Εργοτάξιο δεν μπορείς να το πεις ακριβώς, γιατί υπάρχουν χώροι που είναι πανέτοιμοι να υποδεχθούν το περιεχόμενο που τους αναλογεί. Το νέο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, αλλά οδεύει ολοταχώς προς τη νέα εποχή του, κατά την οποία, όπως όλα δείχνουν, έστω και στην ημιτελή τωρινή κατάστασή του, θα πρωταγωνιστεί ως ένας μουσειακός χώρος που θα επισκιάζει όλους τους υπόλοιπους της Αθήνας. Πλήρως ενταγμένος στον ιστό της πόλης, αλλά δίχως να πνίγεται από τα γειτονικά κτίρια, θα συνομιλεί με το παρόν της πόλης μέσα από τα τεράστια γυάλινα ανοίγματά του, ενώ ταυτόχρονα θα παρουσιάζει θησαυρούς τέχνης από το παρελθόν της. Ναι, μπήκαμε μέσα στη νέα Εθνική Πινακοθήκη όσο οι εργάτες επιδίδονταν στο έργο τους και οι ήχοι από τα μηχανήματά τους έβγαζαν εκκωφαντικούς θορύβους. Tα εγκαίνια, όπως έχει ειπωθεί από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη επανειλημμένα, προγραμματίζονται για τις 25 Μαρτίου του 2021 και κανείς δεν θέλει να χάσει το ραντεβού με την Ιστορία. Σίγουρα όχι η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, η ακούραστη θεματοφύλακας της Πινακοθήκης και επικεφαλής της από το 1992, η οποία ήταν και ξεναγός μας σε αυτή τη συναρπαστική περιήγηση.

«Οταν λειτουργήσει το μουσείο θα είναι πλήρως εξοπλισμένο με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και θα έχει καινούργια αντικείμενα απ’ άκρη σ’ άκρη του. Δεν θα είναι ένα κέλυφος, αλλά θα είναι λειτουργικό πέρα ως πέρα. Είναι το μεγάλο μου στοίχημα. Ηθελα να παραδώσω ένα μουσείο που θα είναι τέλειο, σύγχρονο και θα λειτουργεί». Δεν είναι ευφημισμός, ούτε αμετροέπεια εκ μέρους της. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι χάρη στη δική της επιμονή και προσπάθειες αυτό το τεράστιο έργο βρίσκεται μια ανάσα πριν από την ολοκλήρωσή του.

«Αυτή τη στιγμή εκτελούνται οι τελευταίες εργασίες υπό την άγρυπνη παρακολούθηση και τον συντονισμό της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, του γενικού γραμματέα Γιώργου Διδασκάλου, που έχει αναλάβει τον ρόλο της γενικής εποπτείας του έργου, και των τεχνικών υπηρεσιών του ΥΠΠΟΑ. Η προϊσταμένη της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης Μουσείων & Τεχνικών Εργων κυρία Αμαλία Ανδρουλιδάκη και η επιβλέπουσα από την υπηρεσία μηχανικός κυρία Πόπη Δήμου μαζί με τους άξιους συνεργάτες τους έχουν αγαπήσει το έργο και δίνουν κυριολεκτικά την ψυχή τους. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΠΜΑΣ, με πρόεδρο τον αφοσιωμένο και ενθουσιώδη κ. Απόστολο Μπότσο, επίτιμο πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και το διοικητικό και οικονομικό προσωπικό της Πινακοθήκης με επικεφαλής την κυρία Μαρίνα Μακρή, αλλά και το επιστημονικό προσωπικό με διευθύντρια την κυρία Εφη Αγαθονίκου δίνουν καθημερινή μάχη για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις διεκπεραίωσης αυτού του γιγάντιου έργου. Πρέπει να ολοκληρωθούν οι εργασίες της μουσειογραφικής μελέτης, να τοποθετηθεί το «πλανάρ», το υαλοστάσιο, που καλύπτει όλους τους ορόφους στην Πτέρυγα του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και επιτρέπει στους επισκέπτες να κάνουν τον περίπατό τους στις ράμπες, απολαμβάνοντας απρόσκοπτα την υπέροχη θέα προς τον Λυκαβηττό. Τέλος, χρειάζεται να τοποθετηθούν τα ξύλινα πατώματα στην αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων και στον τρίτο όροφο. Στις υπόλοιπες αίθουσες έχουμε κρατήσει τα πατώματα από πεντελικό μάρμαρο. Πάντως η Πινακοθήκη είναι έτοιμη κατά 80%. Το έργο προβλέπεται να παραδοθεί στα τέλη του 2020 για να αρχίσουν οι δοκιμές των μηχανολογικών και των άλλων συστημάτων. Παράλληλα, προετοιμάζουμε τα έργα που θα εκτεθούν. Γίνεται συντήρηση και απεντόμωση σε όλα, πρώτα στα περίπου χίλια που θα εκτεθούν αλλά και στη συνέχεια σε όλα όσα θα τοποθετηθούν στις αποθήκες. Εχουμε εξαιρετικό επιστημονικό και ερευνητικό προσωπικό και πολύ έμπειρους συντηρητές. Ολοι έχουν επιστρατευτεί για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία».

Μια περιήγηση στο νέο μουσείο

Μια πρώτη γεύση σχετικά με τη μορφή της νέας Πινακοθήκης την πήραμε στις αρχές Φεβρουαρίου, όταν διοργανώθηκε μια εκδήλωση-συζήτηση με οικοδεσπότες την υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού κυρία Λίνα Μενδώνη και τον πρόεδρο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος Ανδρέα Δρακόπουλο στο φουαγέ του κτιρίου. Εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται το παλιό κτίριο, το λεγόμενο και κτίριο Α, το οποίο έχει μεγαλώσει πάρα πολύ, καθώς έχουν γίνει ωφέλιμοι χώροι και τα παλιά μπαλκόνια του. Εκεί θα βρίσκεται ο χώρος υποδοχής, το εκδοτήριο εισιτηρίων, το βεστιάριο, καθώς και το σημείο ψηφιακής πληροφόρησης. Η νέα Πινακοθήκη θα είναι πλήρως εναρμονισμένη με την τεχνολογία της εποχής όσον αφορά τη μουσειακή εμπειρία του επισκέπτη. Το πρώτο έργο με το οποίο θα έρχεται κανείς σε επαφή μόλις εισέρχεται στον χώρο θα είναι η περίφημη «Λαϊκή αγορά» (1979-1982) του Παναγιώτη Τέτση. Θα λειτουργεί σαν φιλικό καλωσόρισμα. Πίσω του θα βρίσκεται το πωλητήριο. «Φιλοδοξούμε να είναι πολύ πλούσιο, να προέρχεται από τον οπτικό πλούτο της Πινακοθήκης αλλά να περιλαμβάνει και άλλα, ακόμη και ευφάνταστα αντικείμενα. Σκέπτομαι να απευθυνθώ σε ανθρώπους της αγοράς που έχουν μεγάλη πείρα στον χώρο του design και του marketing να με βοηθήσουν. Ισως εδώ να χρειαστούμε και τη βοήθεια των δωρεών. Είμαστε πάντως σε επαφή με τους εξαιρετικούς γενικούς γραμματείς του υπουργείου: ο κ. Γιώργος Διδασκάλου είναι ο project manager και επιβλέπει τα έργα, ενώ έχουμε και υποστήριξη από τον κ. Νικόλα Γιατρομανωλάκη, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά το branding, το marketing, την επικοινωνιακή στρατηγική που χρειάζεται ένα μουσείο».

Στα δεξιά του χώρου υποδοχής βρίσκεται η περίφημη γυάλινη σπείρα, η οποία είναι ήδη ολοκληρωμένη. Μέσα από αυτή θα μπορεί να κατέβει κάποιος με ασανσέρ ή με σκάλες στον ημιώροφο, όπου θα παρουσιάζονται μικρές θεματικές εκθέσεις, έργα σε χαρτί ή φωτογραφίες, στο αμφιθέατρο των 240 θέσεων με πρόβλεψη να λειτουργεί και ως συνεδριακός χώρος, και στην αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων. Στο φουαγέ του θεάτρου θα λειτουργεί ένα café με πρόσβαση στον παρακείμενο κήπο. Τη μελέτη του περιβάλλοντος χώρου την έχει αναλάβει ο αρχιτέκτονας καθηγητής Γιώργος Παρμενίδης. Στον κήπο ένα κανάλι νερού, ήδη διαμορφωμένο, θα θυμίζει τον Ιλισσό. «Τη μελέτη για τα φυτά μάς την έχει κάνει δώρο το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Δεν υπακούει στην αντίληψη ότι πρέπει να έχουμε αντιπροσωπευτικά είδη της μεσογειακής βλάστησης. Οι επιλογές στον κήπο είναι πιο σπάνιες και περιλαμβάνουν αρωματικά και πολύχρωμα φυτά».

Eνα επίπεδο παρακάτω θα βρίσκεται η αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, μεγαλειώδης σε διαστάσεις, με τα 1.000 τ.μ. της. Σε ένα τμήμα της θα εκτίθεται μια επιλογή από τα περίπου χίλια έργα δυτικοευρωπαϊκής τέχνης της συλλογής της Πινακοθήκης. Τα περισσότερα προέρχονται από τις πρώτες δωρεές που έγιναν στο Σχολείο των Τεχνών και στο Πανεπιστήμιο από μεγάλους ομογενείς ευεργέτες και περιήλθαν στην Εθνική Πινακοθήκη μετά την ίδρυσή της το 1900. «Αυτό το κομμάτι της συλλογής δεν έχει εμπλουτιστεί, έμεινε λίγο στάσιμο – με εξαίρεση έναν θαυμάσιο πίνακα του Ντελακρουά, με τίτλο «Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα» (1856), που αγοράστηκε με τη συνδρομή του Βασίλη Γουλανδρή και του Σταύρου Νιάρχου. Πάντως, ένα από τα πιο σημαντικά έργα αυτής της συλλογής το έχει φιλοτεχνήσει ο Τσέκο ντελ Καραβάτζο, μαθητής του Καραβάτζο». Στον ίδιο μεγάλο εκθεσιακό χώρο θα φιλοξενηθεί μέρος της συλλογής χαρακτικών έργων της Εθνικής Πινακοθήκης που εκτίθεται για πρώτη φορά. «Εχουμε μια πάρα πολύ πλούσια συλλογή χαρακτικών. Ο Μαρίνος Καλλιγάς είχε την έφεση να αγοράζει παλιά χαρακτικά και έτσι ο Γκόγια που είχαμε εκθέσει παλαιότερα ανήκει στην Πινακοθήκη. Εχουμε Ρέμπραντ, έχουμε Ντύρερ. Ολα αυτά τα παλιά έργα θα εκτεθούν μαζί με μια ανθολογία με τους σπουδαίους έλληνες χαράκτες, παλαιότερους και νεότερους».

Ολη η ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής

Το βασικό σώμα της συλλογής θα εκτίθεται στην Πτέρυγα Νιάρχος, δηλαδή στο παλιό πίσω κτίριο, το οποίο χάρη στη δωρεά των 13 εκατομμυρίων ευρώ από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος έχει μεταλλαχθεί με τη σειρά του και έχει ψηλώσει κατά έναν όροφο. Στα τρία επίπεδά του και στα 1.000 τ.μ. εκάστου ορόφου θα παρουσιάζονται έργα από τον 19ο, τον 20ό και τον 21ο αιώνα μέσα από μια «διαδρομή βλεμμάτων» για την οποία είναι υπεύθυνος ο αρχιτέκτονας Γιώργος Παρμενίδης.

Εκεί θα αναπτύσσεται η μουσειολογική μελέτη, η οποία όπως θα πει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα «βασίζεται σε εκείνη που είχα κάνει στο παλαιότερο μουσείο και είχε την πρωτοτυπία να συνδέει την τέχνη με την κοινωνία και να θέτει ερωτήματα για το ποιον ρόλο είχε η τέχνη στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Ολα τα έργα που μπορούσε να δει κανείς στην Πινακοθήκη θα εκτεθούν και τώρα διότι είναι πολύ σημαντικά. Ωστόσο κάθε ενότητα θα εμπλουτιστεί. Οταν λειτουργούσαμε παρουσιάζονταν 400 έργα, τώρα τα εκθέματα υπερδιπλασιάζονται γιατί και οι χώροι έχουν υπερδιπλασιαστεί». Αυτό σημαίνει ότι θα εκτεθούν περί τα χίλια ζωγραφικά έργα από τα περίπου 10.000 που περιλαμβάνονται στη συλλογή (στο σύνολο μαζί με τα χαρακτικά, τα σχέδια αλλά και τα γλυπτά είναι σχεδόν 20.000).

Στο ισόγειο την τιμητική του θα έχει ο 19ος αιώνας και τα έργα θα είναι διαρθρωμένα βάσει ενοτήτων όπως «Ιστορική ζωγραφική», με τα έργα του Θεόδωρου Βρυζάκη, των αδελφών Μαργαρίτη, του Διονυσίου Τσόκου, το «Πρώιμο πορτρέτο», όπως εκφράζεται μέσα από έργα του Φραντσέσκο Πίτζε αλλά και του Ανδρέα Κριεζή κ.ά., «Η Ελλάδα όπως την είδαν οι περιηγητές» κ.ά. Σε αυτόν τον αιώνα ανήκει βέβαια και η μεγάλη Σχολή του Μονάχου, και το κυρίαρχο είδος της, η ηθογραφία, το ώριμο αστικό πορτρέτο, η θαλασσογραφία. Σε περίοπτη θέση θα βρίσκονται και πίνακες μνημειακών διαστάσεων που δεν μπορούσαν να εκτεθούν μέχρι πρότινος εξαιτίας στατικών προβλημάτων, όπως η υπερφυσικού μεγέθους «Προσωπογραφία της Κλεμάνς Σερπιέρη» (1869) του Νικηφόρου Λύτρα. «Παντού έχουμε τοποθετήσει τα πιο μεγάλα και πιο σημαντικά έργα στον μεσαίο χώρο» περιγράφει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα. Σε αυτόν τον όροφο θα μπορεί να δει κανείς τα γνωστά και αγαπητά έργα των διάσημων ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου, όπως τα «Αρραβωνιάσματα» (1875) του Νικολάου Γύζη, το «Ψαριανό μοιρολόι» του Νικηφόρου Λύτρα, την «Παιδική συναυλία», ένα αριστουργηματικό έργο, για το οποίο μάλιστα έχει γραφτεί μουσική από τον συνθέτη Δημήτρη Παπαδημητρίου και θα ακούγεται μέσα στον εκθεσιακό χώρο, τις θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη κ.ά.

Ο δεύτερος όροφος φιλοξενεί έργα του εικοστού αιώνα με τους πρώτους εκπροσώπους του μοντερνισμού, που ίδρυσαν την περίφημη «Ομάδα Τέχνη» το 1917 και απολάμβαναν την προστασία και την υποστήριξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Ελευθερίου Βενιζέλου: τον Νικόλαο Λύτρα, τον Μαλέα, τον Παρθένη, τον Βυζάντιο κ.ά. Είναι οι ζωγράφοι που ζήτησαν να μεταφράσουν με χρώμα το ελληνικό φως. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 σηματοδοτεί το τέλος της δράσης και τη διάλυση της «Ομάδας Τέχνη». Από την πίκρα και την ηττοπάθεια θα γεννηθεί, σαν φυσική αντίδραση, μια νέα ανάγκη εθνικής αυτογνωσίας και αυτοβεβαίωσης. Η επιστροφή στις πηγές, η μελέτη των αμεσότερων και πιο πρόσφατων μορφών του λαϊκού πολιτισμού, η ανακάλυψη λαϊκών καλλιτεχνών, εγγράφεται και ερμηνεύεται μέσα σε αυτό το κλίμα. Εδώ θα παρουσιαστούν τα έργα των ζωγράφων τη Γενιάς του ’30, από τον Κόντογλου και τον Παπαλουκά έως τον Τσαρούχη, τον Γκίκα, τον Εγγονόπουλο και τον Μόραλη, αλλά και τα έργα του Θεόφιλου, που «ανακάλυψε» αυτή η γενιά. Είναι οι καλλιτέχνες που θέλησαν να δώσουν ελληνική ιθαγένεια στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό.

Πλάι σε αυτούς τους καλλιτέχνες θα δούμε και δημιουργούς που δεν εντάσσονται στο πνεύμα της Γενιάς του ’30, όπως τον εξπρεσιονιστή Μπουζιάνη. Στο τρίτο όροφο θα συναντήσουμε σημαντικούς ζωγράφους όπως ο Φασιανός, που συνεχίζουν να διαλέγονται με πρωτότυπο τρόπο με την παράδοση. Αφαίρεση και παραστατική ζωγραφική συνυπάρχουν στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Σε αυτόν τον αιώνα εντάσσεται βέβαια και η στρατευμένη τέχνη της δεκαετίας του ’70 αλλά και η εξομολογητική, υπαρξιακή μαρτυρία καλλιτεχνών όπως ο Μπότσογλου και ο Ψυχοπαίδης κ.ά. μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Στον τελευταίο όροφο θα βρουν τη θέση τους και τα έργα πρωτοποριακών καλλιτεχνών όπως οι Κεσσανλής, Κανιάρης, Τσόκλης, Δανιήλ. Εκεί θα παρουσιαστούν έργα καλλιτεχνών από τα τέλη του 20ού αιώνα και τις αρχές του 21ου. Ανάμεσά τους θα δούμε και έργα ζωγράφων της γενιάς του ’80, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν μαθητές της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, όπως είναι οι Στέφανος Δασκαλάκης, Χρήστος Μποκόρος, Εδουάρδος Σακαγιάν, Γιώργος Ρόρρης, Μιχάλης Μαδένης, Μαρία Φιλοπούλου, Αννα Μαρία Τσακάλη, Χρύσα Βέργη. Σε αυτόν τον όροφο θα παρουσιάζονται βίντεο και εγκαταστάσεις όπως η «Αρτεμις» του Κώστα Τσόκλη και οι «Μετανάστες» του Γιώργου Λάππα. Η συλλογή σε αυτόν τον όροφο θα αλλάζει κάθε έξι μήνες, μια ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση, καθώς το συγκεκριμένο επίπεδο θα είναι και το πιο εντυπωσιακό. Και αυτό γιατί σε αυτόν τον όροφο θα βρίσκεται και το εστιατόριο της Πινακοθήκης, ένα (τεράστιο) «παράθυρο» στην Αθήνα με πανοραμική θέα στην Αθήνα από τον Υμηττό έως την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό. Σε αυτό θα μπορέσει να φθάσει κανείς μέσα από τα κεκλιμένα εξωτερικά επίπεδα που οδηγούν στους ορόφους της Πτέρυγας Νιάρχος αλλά θα υπάρχει και ξεχωριστή είσοδος με ασανσέρ και κλιμακοστάσιο, για να μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα από το μουσείο.

Στα υπόγεια βρίσκονται τα γραφεία και οι αποθήκες, όπου σχεδόν όλες οι εργασίες έχουν ολοκληρωθεί. Οι χώροι εργασίας με τις πορτοκαλί πόρτες αποπνέουν κομψότητα και λειτουργικότητα, ενώ οι αποθήκες σε εντυπωσιάζουν με το μέγεθός τους – τον θαυμασμό τους για αυτές εξέφρασε ακόμη και ο διευθυντής του Λούβρου κ. Ζαν-Λικ Μαρτινέζ σε πρόσφατη επίσκεψή του στο εργοτάξιο. Τα συρόμενα πανό που θα υποδεχθούν σύντομα τα έργα είναι ήδη εγκατεστημένα: «Υπήρξε ένας μεγάλος δωρητής ο οποίος έδωσε ένα εκατομμύριο ευρώ για να παραγγελθούν σε ειδικό εργοστάσιο στο Αμστερνταμ». Τίποτε δεν θα ήταν εφικτό δίχως τις χορηγίες και τις δωρεές που κατέστησαν δυνατό αυτό το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ. Και αυτές είναι ένα προσωπικό επίτευγμα της κυρίας Λαμπράκη-Πλάκα.

Το έργο έχει χρηματοδοτηθεί, εκτός από τη μεγάλη δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, από το ΕΣΠΑ 2014-2020, από δημόσιες επενδύσεις και από την Περιφέρεια, που κάλυψε τόσο τη μουσειογραφική μελέτη και την εφαρμογή της με 4,6 εκατ. ευρώ επί Ρένας Δούρου όσο και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου με ένα εκατομμύριο ευρώ επί Γιώργου Πατούλη. Το έργο όμως δεν θα μπορούσε να αποπερατωθεί χωρίς τη γενναιόδωρη συνδρομή των ιδιωτών. Για την ώρα, υπάρχουν τέσσερις μεγάλοι δωρητές που έχουν συμβάλει στην ολοκλήρωσή του. Για παράδειγμα, ο φωτισμός και ο εξοπλισμός των εργαστηρίων Συντήρησης είναι δωρεά του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη (400.000 και 250.000 ευρώ αντίστοιχα), με το οποίο η Πινακοθήκη συνεργάζεται και συστεγάζεται. «Οταν ανοίξει το μουσείο, τέσσερις χώροι θα πάρουν τα ονόματά τους. Εφαρμόζουμε το αμερικανικό σύστημα» θα πει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα, χωρίς ωστόσο να θέλει να αποκαλύψει για την ώρα και τους υπόλοιπους δωρητές.

Τι θα γίνει όμως όταν ανοίξει η Πινακοθήκη και αρχίσουν να τρέχουν τα λειτουργικά της έξοδα; «Ο οργανισμός της ΕΠΜΑΣ έχει συνταχθεί και έχει υποβληθεί για έγκριση στο υπουργείο Πολιτισμού. Τώρα είναι 89 οι εργαζόμενοι και σύμφωνα με τον νέο οργανισμό προβλέπεται να φθάσουν σταδιακά τους 232. Η επιχορήγησή της αυτή τη στιγμή φθάνει για να καλύψει μόνο τα λειτουργικά έξοδα, δεδομένου ότι έχουμε να συντηρήσουμε και τα παραρτήματα στη Σπάρτη, στο Ναύπλιο, στην Κέρκυρα, στην Αίγινα, αλλά και τη Γλυπτοθήκη. Βέβαια, προς το παρόν δεν έχουμε άλλους πόρους, ελπίζουμε ωστόσο ότι πέραν των εισιτηρίων θα υπάρχει ροή εσόδων και από το πωλητήριο, από το εστιατόριο και από το αμφιθέατρο, το οποίο θα είναι πλήρως εξοπλισμένο ως συνεδριακός χώρος. Θα ζητήσουμε όμως αύξηση του προϋπολογισμού. Πιστεύω ότι λόγω της ανακαίνισης και της καινούργιας μορφής θα αρχίσουν να το επισκέπτονται και τουρίστες, θα διορθωθεί δηλαδή ένα από τα κακώς κείμενα που αντιμετωπίζαμε παλιότερα. Θα βοηθήσει φυσικά και η διεύρυνση του ωραρίου. Νομίζω όμως πως και η νέα αρχιτεκτονική όψη της Πινακοθήκης θα είναι ένας μεγάλος «κράχτης»».

Αυτή η (γυάλινη ως επί το πλείστον) όψη είναι και η αιχμή του δόρατος για την κριτική που έχει ασκηθεί για το νέο κτίριο και συνίσταται στο ότι θα είναι αντι-οικολογική η διαχείρισή του προκειμένου να ανταποκριθεί στις καιρικές συνθήκες της Αθήνας. «Αυτό δεν ισχύει, διότι αυτή την όψη δεν τη χτυπάει ποτέ ο ήλιος. Εχει προβλεφθεί άλλωστε ειδικό φίλτρο για αντηλιακή προστασία και ούτως ή άλλως αυτές οι γυάλινες επιφάνειες αφορούν μόνο τη ράμπα και όχι τις αίθουσες του μουσείου». Οσον αφορά γενικότερα στον οικολογικό χαρακτήρα της νέας Εθνικής Πινακοθήκης, «φωτοβολταϊκά θα έχει μόνο στην ταράτσα. Δυστυχώς δεν είχαν προβλέψει οι μελετητές να χρησιμοποιήσουν άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως λ.χ. γεωθερμικό κλιματισμό. Κακώς, διότι ένα μουσείο που χτίζεται σήμερα θα έπρεπε να έχει φροντίσει για κάτι τέτοιο. Απλώς το συγκεκριμένο δεν χτίστηκε από την αρχή και δεν υπήρξε σχετική πρόνοια».

Το εκθεσιακό πρόγραμμα

Παλαιότερα είχε ανακοινωθεί ότι η Πινακοθήκη θα εγκαινιαζόταν με μια αναδρομική έκθεση του Κωνσταντίνου Παρθένη και μια έκθεση σε συνεργασία με το Μουσείο του Λούβρου. Δεδομένης της συγκυρίας της επετείου των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση τα σχέδια αυτά μεταφέρονται για λίγο πιο μετά. Eπομένως η έκθεση «Η τέχνη του πορτρέτου στο Μουσείο του Λούβρου» θα οργανωθεί μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου ή αρχές Οκτωβρίου του 2021, σε συνεργασία με τον διευθυντή του γαλλικού μουσείου Ζαν-Λικ Μαρτινέζ, ο οποίος όπως προαναφέραμε έχει ήδη επισκεφθεί την υπό διαμόρφωση Εθνική Πινακοθήκη. Η δε αναδρομική του Παρθένη θα πραγματοποιηθεί στα αρχές του 2022. «Η έκθεση είναι καθ’ όλα έτοιμη και έχει και τον χορηγό της, την Alpha Bank» θα πει η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα. «Η ιδέα μου ήταν να αφιερώνουμε μία έκθεση ετησίως σε κάποιο μεγάλο μουσείο του εξωτερικού. Αυτό σκοπεύω να κάνω μετά την έκθεση του Παρθένη. Εχουμε αφήσει ημιτελή τον διάλογο Παρίσι – Αθήνα, ο οποίος σταματούσε στο 1940. Εκτοτε πολλοί Ελληνες πήγαν στη Γαλλία και πήραν μέρος στα διάφορα κινήματα. Θα μπορούσαμε να τον συνεχίσουμε.

Ενας άλλος διάλογος που θα ήθελα να αναδείξω και τον οποίο καθόλου δεν έχουν θίξει οι ιστορικοί μας είναι η σχέση μεταξύ Αθήνας και Ρώμης. Πολλοί ζωγράφοι μας πέρασαν από την ιταλική πρωτεύουσα και μάλιστα η Γενιά του ’30 επηρεάστηκε πάρα πολύ από αυτή την ομάδα που λέγεται Novecento Italiano, η οποία εξυπηρετούσε βέβαια τη ρητορική του φασισμού, αλλά είχε ανάμεσα στα μέλη της πολύ μεγάλους ζωγράφους. Ο Μόραλης, για παράδειγμα, είχε δεχθεί επιδράσεις από το έργο τους. Εχω στον νου μου να κάνω τέτοιες προσπάθειες, αλλά βέβαια θα δοθεί μια βαρύτητα και σε μεγάλες εκθέσεις με έλληνες ζωγράφους. Υπολογίζουμε να διοργανώνουμε δύο μεγάλες εκθέσεις τον χρόνο, μία θα είναι ξένη και μία ελληνική, και κάποιες μικρότερες».

Τη ρωτούμε αν αγαπά ιδιαίτερα κάποιο από τα έργα της συλλογής της Πινακοθήκης. «Πολλά, όχι μόνο ένα. Και αφαιρετικά και παραστατικά. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά από τον Κωνσταντίνο Παρθένη λατρεύω ένα έργο που είναι σχεδόν αφηρημένο – μάλιστα το αγοράσαμε επί των ημερών μου -, το οποίο απεικονίζει ένα ελληνικό νησί. Πρόκειται για πολύ πρώιμο έργο, (πριν από το 1903). Μου αρέσει από τα έργα του Παρθένη και η μνημειακή του σύνθεση με θέμα την «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου» (π. 1932). Είναι φοβερά ενδιαφέρον έργο γιατί αποτελεί σύνοψη των επιδράσεων που είχε δεχθεί και χαρακτηριστικό παράδειγμα της αφομοίωσής τους και του μετασχηματισμού τους στο δικό του ύφος. Βλέπει κανείς σε αυτόν τον πίνακα την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο, τον Ελ Γκρέκο, τον Μποτιτσέλι, αλλά και τον Κυβισμό. Ολη η Ιστορία της ζωγραφικής μας είναι εκεί. Αγαπάω επίσης τον Φραντσέσκο Πίτζε, την προσωπογραφία μιας γηραιάς υδραίας κυρίας. Στο πρόσωπό της διαβάζεις τα πάθη της Επανάστασης». Στο δικό της πρόσωπο πάντως δεν αποτυπώνονται τα πάθη της Πινακοθήκης. Μόνο υπερηφάνεια και ανυπομονησία για ό,τι θα φέρει το μέλλον.