφερθεί στην ανάγκη εκπόνησης μιας στρατηγικής μελέτης για το ειδικό πλαίσιο ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών.

Πάντως, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) ακόμη δεν έχει συντάξει την πρόταση προς το ΥΠΕΝ για το νέο απλοποιημένο θεσμικό πλαίσιο αδειοδοτήσεων και χωροταξικού σχεδιασμού για υπεράκτια αιολικά πάρκα. Να σημειωθεί ότι ενώ οι ελληνικές αρχές παλεύουν με τα θεσμικά ζητήματα, τα υφιστάμενα υπεράκτια αιολικά έργα στην ΕΕ έχουν συγχρηματοδοτηθεί έως και 40% από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και λειτουργούν. Οσο για το κόστος των επενδύσεων, με την πρόοδο της offshore τεχνολογίας διαρκώς μειώνεται.

Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες

Η χωροθέτηση των υπεράκτιων αιολικών αποτελεί ένα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Κατ’ αρχάς, πρέπει να «κουμπώσει» με τις διαδρομές των ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών, οι οποίες υλοποιούνται από τον ΑΔΜΗΕ, καθώς ένα αυτόνομο καλώδιο για τη μεταφορά του παραγόμενου ρεύματος εκτοξεύει το κόστος των έργων. Επιπλέον, στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν πολλές απαγορευμένες ζώνες για εγκατάσταση πλωτών αιολικών. Σε αυτές τις περιοχές αποκλεισμού πρέπει να περιληφθούν τα θαλάσσια και υποθαλάσσια πάρκα με λιβάδια ποσειδωνίας, ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι, περιοχές στρατιωτικών ασκήσεων, γραμμές ναυσιπλοΐας, αλιευτικά πεδία, είσοδοι λιμανιών κ.λπ. Οσο για τους πολιτικούς και γεωστρατηγικούς περιορισμούς, αρκεί να αναφερθεί ότι οι παράλογες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο δείχνουν την τουρκική υφαλοκρηπίδα να περικλείει πλήρως τη Λέσβο και τη Σαμοθράκη, ενώ αποκόπτει τα Δωδεκάνησα από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Και πλωτά φωτοβολταϊκά

Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι εφαρμογές πλωτών φωτοβολταϊκών (φ/β), κυρίως σε χώρες της Ασίας (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βιετνάμ) αλλά εσχάτως και της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία και Βρετανία). Σε αντίθεση όμως με τα υπεράκτια αιολικά, δεν εφαρμόζονται στην ανοιχτή θάλασσα (τώρα αναπτύσσεται σχετική έρευνα), αλλά σε ήρεμα νερά χωρίς κυματισμό, σε κλειστούς προστατευμένους κόλπους, λίμνες και ταμιευτήρες.
Στην Ελλάδα, όμως, οι φυσικές λίμνες με έκταση πάνω από 20 στρέμματα είναι λιγότερες από 50. Επιπλέον, πολλές από αυτές αποκλείονται από την εγκατάσταση πλωτών φωτοβολταϊκών διότι ανήκουν στο διεθνές δίκτυο προστατευόμενων περιοχών RAMSAR.
Ωστόσο, οι συνθήκες για τα πλωτά φ/β είναι ιδανικές σε τεχνητές λίμνες και υδροηλεκτρικά φράγματα της ΔΕΗ. Πέρα από την παραγωγή ρεύματος, η πλωτή εγκατάσταση περιορίζει τις απώλειες υδάτων από εξάτμιση.
Επιπλέον, αποτελεί καλή λύση για τα υδροηλεκτρικά φράγματα καθώς το καλοκαίρι, που οι ταμιευτήρες έχουν λιγότερο νερό, είναι η εποχή της μέγιστης παραγωγής για τα φ/β.
Σε κάθε περίπτωση, αν η κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει την τεχνολογία, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το αδειοδοτικό καθεστώς για τα πλωτά φωτοβολταϊκά. Διεθνώς, η δραστική μείωση του κόστους των πλωτών φ/β (αν και παραμένουν 15%-20% ακριβότερα από έναν αντίστοιχο φωτοβολταϊκό σταθμό επί εδάφους) τα έχει θέσει στο επίκεντρο του επενδυτικού ενδιαφέροντος καθώς δεν απαιτείται δέσμευση πολύτιμης γης – συνήθως αγροτικής η οποία είναι και η πιο κατάλληλη.