Η έκρηξη της πανδημίας στην Κίνα και η σταδιακή εξάπλωση της, από την Ανατολή στη Δύση, επηρεάζει και θα συνεχίσει να επηρεάζει την παγκόσμια οικονομία και την άσκηση πολιτικής των κυβερνήσεων και των Διεθνών Οργανισμών, τα επόμενα χρόνια. Οφείλουμε όμως να διευκρινίσουμε ορισμένα στοιχεία, σχετικά με την πρόσφατη πτώση των τιμών ενέργειας και ειδικότερα την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου.

Ιστορικό

Το Δεκέμβριο του 2016 στη Βιέννη, οι Υπουργοί Ενέργειας των 13 χωρών του Διεθνή Οργανισμού των χωρών παραγωγής πετρελαίου (ΟΠΕΚ) με τους Υπουργούς Ενέργειας 10 χωρών μη μελών του εν λόγω Οργανισμού, ανάμεσα τους και η Ρωσία, ανακοίνωσαν με κοινή διακήρυξη τους, την έναρξη της συνεργασίας τους με σκοπό: «τη σταθεροποίηση των αγορών πετρελαίου, την προστασία του κοινού συμφέροντος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, την διασφάλιση της ικανοποίησης της ζήτησης των καταναλωτών και ένα δίκαιο (fair) κέρδος για το επενδυμένο κεφάλαιο». Οι 23 χώρες συγκρότησαν έτσι, «τη Συμμαχία της Βιέννης» ή εν συντομία, τη συμμαχία «OPEC+».

Υπενθυμίζουμε ότι η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής πετρελαίου, μέλος του ΟΠΕΚ είναι η Σαουδική Αραβία. Από την άλλη πλευρά, η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής πετρελαίου από τις 10 χώρες που συνεργάζονται πλέον με τον εν λόγω Οργανισμό και συγκροτούν τη «Συμμαχία» τα τελευταία τέσσερα χρόνια, είναι η Ρωσία.

Από το Δεκέμβριο του 2016 έως και τον Ιούνιο του 2020, «η Συμμαχία» είχε πραγματοποιήσει 10 Υπουργικές Διασκέψεις.

Στις 6 Μαρτίου 2020, η διαφωνία μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων «της Συμμαχίας της Βιέννης» για τον καθορισμό της ημερήσιας παραγωγής τους για την τριετία 2020 – 2022 επέτεινε την πτωτική πορεία των διεθνών τιμών.
Και οι δύο χώρες (Σ.Α., Ρωσία), ως αντίδραση της μη συμφωνίας τους, προχώρησαν σε αύξηση της ημερήσιας παραγωγής τους κατά 1,5 εκατομμύριο έκαστος (σ.σ. υπενθυμίζω ότι η παγκόσμια ημερήσια παραγωγή πετρελαίου κυμαινόταν, έως το Μάρτιο του 2020, στα 100 εκατομμύρια βαρέλια) .

Η συμφωνία τελικά στις 9 Απριλίου 2020 μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας και κατ’ επέκταση όλων των υπολοίπων 20 χωρών για τη μείωση της ημερήσιας παραγωγής τους κατά 10 εκατομμύρια δολάρια (για την ακρίβεια 9,7 εκατομμύρια βαρέλια καθώς δεν συμφώνησε το Μεξικό), ήταν πλέον πολύ αργά καθώς είχε εκδηλωθεί η πανδημία και είχαν ληφθεί τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών από το σύνολο των εθνικών κυβερνήσεων της παγκόσμιας κοινότητας.

Στις 20 Απριλίου 2020, ο δείκτης πώλησης πετρελαίου WTI στην αγορά της Νέας Υόρκης κατέγραψε αρνητική τιμή -32,63 δολάρια το βαρέλι λόγω της περιορισμένης ζήτησης πετρελαίου στις ΗΠΑ λόγω της πανδημίας και των περιορισμένων ελεύθερων αποθηκευτικών χώρων πετρελαίου, στην Αμερικάνικη επικράτεια. Ήταν η πρώτη φορά στα 161 χρόνια των διεθνών συναλλαγών του πετρελαίου που εμφανιζόταν αρνητική τιμή πώλησης.

Στις αρχές Ιουνίου οι διεθνείς τιμές πετρελαίου με την επανεκκίνηση της λειτουργίας των εθνικών οικονομιών, κυμαίνονταν πλέον μεταξύ των 35 – 40 δολάρια το βαρέλι. Τιμές αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές, του έτους 2019 ( σ.σ. η μέση διεθνή τιμή πετρελαίου το έτος 2019, ήταν 62 δολάρια το βαρέλι – τιμή πετρελαίου Brent).

Η κύρια αιτία της μείωσης των τιμών πετρελαίου την τελευταία εξαετία

Ποια ήταν (και είναι) όμως η κύρια αιτία της μείωσης των διεθνών τιμών πετρελαίου, την περίοδο 2014 -2020; (σ.σ. Από τα 121 δολάρια το βαρέλι το 2013 στα 35 δολάρια το βαρέλι στα μέσα του 2020).

Η κύρια αιτία ήταν η αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ δηλαδή, ο υπέρ διπλασιασμός της παραγωγής της, μέσα σε μία δεκαετία, από τα 7 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ημερήσια παραγωγή το έτος 2008, στα 17 εκατομμύρια βαρέλια το έτος 2019. (στοιχεία International Energy Agency 2020)

Στις ΗΠΑ, μέσα σε μια δεκαετία, αυξήθηκε ο αριθμός των μικρομεσαίων εταιριών που παράγουν πετρέλαιο κυρίως, ο αριθμός των εταιριών παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και σχιστολιθικού φυσικού αερίου, γεγονός που οδήγησε στην πλήρη κάλυψη της εγχώριας κατανάλωσης πετρελαίου από την Αμερικάνικη παραγωγή και την κατάταξη των ΗΠΑ, το έτος 2018 και 2019, ως η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής πετρελαίου παγκοσμίως.

Αν και οι ΗΠΑ με την παραγωγή τους κάλυψαν αποκλειστικά την Αμερικάνικη αγορά, η επίδραση της αμερικάνικης ενεργειακής αυτάρκειας στις διεθνείς αγορές ήταν καταλυτική στις περαιτέρω εξελίξεις. Και αυτό διότι, η παραγωγή τρίτων χωρών που κατευθυνόταν προς την Αμερικάνικη αγορά έως το 2010 (7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως), θα έπρεπε να αναζητήσει νέες αγορές.

Ουσιαστικά, αν δεν ήταν οι ΗΠΑ και ειδικότερα οι χιλιάδες μικρές εταιρίες παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και σχιστολιθικού φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, οι διεθνείς τιμές θα παρέμεναν για το πετρέλαιο στα 100 δολάρια το βαρέλι και για το φυσικό αέριο στα 12 δολάρια το ένα εκατομμύριο Btu (τώρα στα 2 δολάρια) καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010.

Οι προοπτικές της αγοράς πετρελαίου

Η κρίση της πανδημίας και η οικονομική κρίση που ακολούθησε προκαλούν τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου και την πτώση των διεθνών τιμών. Όμως η τάση για τη συνεχή μείωση των διεθνών τιμών πετρελαίου λόγω της αυξανόμενης προσφοράς πετρελαίου, είχε ήδη διαμορφωθεί πριν την εκδήλωση της πανδημίας.

Το μέγεθος της ύφεσης που θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια (2020 – 2022) θα καθορίσουν το μέγεθος της παραγωγής και τον αριθμό των επιχειρήσεων παραγωγής πετρελαίου που θα επιβιώσουν.

Οι μικρομεσαίες αμερικάνικες επιχειρήσεις σχιστολιθικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο καταλυτικός παράγων της μείωσης των διεθνών τιμών τα τελευταία χρόνια, βρίσκονται πλέον σε μειονεκτική θέση καθώς η ταχύτατη ανάπτυξη τους την τελευταία δεκαετία κυρίως, με τραπεζικό δανεισμό και την έκδοση ομολόγων προκάλεσε την αύξηση των δανειακών αναγκών τους και την αύξηση του συνολικού χρέους τους.

Η μείωση της ζήτησης (και στην Αμερική) και η πτώση των διεθνών τιμών, η έλλειψη ρευστότητας που προκαλεί σε πρώτη φάση, οδηγεί πολλές από τις εν λόγω εταιρίες σε μείωση της παραγωγής τους, άλλες σε αδυναμία ανά χρηματοδότησης των δανείων τους και ορισμένες σε χρεοκοπίες ή σε εξαγορές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρίες.

Αν η ύφεση διατηρηθεί τα επόμενα χρόνια είναι γεγονός ότι οι εταιρίες θα μειωθούν και κερδισμένες θα «βγουν» από την κρίση οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής πετρελαίου. Παράλληλα όμως, οι εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο θα θέσουν σε δοκιμασία την πορεία του συνόλου των εταιριών πετρελαίου και πετρελαιοειδών (κρατικές, ιδιωτικές, μεγάλες και μικρές).

Οι δεσμεύσεις όλων των κρατών μελών των Ηνωμένων Εθνών για την «απανθρακοποίηση» του παγκόσμιου μοντέλου παραγωγής ενέργειας με την υπογραφή της Διεθνής Συμφωνίας των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, το έτος 2015, στο Παρίσι , η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από το σύνολο των κρατών, η προώθηση της ηλεκτροκίνησης σε πολλές χώρες, η επαναφορά χωρών παραγωγών πετρελαίου στις διεθνείς αγορές (Ιράν, Βενεζουέλα), θα αυξήσουν την προσφορά πετρελαίου που θα διατίθεται στις διεθνείς αγορές ενώ η παγκόσμια ζήτηση συνεχώς θα μειώνεται. Έτσι, ο ανταγωνισμός των τιμών και ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και μεταξύ των επιχειρήσεων με σκοπό τη διατήρηση των μεριδίων τους στην παγκόσμια αγορά θα αυξάνεται αντιστρόφως ανάλογα με τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου (και φυσικού αερίου), τα επόμενα χρόνια.

*O Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι Οικονομολόγος – Διεθνολόγος, Ειδικός Επιστήμονας Βαθμός Α, στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Μέλος της επιτροπής διαχείρισης των πιθανών διαταραχών στην τροφοδοσία της αγοράς πετρελαίου και πετρελαιοειδών του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος. Οι απόψεις που εκφράζει στο παρόν άρθρο είναι αποκλειστικά προσωπικές.