Μπορεί η υγειονομική κρίση να έπληξε όλες τις χώρες, άλλες περισσότερο άλλες, όπως τη δική μας προς το παρόν λιγότερο, όμως τα προβλήματα που δημιούργησε στον οικονομικό, κοινωνικό και ψυχολογικό τομέα διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Για άλλη μια φορά οι οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου φαίνεται ότι επλήγησαν περισσότερο, ως αποτέλεσμα ενός ιδιότυπου μείγματος συσσωρευμένων προβλημάτων από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, διαρθρωτικών αδυναμιών καθώς και της μεγάλης συμβολής του τουριστικού τομέα στο σχηματισμό του ΑΕΠ τους. Αυτό αναγνωρίστηκε εξάλλου και έμπρακτα με την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, να ενισχυθούν οι οικονομίες της Ιταλίας, Ισπανίας, Ελλάδας και Πορτογαλίας με 200 περ. δις Ευρώ από το σύνολο των 500 που θα δοθούν ως επιχορηγήσεις. Αυτό όμως εφόσον εγκριθεί, μαζί με τα 250 δις υπό τη μορφή δανεισμού, αφορά στο μέλλον, την περίοδο 2021-2027.

Βραχυπρόθεσμα, η σφοδρότητα που εμφανίστηκαν τα προβλήματα, λόγω της ταχείας εξάπλωσης του κορωνοιού, δεν άφησε περιθώρια ενός κοινού ευρωπαϊκού σχεδιασμού, ως άμεση απάντηση στην απειλή της οικονομικής κατάρρευσης. Για το λόγο αυτό και μετά από το πράσινο φως της αναστολής ισχύος του Δημοσιονομικού Συμφώνου, όλες οι χώρες προχώρησαν σε γενναίες αποφάσεις ενίσχυσης της ζήτησης, εφαρμόζοντας μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική κευνσιανής προέλευσης. Όταν η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται ραγδαία και οι επενδύσεις αναβάλλονται, τότε η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση και έρχεται η ώρα να αναλάβει δράση το κράτος. Με αύξηση των δημοσίων δαπανών για μεταβιβαστικές πληρωμές, δαπάνες λειτουργίας και δημόσιες επενδύσεις, με μείωση των φόρων σε φυσικά πρόσωπα, καλύπτει το κενό στη ζήτηση, ενώ η δυναμική του παρουσία ενισχύει το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών για την πορεία της οικονομίας, με αποτέλεσμα να ακολουθούν και αυτοί με αλλαγή της καταναλωτικής και επενδυτικής τους συμπεριφοράς.

Για να είναι αποτελεσματική η αντικυκλική οικονομική πολιτική, είναι σημαντικό τα όποια μέτρα να εφαρμοστούν στο σωστό χρόνο καθώς και με την κατάλληλη δοσολογία. Σημαντικός αρχικά είναι ο όγκος κεφαλαίων με την οποία θα εμπλουτιστεί η οικονομία, για δε την επιλογή της δέσμης λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική τους διάσταση καθώς και ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής που τα συνοδεύει, από τον οποίο εξαρτάται και το μέγεθος της επιτυχίας τους.

Η απάντηση στην παρούσα οικονομική κρίση απαιτούσε δύο δέσμες μέτρων. Πρώτον, εκείνα που στόχευαν στην άμεση στήριξη των πληγέντων εργαζομένων και των επιχειρήσεων των δανείων για τις επιχειρήσεις από την πανδημία, κυρίως με τη διοικητική επιβολή αναστολής μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας και δεύτερον εκείνα που σκοπό έχουν την ανάσχεση της ύφεσης και τον περιορισμό των απωλειών.

Σε ότι αφορά τα πρώτα, πράγματι η πολιτεία με σειρά ενεργειών στήριξε σε κάποιο βαθμό άτομα που έχασαν το σύνολο ή μέρος του εισοδήματός τους, ενώ ελήφθησαν αποφάσεις αναστολής πληρωμών φόρων, εισφορών, δόσεων δανείων για τις επιχειρήσεις, που αυτό το χρονικό διάστημα είχαν μηδενικές εισπράξεις και συνεπώς δε μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Είναι αυτονόητο ότι η ικανοποίηση όλων των σχετικών αιτημάτων εξαρτάται από τις δημοσιονομικές αντοχές της χώρας.

Εκεί όμως που η κρατική παρέμβαση στη χώρα μας ήταν αναιμική και κατά τεκμήριο αναμένεται να είναι αναποτελεσματική, ήταν στο πεδίο της τόνωσης της ζήτησης και της ενίσχυσης των επιχειρήσεων, κυρίως των μικρομεσαίων, με την αναγκαία για την περίπτωση ρευστότητα. Με την ανεργία να αυξάνεται και να σκαρφαλώνει πάνω από 20%, τα εισοδήματα να μειώνονται και το φόβο για το αύριο να διογκώνεται, ήταν επακόλουθο ότι η ζήτηση θα περιοριστεί. Αυτό το κενό ζήτησης καλείται το κράτος με μια γενναία ένεση ρευστότητας να καλύψει εγκαίρως, είτε με μεταβιβαστικές πληρωμές, είτε με την αύξηση της δαπάνης για δημόσια έργα, βελτίωση του υγειονομικού συστήματος, της παιδείας, της έρευνας και του ψηφιακού μετασχηματισμού κράτους και οικονομίας. Η δαπάνη του κράτους μέχρι στιγμής και για τις δύο δέσμες μέτρων, με στοιχεία που προέρχονται από έγκυρες δημοσιογραφικές πηγές, αφού δεν υπάρχει επίσημη ανακοίνωση, ανέρχονται σε 6 δις Ευρώ περίπου. Ας σημειωθεί, ότι η Πορτογαλία, ήδη από τα μέσα Μαρτίου, δαπάνησε 9,5 δις σε πρώτη φάση.

Σε ότι αφορά τη στήριξη των επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι σχεδόν μία στις δέκα δεν κατάφεραν να βρουν ανταπόκριση στο αίτημά τους, πρώτον διότι τα τραπεζικά κριτήρια ήταν αυστηρά και δεύτερον διότι οι τράπεζες αδυνατούν να αναλάβουν το υπόλοιπο ρίσκο που προκύπτει από τη μερική (έως 80%) κάλυψη των εγγυήσεων των δανείων από το κράτος. Οι τράπεζες γνωρίζουν πολύ καλά, ότι η δανειακή επέκταση σε περιόδους κρίσης οδηγεί σε ένα ποσοστό περί το 30% στη μη εξυπηρέτηση των δανείων. Συνεπώς, σωστά αντιδρούν σε μια ανάληψη ρίσκου που το επιβαρυμένο τους ενεργητικό δε δύναται να επωμιστεί. Αυτό είναι δουλειά του κράτους! Στη Γερμανία μετά από την αντίδραση των τραπεζών αυξήθηκε η εγγύηση του κράτους από 80% στο 100%, ενώ οι τράπεζες λειτουργούν απλά ως μηχανισμός μετάδοσης της ρευστότητας.

Το επιχείρημα εξάλλου, ότι η χώρα μας στερείται των πόρων για μια γενναία ένεση ρευστότητας στην αγορά με φρέσκο χρήμα, όχι με μεταθέσεις πληρωμών, μειώσεις φόρων από ανύπαρκτα κέρδη και μοχλεύσεις , δε στέκει, αφού ίσως είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας εισερχόμενη σε μια κρίση διαθέτει τόσο σημαντικά ρευστά διαθέσιμα, (μαξιλάρι ρευστότητας, πώληση κρατικών ομολόγων, διαρθρωτικά ταμεία) με θετική προοπτική μάλιστα για μια δυναμική ενίσχυσή τους στο άμεσο χρονικό διάστημα. Η επίκληση της συνετούς δημοσιονομικής διαχείρισης, άριστη πρακτική σε ομαλές περιόδους, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αναγκαία επεκτατική πολιτική που χρειάζεται η χώρα.

Συμπερασματικά, η τόνωση της ζήτησης με στόχο την αύξηση της κατανάλωσης, που στην περίπτωση της Ελλάδας λόγω της μεγάλης της συμμετοχής (70%) στο σχηματισμό του ΑΕΠ, παρά τις όποιες εκροές σε εισαγωγές, αποτελεί ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζαμε ότι η συμμετοχή του τουριστικού τομέα θα είναι μετά βεβαιότητας αναιμική, είναι επιβεβλημένη. Σε συνδυασμό δε με την ενίσχυση ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά και των υγιών μεγάλων που επλήγησαν από την κρίση, θα αποτελέσει ένα σπουδαίο ανάχωμα στη δριμύτητα της ύφεσης. Αξίζει να σημειωθεί, ότι κάθε 1% ύφεση μικρότερη, αντιστοιχεί σε λιγότερες απώλειες 50.000 θέσεων εργασίας και σε κάποιες δεκάδες χιλιάδες αναστολές λειτουργίας επιχειρήσεων. Συνεπώς, η αποτροπή ανεπανόρθωτης βλάβης στην οικονομία θα πρέπει να αποτελεί το πρωταρχικό μας μέλημα, αυτή τη στιγμή. Αυτό θα βοηθήσει και τους σχεδιασμούς στη χάραξη της αναπτυξιακής πολιτικής στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, αφού η εκκίνηση θα γίνει από μια καλύτερη βάση.

*Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς