Καρκινοβατεί η ανάπτυξη στη Γερμανία. Την χρονιά που πέρασε το ΑΕΠ της μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ αυξήθηκε μόλις κατά 0,6%, σύμφωνα με ανακοίνωση της γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας.

Πρόκειται για το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης που σημειώνεται σε ετήσια βάση από το 2013.

Η εικόνα της γερμανικής οικονομίας μοιάζει ακόμα πιο γκρίζα αν σταθεί κανείς σε επιμέρους οικονομικά στοιχεία που αφορούν τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, την παραγωγή και τις εξαγωγές, τα οποία επισήμως ανακοινώθηκαν την Τετάρτη. Αίσθηση προκαλεί εξάλλου το γεγονός ότι, παρότι η Γερμανία διαθέτει μια σαφώς εξαγωγική οικονομία, η ανάπτυξή της το 2019 βασίστηκε στην εσωτερική ζήτηση. Και τα γερμανικά νοικοκυριά δεν φημίζονται για την καταναλωτική βουλιμία τους…

Η γερμανική Στατιστική Υπηρεσία δεν έχει ανακοινώσει ακόμα τα πλήρη στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Ανακοίνωσε, ωστόσο, ότι η βιομηχανική παραγωγή (εξαιρουμένου του κλάδου των κατασκευών) υποχώρησε κατά 0,5% την χρονιά που πέρασε συγκριτικά με το 2018.

Μιλώντας στο BBC ο αναλυτής της Pantheon Macroeconomics Κλάους Βίστεσεν εξέφρασε την εκτίμηση ότι το τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2019 η αύξηση του γερμανικού ΑΕΠ ήταν 0,1% ή 0,2% σε τριμηνιαία βάση, κι αυτό χάρη στην περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων κατά την οποία η καταναλωτική ζήτηση ήταν αυξημένη. Το τελευταίο τρίμηνο του έτους «έσωσε» την παρτίδα, καθώς το τρίτο τρίμηνο η οικονομία παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη και παρατηρήθηκε μάλιστα μικρή υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο εμπορικός πόλεμος

Η Γερμανία φλερτάρει με την ύφεση εδώ και σχεδόν δύο χρόνια. Η οριακή ανάπτυξη που εμφανίζει τρίμηνο παρά τρίμηνο δεν επιτρέπει στους ειδικούς να την χαρακτηρίσουν υφεσιακή –  για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει το ΑΕΠ να υποχωρήσει για δύο συνεχόμενα τρίμηνα. «Ωστόσο, τα νέα στοιχεία για το έτος που πέρασε δείχνουν ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δυσκολεύεται να αναπτυχθεί», σημειώνει χαρακτηριστικά το BBC.

Η Γερμανία είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα. Και, όπως αποδεικνύεται, έχει πληγεί σημαντικά από τον εμπορικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο κορυφαίων εμπορικών δυνάμεων του πλανήτη. Οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν το 2019 συγκριτικά με το 2018, αλλά με ρυθμό μόλις 0,9% – πολύ χαμηλό για να στηρίξει ουσιαστικά την ανάπτυξη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν, ο κλάδος των υπηρεσιών και κυρίως ο τομέας των κατασκευών αναπτύχθηκαν, αλλά συνολικά η γερμανική βιομηχανία συρρικνώθηκε. «Η εξαιρετικά χαμηλή παραγωγή της βιομηχανίας αυτοκινήτου συνέβαλε στη συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα», σημειώνει χαρακτηριστικά η γερμανική Στατιστική Υπηρεσία.

Η κατά κεφαλήν οικονομική δραστηριότητα στη χώρα αυξήθηκε μόλις κατά 0,1%, ενώ η παραγωγή ανά εργαζόμενο μειώθηκε κατά 0,3%. Παρά ταύτα, η απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται στη χώρα, αν και ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας επιβραδύνθηκε συγκριτικά με το 2018.

Η Γερμανία, ως γνωστόν, έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες ανεργίας στον κόσμο – μόλις 3,1%.

Οι δημόσιες επενδύσεις

Για την αναθέρμανση της αναπτυξιακής διαδικασίας στη Γερμανία πολλοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας θεωρούν ότι η κυβέρνηση του Βερολίνου θα πρέπει να χαλαρώσει τη (συνταγματικώς υπαγορευόμενη πάντως…) υποχρέωση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και να προχωρήσει σε δημόσιες επενδύσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ό πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας (Bundesbank) Γενς Βάιντμαν, γνωστός οπαδός της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Süddeutsche Zeitung» τάχθηκε υπέρ της αύξησης των δημοσίων επενδύσεων υποστηρίζοντας ότι «η δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης για έναν ισοσκελισμένο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό δεν πρέπει να αποτελεί ταμπού».

Όπως ο ίδιος ο νέος επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ Πάολο Τζεντιλόνι αποκάλυψε στους «Financial Times», εντός του Ιανουαρίου θα προτείνει τροποποιήσεις στο πλαίσιο νομικών κανόνων που διέπουν την ΕΕ και συγκεκριμένα στο Σύμφωνο Σταθερότητας, προκειμένου οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών να μην υποχρεούνται μόνο να περιορίζουν τις δαπάνες τους για να μην εμφανίζουν ελλείμματα, αλλά να υποχρεούνται και να τις αυξάνουν, σε περίπτωση που έχουν πλεονάσματα, ώστε να ενισχύεται η ανάπτυξη.