Στο φόντο της υπαρκτής συζήτησης περί ενδεχόμεων πρόωρων εκλογών ή (το πιθανότερο) ενός ανασχηματισμού, υπάρχει μία καθοριστικής σημασίας παράμετρος.

Παρά την ιδιαιτερότητα της περιόδου και τις πρωτόγνωρα αντίξοες συνθήκες, καταγράφεται δημοσκοπικά και είναι ούτως ή άλλως αισθητό σε πολλά πεδία, ένα στοιχείο που σπάνια συναντάται στα πολιτικά χρονικά της χώρας.

Είναι η αδιαμφισβήτητη πολιτική ισχύς του Πρωθυπουργού έναντι των πολιτικών του αντιπάλων.

Το δημοσκοπικό double score της ΝΔ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν έναν χρόνο μετά από τις εκλογές, σε συνδυασμό με την σαρωτική υπερίσχυση του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα, διαμορφώνουν ένα δεδομένο στην πολιτική συγκυρία, που σπάνια έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν.

Μόνον ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και σε μικρότερο βαθμό ο Κώστας Καραμανλής το 2004, είχαν τέτοια ποσοστά αποδοχής και συγκέντρωσης στο πρόσωπό τους της μεγάλης πλειονότητας των προσδοκιών των πολιτών για αλλαγές και τομές.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανήλθε στην εξουσία ακριβώς με τις ίδιες συνθήκες. Κέρδισε μεν τις εκλογές σαρωτικά, ωστόσο το φάσμα των προσδοκιών που είχε καλλιεργήσει ήταν περιορισμένο – και ορθώς.

Με την πάροδο του χρόνου και την άσκηση της διακυβέρνησης δόθηκαν κάποια σημαντικά δείγματα γραφής, τόσο στον τρόπο, όσο και στο ύφος.

Επειτα ήλθε η πανδημία. Και κατά έναν ασυνήθιστο για τέτοιες συνθήκες τρόπο, η κυβέρνηση της ΝΔ επέδειξε σημαντικές ικανότητες άμεσης ανταπόκρισης, ταχείας προσαρμογής, επιμονής στην προώθηση μεταρρυθμίσεων και αποτελεσματικής λειτουργίας, ακόμη και σε πεδία αόρατα για τους πολίτες, όπως το νομοθετικό, το οποίο αποτέλεσε και τον νευραλγικής σημασίας – αν και άγνωστο – παράγοντα της επιτυχίας σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι συζητήσεις της νέας εποχής και τα διλήμματα του Πρωθυπουργού, οφείλουν να εξετάζονται αφότου θα λαμβάνεται υπόψη ο καθοριστικής σημασίας συνδυασμός παραμέτρων: η πολιτική ισχύς του κ. Μητσοτάκη, η συνέχιση του μεταρρυθμιστικού έργου και η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των επερχόμενων προβλημάτων.

Το σενάριο της κάλπης, δείχνει να έχει πολλά προβλήματα. Δεδομένου ότι αν επαληθευόταν, αυτό θα συνέβαινε μετά τον Ιούλιο, προκειμένου να μην απαιτείται διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης, αλλά και πριν το τέλος του έτους, ώστε να έχει ο Πρωθυπουργός το προνόμιο της λίστας, οι εκλογές θα γίνονταν εν μέσω απειλής ενός δεύτερου κύματος πανδημίας. Σε συνδυασμό δε με το ενδεχόμενο δίμηνο παράλυσης που θα ακολουθούσε λόγω της περιπλοκής της απλής αναλογικής, φαίνεται ότι δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Παρά ταύτα, αρκετοί είναι εκείνοι που το επιθυμούν.

Το σενάριο του ανασχηματισμού, μοιάζει πολύ πιο πιθανό και είναι από πολιτικής άποψης πιο ρεαλιστικό. Δυσλειτουργίες έχουν διαπιστωθεί, ελλείμματα συγκεκριμένων υπουργών έχουν καταγραφεί, όπως και ενδείξεις για προσωπικές ατζέντες, που έχουν δημιουργήσει αναστατώσεις, ακόμη και εν μέσω πανδημίας.

Ό,τι και να αποφασίσει ο κ. Μητσοτάκης, ο ίδιος είναι εκείνος που θα πρέπει να αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πολιτική ευκαιρία που του παρέχεται. Η πολιτική του ισχύς του επιτρέπει να καθαρίσει το παχνίδι σε πολλά πεδία, είτε αυτά είναι τα πάλαι ποτέ κομματικά φέουδα, είτε τα πρόσωπα που δεν θέλουν/δεν μπορούν, είτε εν τέλει και η πολιτική ταυτότητα της ΝΔ, η οποία ούτως ή άλλως είναι πλέον άλλη από εκείνη που κάποιοι εξακολουθούν να νομίζουν.

Το θέμα δεν είναι αν ο κ. Μητσοτάκης θα «καθαρίσει» πολιτικά τον κ. Τσίπρα.

Τίθεται πολύ διαφορετικά. Πρόκειται για την ευκαιρία του και το χρέος του να διαμορφώσει τους νέους κανόνες και όρους του πολιτικού παιχνιδιού.