«Άγιοι Θεόδωροι: Ανθρωποκυνηγητό για τους ληστές που σκότωσαν ηλικιωμένη» (ΤΟ ΒΗΜΑ, 8-12-2019)

Ένα ακόμα ηλικιωμένο άτομο, θύμα αδίστακτων κακοποιών. Απλά, ο τελευταίος κρίκος – μέχρι νεωτέρας – σε μια ατέλειωτη αλυσίδα περιστατικών βίας εις βάρος ανθρώπων με μειωμένες φυσικές δυνατότητες αντίστασης. Ερώτηση: Όσο φρικτό κι αν είναι το φαινόμενο, έχει θέση στις γραμμές ενός κειμένου με θέμα τον ρατσισμό; Ισχυριζόμαστε πως έχει. Και όχι μόνο για τον λόγο ότι οι δράστες εγκληματικών πράξεων συχνά (πολύ συχνά, δυστυχώς) ανήκουν σε ομάδες που απολαμβάνουν την προστασία αντιρατσιστικών νόμων…

Ας ξεκινήσουμε επισημαίνοντας ότι, αυτονόητα, το κατά πόσον μία πράξη ή συμπεριφορά είναι ή όχι ρατσιστική εξαρτάται από το πώς ορίζει κάποιος αυτή τούτη την έννοια του ρατσισμού. Τον δικό μας ορισμό είχαμε καταθέσει σε παλιότερα κείμενα [1,2] και με βάση αυτόν θα αναπτύξουμε τις ιδέες μας στο παρόν.

Σε συμφωνία με τον γενικό ορισμό που έχουμε προτείνει, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ρατσιστική συμπεριφορά την αυθαίρετη τάση κάποιου να κατωτεροποιεί λόγω ή/και έργω κάποιον άλλον με βάση μία ιδιότητα την οποία ο δεύτερος φέρει ακούσια και η οποία δεν συνιστά ανασταλτικό υπαρξιακό παράγοντα (π.χ., απειλή) για τον πρώτο.

Κλασικό παράδειγμα ρατσιστικής πολιτικής ήταν οι διώξεις των Εβραίων από τους Ναζί, δεδομένου ότι η εβραϊκή ιδιότητα δεν αποτελεί επιλεγμένο (εκούσιο) χαρακτηριστικό, όπως επίσης και δεν συνιστά καθ’ οιονδήποτε τρόπο απειλή για μία κοινωνία. Από την άλλη, τα προληπτικά περιοριστικά μέτρα για άτομα που φέρουν επικίνδυνη επιδημική νόσο δεν συνιστούν ρατσιστική πολιτική αφού μία συγκεκριμένη ιδιότητα των ατόμων αυτών, αν και μη επιλεγμένη, αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ολόκληρη την κοινωνία.

Όπως οδυνηρά μας δίδαξε η Ιστορία, ο ρατσισμός ενίοτε οδηγεί σε μαζικά εγκλήματα. Το ναζιστικό Ολοκαύτωμα των 6 εκατομμυρίων είναι, ασφαλώς, κορυφαίο παράδειγμα. Το ίδιο και η προηγηθείσα εξόντωση ατόμων με σωματικές ή διανοητικές αναπηρίες. Και, πίσω από το καταρχήν ιδεολογικό υπόβαθρο των εγκλημάτων διακρίνει κανείς συχνά την κυνική όψη της ιδιοτελούς σκοπιμότητας, αφού σε πολλές περιπτώσεις οι Ναζί έσπευσαν να υφαρπάξουν τις περιουσίες και τις δουλειές εκείνων που στάλθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου. Ακόμα και τα μαλλιά και τα χρυσά δόντια των δολοφονημένων στο Άουσβιτς αξιοποιήθηκαν προς όφελος της γερμανικής οικονομίας!

Σήμερα, στο άκουσμα της λέξης «ρατσισμός» τείνουμε να παραπεμπόμαστε όλο και λιγότερο στα γεγονότα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αυτή την ιστορική αμνησία έχει ήδη αρχίσει να πληρώνει η Ευρώπη με την ανησυχητική άνοδο του νεοναζισμού. Σε αυτό έχει συμβάλει τα μέγιστα η εννοιολογική σύγχυση που επικρατεί πάνω στον ρατσισμό, τον οποίο πολλοί (ακόμα και έγκριτοι κοινωνικοί αναλυτές) συγχέουν με την ξενοφοβία [3]. Η τελευταία, εν τούτοις, είναι μία εντελώς διακριτή έννοια που σχετίζεται κυρίως με τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών για τις παρενέργειες που έχει επιφέρει η ανεξέλεγκτη μετανάστευση. Αν και ενίοτε συνυπάρχει στην πράξη με τον ρατσισμό, η ξενοφοβία δεν θα πρέπει να θεωρείται ταυτόσημη με αυτόν.

Οι Ναζί, λοιπόν, κινούμενοι ιδεολογικά κάπου ανάμεσα στον Δαρβίνο και τον Νίτσε (όπως τουλάχιστον εκείνοι τον ερμήνευσαν) αποπειράθηκαν να εξοντώσουν όσους αυθαίρετα θεώρησαν ως «κατώτερους» και, σε πολλές περιπτώσεις, χρησιμοποίησαν αυτή την υποτιθέμενη «κατωτερότητα» των θυμάτων τους ως ηθικό άλλοθι για να εκμεταλλευτούν την εργασία τους και να ιδιοποιηθούν τα υπάρχοντά τους. Σύμφωνα με την διαστροφική λογική τους, ο δυνατότερος στην άσκηση βίας – ο παντοδύναμος «Άριος» – έχει δικαίωμα ζωής, θανάτου, εκμετάλλευσης και υπεξαίρεσης πάνω στον αδύνατο…

Σήμερα, σε μία κοινωνία που στο μεγαλύτερο μέρος της δηλώνει αντιρατσιστική και, παράλληλα, εμφανίζεται αρκετά ανεκτική απέναντι σε ιδεολογικές τάσεις που οραματίζονται μια χώρα χωρίς μέσα καταστολής και δίχως κελιά φυλακών – ίσως ακόμα και χωρίς νόμους (το σλόγκαν «νόμος και τάξη» ακούγεται σχεδόν πάντα με ειρωνική διάθεση) – τείνουμε να εμφανίσουμε ηθική και ψυχική απάθεια (θα έλεγα, ανοσία) απέναντι στο ολοένα κλιμακούμενο φαινόμενο της εγκληματικότητας. Και δεν αναφέρομαι καν σε μικροκλοπές ή, έστω, αναίμακτες μικρο-διαρρήξεις αλλά σε φρικιαστικά εγκλήματα απερίγραπτης αγριότητας απέναντι, κυρίως, σε ανήμπορους ανθρώπους, συνήθως ηλικιωμένους. Μία τέτοια περίπτωση είχαμε εξιστορήσει σε παλιότερο κείμενο [4], αποτελεί όμως σταγόνα στον ωκεανό της βίας.

Αν, εν τούτοις, αναλύσει κάποιος την ηθική βάση του δολοφονικού ρατσισμού, η οποία συνοψίζεται στο δόγμα «ο αδύναμος είναι άξιος να αφανιστεί προς όφελος του ισχυρού», θα διαπιστώσει ότι ελάχιστα διαφέρει η βία των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου ενάντια σε ανυπεράσπιστους ανθρώπους, από εκείνη μιας συμμορίας σκληρών κακοποιών που εισβάλλουν στο σπίτι ενός ηλικιωμένου και, δίχως την παραμικρή ηθική αναστολή, τον βασανίζουν απάνθρωπα, έως και τον δολοφονούν με τρόπο κτηνώδη, για να του αποσπάσουν λίγα χρήματα που πιθανώς έχει φυλαγμένα.

Οδηγούμαστε, έτσι, στο παρακάτω οξύμωρο: Εκείνοι που – θεωρητικά τουλάχιστον – αντιμάχονται την ρατσιστική βία, επιδεικνύουν ταυτόχρονα υπέρμετρη ευαισθησία και κατανόηση για όλους αδιακρίτως τους εκτίοντες ποινές για εγκλήματα που έχουν διαπράξει, ανεξάρτητα από την βαρύτητά τους, και ζητούν την μέγιστη δυνατή επιείκεια της πολιτείας απέναντί τους. Τούτο, ασφαλώς, έχει τις αφετηρίες του στην καθολική δαιμονοποίηση των κρατικών μηχανισμών προστασίας του πολίτη, σύμφωνα με το ιδεοληπτικό δόγμα ότι χειρότερη κι απ’ το χειρότερο έγκλημα είναι η επιβολή του νόμου από τα όργανα και τους θεσμούς μιας ευνομούμενης πολιτείας!

Όσο και αν μεμφόμαστε τον άνθρωπο της γειτονιάς που με την ψήφο του συνέβαλε στην κοινοβουλευτική «κανονικοποίηση» των νεοφασιστών, θα πρέπει να αναλογιστούμε κατά πόσον η δημοκρατική πολιτεία, αλλά και όλοι όσοι ομνύουμε στα δημοκρατικά ιδεώδη, έχουμε επιδείξει την δέουσα κατανόηση στην ανάγκη του ανθρώπου αυτού να ξαναβρεί το αίσθημα ασφάλειας που εδώ και χρόνια έχει απολέσει λόγω της ολοένα αυξανόμενης εγκληματικότητας. Οι «προοδευτικές» ρητορείες που κατανοούν έως και δικαιολογούν τον θύτη – ιδίως αν πρόκειται για φιλοξενούμενο στη χώρα – το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να προσφέρουν πεδίο δόξης λαμπρό σε κάθε είδους αντιδημοκρατικές και ρατσιστικές δυνάμεις που με κάθε ευκαιρία εμφανίζονται πρόθυμες να υποκαταστήσουν την επίσημη πολιτεία στο θέμα της ασφάλειας των πολιτών. Μια πολιτεία που καταγγέλλεται ως «απάνθρωπη» και «αντιδημοκρατική» όταν απλά επιχειρεί να εφαρμόσει τον νόμο απέναντι στο έγκλημα αλλά και την αναρχία (αν και αυτό το δεύτερο ζήτημα είναι ξέχωρο από την παρούσα συζήτηση).

Και, πηγαίνοντας πιο μακριά στον χάρτη και πιο πίσω στον χρόνο, ας μην ξεχνούμε ποτέ το ιστορικό δίδαγμα ότι ο συνδυασμός εθνικής οικονομικής καταστροφής και ανεξέλεγκτης βίας κι ανομίας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τις ανθρώπινες αξίες. Εκτός των άλλων, έφερε κάποτε στην εξουσία έναν παρανοϊκό δικτάτορα που εφάρμοσε τον ρατσισμό στην πιο αδιανόητη κι απάνθρωπη εκδοχή του!

Εν είδει επίκαιρου υστερόγραφου, θα θέλαμε να συμπληρώσουμε το εξής: Όταν το δόγμα «νόμος και τάξη» εξαιρεί εκείνους που ορίστηκαν να το υπηρετούν, το πολίτευμα κινδυνεύει σοβαρά. Και οι νοούντες, νοήτωσαν…