Οταν ο Πίτερ Λίντμπεργκ φωτογράφιζε, όλα είχαν να κάνουν με τις γυναίκες. Τα μαλλιά, το μακιγιάζ ή το styling δεν είχαν την πρωταρχική σημασία. Είχε έναν τρόπο να μετατρέπει τις ατέλειες σε κάτι μοναδικό και όμορφο και οι φωτογραφίες του είναι διαχρονικές. Θα μας λείψεις τόσο πολύ, Πίτερ. Είναι τιμή μου που σε γνώρισα και συνεργάστηκα μαζί σου». Αυτός ήταν ο τρόπος της Σίντι Κρόφορντ για να αποχαιρετήσει τον σπουδαίο Πίτερ Λίντμπεργκ (1944-2019) με μια ανάρτησή της στο Instagram τον περασμένο Σεπτέμβριο.

Η Σίντι ήταν η μία από τις πέντε νεαρές γυναίκες που «γνωρίσαμε» και αρχίσαμε να αποκαλούμε με το μικρό τους όνομα στην αυγή των 90s, όταν ο Λίντμπεργκ τη φωτογράφιζε downtown στη Νέα Υόρκη αγκαλιασμένη μαζί με τη Ναόμι, την Κρίστι, την Τατιάνα και τη Λίντα για το εμβληματικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο της βρετανικής «Vogue» του τεύχους Ιανουαρίου 1990. Αυτή η φωτογραφία ήταν άλλωστε «το πιστοποιητικό γέννησης των supermodels», μιας τάσης και μιας λατρείας προς το πρόσωπο των πανέμορφων γυναικών που ποτέ δεν επαναλήφθηκε με τη σφοδρότητα της εποχής εκείνης. «Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η περιπετειώδης, χειραφετημένη γυναίκα με άποψη, η οποία έχει τον έλεγχο της ζωής της και δεν την ενδιαφέρει το κοινωνικό status» εξηγούσε το σκεπτικό με το οποίο είχε στήσει ένα από τα πιο γνωστά εξώφυλλα μόδας του 20ού αιώνα.

Ο Λίντμπεργκ μακροημέρευσε στον χώρο του και ήταν ακμαίος και δημιουργικός μέχρι το τέλος. Το 2019 είχε μάλιστα αρχίσει να δουλεύει την «Untold Stories», μια μεγάλη αναδρομική με 150 φωτογραφίες του, πολλές από αυτές ανέκδοτες ή «ξεχασμένες», όλες τεκμήρια μιας σπουδαίας καριέρας που απλώθηκε σε τέσσερις δεκαετίες. Θα ήταν η πρώτη έκθεση στην οποία θα είχε την επιμέλεια ο ίδιος, αλλά δυστυχώς έμελλε να είναι και η τελευταία. Εγκαινιάστηκε στο Kunstpalast του Ντίσελντορφ στις αρχές Φεβρουαρίου, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε το ομώνυμο λεύκωμα από τις εκδόσεις Taschen. Μάλιστα για το εξώφυλλό του επελέγη μια υπέροχη φωτογραφία στην οποία η Λίντα Εβαντζελίστα είναι ντυμένη καλόγρια μαζί με τα μοντέλα Κίρστεν Οουεν και Μικαέλα Μπερκού.

Η πανέμορφη Ισραηλινή Μπερκού ήταν και εκείνη που κοσμούσε το πρώτο εξώφυλλο της αμερικανικής «Vogue» όταν ανέλαβε το τιμόνι του η Αννα Γουίντουρ το 1988. Η διαχρονικά δαιμόνια σιδηρά κυρία της μόδας είχε αντιληφθεί από νωρίς ότι ο Λίντμπεργκ θα έφερνε φρέσκο αέρα με την ατελή, γήινη αισθητική του στα editorials, εξ ου και τον εμπιστεύθηκε για το ντεμπούτο της στον αμερικανικό τίτλο. Εκείνος είχε φωτογραφίσει το μοντέλο του χαμογελαστό, ανέμελο, με ελάχιστο μακιγιάζ και με τα μάτια σχεδόν κλειστά, σαν κάτι να μην είχε πάει καλά με τη λήψη. Με τη Γουίντουρ και τον Λίντμπεργκ η απεικόνιση της μόδας δεν θα ήταν ξανά η ίδια.

Οι ντυμένες γυναίκες της Pirelli

Ο Λίντμπεργκ επέβαλε τον τρόπο σκέψης του και την αισθητική του όχι μόνο στα κορυφαία περιοδικά όπως τα «Rolling Stone», «Vanity Fair», «The Face» και «The New Yorker» αλλά και στις πιο απρόσμενες περιστάσεις. Ακόμα δηλαδή και όταν προσκλήθηκε τρις(!) να βγάλει τις φωτογραφίες για το περίφημο Pirelli Calendar. Η μία ήταν το 2002, όταν αντί για τα αψεγάδιαστα και ρετουσαρισμένα ημίγυμνα ή γυμνά μοντέλα εκείνος φωτογράφισε νεαρές ηθοποιούς όπως η Σέλμα Μπλερ, η Μπρίτανι Μέρφι ή η Μίνα Σουβάρι σε πλατό γυρισμάτων στην Καλιφόρνια – εξ ου και ο τίτλος «Hollywood» της συγκεκριμένης έκδοσης. «Οι φωτογραφίες μου αποκαλύπτουν ένα άλλο είδος γύμνιας, πιο σημαντικό από εκείνο που σχετίζεται με τα μέλη του σώματος» είχε απαντήσει όταν είχε ερωτηθεί γιατί δεν έκανε το παραδοσιακό «γυμνό» για το ημερολόγιο. Ακόμα και η σκληροπυρηνική φεμινίστρια Ζερμέν Γκριρ τον παραδέχθηκε για το αποτέλεσμα όταν είδε τη συγκεκριμένη δουλειά. Ηταν τόσο μεγάλη και διαχρονική η επιτυχία της συγκεκριμένης έκδοσης Pirelli ώστε να κληθεί να δημιουργήσει ένα sequel το 2017. Αυτή ήταν η τρίτη συνεργασία του Λίντμπεργκ με τον ιταλικό κολοσσό ελαστικών, ένα «ρεκόρ» που δεν κατέχει κανείς άλλος φωτογράφος στα 50 χρόνια ιστορίας του ημερολογίου (το βάπτισμα του πυρός ήταν το 1996). Αυτή τη φορά η γκάμα των ηθοποιών είχε διανθιστεί και πρωταγωνιστούσαν γυναίκες όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων, από τη Σαρλότ Ράμπλινγκ και την Πενέλοπε Κρους μέχρι τη Λουπίτα Νιόνγκο και τη Ζανγκ Ζιγί, ντυμένες απλά και φαινομενικά δίχως μέικ απ. Με τίτλο «Emotional», το ημερολόγιο αναδείκνυε «γυναίκες με προσωπικότητα, ευαισθησία και με τα κότσια να είναι ο εαυτός τους».

Οπως το κάνουν στο Ντούισμπουργκ

Πάντως καθοριστικό σημείο για την πορεία και την καριέρα του Λίντμπεργκ είχε σταθεί μια φωτογράφιση για τη διαφημιστική καμπάνια των Comme des Garçons το 1988, όταν δηλαδή είχε φωτογραφίσει άγνωστα τότε μοντέλα όπως η Τατιάνα Πάτιτζ ή η Μαρί Σοφί Γουίλσον σε ένα απόκοσμο, βιομηχανικό τοπίο. Ο Λίντμπεργκ ήταν άλλωστε ο πρώτος φωτογράφος που δημιούργησε αφηγήσεις μέσα από τις φωτογραφίες μόδας και τις ασπρόμαυρες, ατμοσφαιρικές λήψεις του τις είχε εμπνευστεί από το σκηνικό που περιέβαλλε τα παιδικά του χρόνια.

Είχε γεννηθεί το 1944 στο Λέσνο της σημερινής Πολωνίας και είχε μεγαλώσει στο Ντούισμπουργκ, μια μικρή πόλη στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας που ήταν ένα σημαντικό βιομηχανικό κέντρο με εγκαταστάσεις χαλυβουργίας και βιομηχανίας σιδήρου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Πέτερ Μπρόντμπεκ. Τι απρόσμενος δρόμος για τον μικρό που ξεκίνησε από αυτή την άχρωμη, καταθλιπτική πόλη και κατέληξε ένας από τους πιο διάσημους φωτογράφους μόδας του 20ού και του 21ου αιώνα.

Αυτή ακριβώς η ταπεινή καταγωγή και οι επιρροές του από το γερμανικό σινεμά, τα καμπαρέ, τα μουντά τοπία της Γερμανίας αλλά και την conceptual τέχνη και τη δουλειά του Γιόζεφ Κόσουθ είναι που τον είχε ωθήσει να αναζητά την αφτιασίδωτη ομορφιά και να αναδεικνύει την ουσία κάθε γυναίκας, τον φευγαλέο φωτογραφικά ψυχισμό της.

Κι όμως, όταν ξεκινούσε ως βοηθός του φωτογράφου Χανς Λουξ στο Ντίσελντορφ το 1971 «δεν είχε ιδέα για τη φωτογραφία». Είχε απλώς ανακαλύψει ότι του άρεσε να φωτογραφίζει τα παιδιά του αδελφού του, ενώ μέχρι πρότινος είχε αφοσιωθεί σε σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Βερολίνου και στο College of Art του Κρέφελντ. Βέβαια ακόμα και τότε ο Λίντμπεργκ προτιμούσε να αναζητά τις επιρροές που είχαν καθορίσει τη δουλειά του ινδάλματός του, του Βαν Γκογκ, αντί να ζωγραφίζει τα πορτρέτα και τα τοπία που του ζητούσαν οι καθηγητές του. Aνοιξε το δικό του στούντιο το 1973 και γρήγορα κατάφερε να γίνει γνωστός στη Γερμανία. Αφότου άρχισε να δουλεύει για το περιοδικό «Stern» μαζί με θρύλους της φωτογραφίας όπως ο Χέλμουτ Νιούτον ετοίμασε το 1978 τις βαλίτσες του για το Παρίσι. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Λίγο πριν από τον θάνατό του είχε φωτογραφίσει 15 δυναμικές γυναίκες, από την Τζέιν Φόντα και την πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Αρντερν, μέχρι την ακτιβίστρια Γκρέτα Τούνμπεργκ για το εξώφυλλο του τεύχους Σεπτεμβρίου 2019 της βρετανικής «Vogue», όταν δηλαδή είχε αναλάβει την αρχισυνταξία του η Μέγκαν Μαρκλ, άλλη μία γυναίκα που απαθανάτισε με τρόπο τρυφερό, απλό και αφοπλιστικά ανθρώπινο όταν εκείνη ακόμη πρωταγωνιστούσε στην τηλεοπτική σειρά «Suits».

Ο Λίντμπεργκ παρέμενε άλλωστε βαθιά κριτικός απέναντι στην κουλτούρα των selfies, η οποία, όπως όλοι γνωρίζουμε, συνήθως περιλαμβάνει κάθε δυνατή αλλοίωση που μπορεί να παρέχει η τεχνολογία. Το μότο του ήταν ότι «θα έπρεπε να είναι το καθήκον κάθε φωτογράφου ο οποίος εργάζεται σήμερα να χρησιμοποιεί τη δημιουργικότητά του και την επιρροή του προκειμένου να απελευθερώσει τις γυναίκες από την τυραννία της νεότητας και της τελειότητας». Εκείνος, αν μη τι άλλο, έκανε ό,τι μπορούσε.

ΙNFO «Peter Lindbergh. Untold Stories»: Kunstpalast, Ντίσελντορφ, μέχρι την 1η Ιουνίου.