Είναι σύμπτωμα της εποχής στην Ελλάδα και παγκοσμίως, το ότι έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη και απίθανη η διεξαγωγή μίας συζήτησης με αρχή, μέση και τέλος.

Οφείλεται αυτό εν πολλοίς στη φύση των κοινωνικών δικτύων, στον τρόπο που μέσω αυτών διακινούνται απόψεις, αντιλήψεις, πληροφορίες και ειδήσεις, ψευδείς ή αληθείς.

Οφείλεται και στον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες ή κόμματα επιλέγουν να εστιάζουν σε συγκεκριμένα περιστατικά, είτε υποβαθμίζοντας, είτε δραματοποιώντας τα.

Χαρακτηριστικό είναι το τι συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες με αφορμή την δράση των ΜΑΤ στα Εξάρχεια την ημέρα της επετείου από τον θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Το στιγμιότυποτης σύλληψης ενός διαδηλωτή ο οποίος εμφανίζεται με το εσώρουχο να προσάγεται βιαίως από τους αστυνομικούς, έχει γίνει κυρίαρχο θέμα συζήτησης σε κάποιους κύκλους. Η συζήτηση διολισθαίνει στα γνωστά χαοτικά πεδία: Η αλόγιστη κρατική βία, η παραβίαση των δικαιωμάτων, το αστυνομικό κράτος κλπ.

Δεν χωρεί καμία συμψηφιστική λογική ως προς αυτά.

Η κρατική βία ασκείται, δυστυχώς ή ευτυχώς, νομίμως από την αστυνομία.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η αστυνομία έχει δικαίωμα να παρεκτρέπεται ή ότι πρέπει να είναι αχαλίνωτη. Ή ότι έχει δικαίωμα να δολοφονεί τον Αλέξη Γρηγορόπουλο ή οποιονδήποτε.

Μπορεί όμως σε ένα σκηνικό «οδομαχίας» όπως αυτά που γνωρίζουμε στα Εξάρχεια, να συμβούν και αυτά που συνέβησαν την προηγούμενη Παρασκευή. Υπάρχουν για αυτές τις περιπτώσεις οι προβλεπόμενες διαδικασίες ελέγχου. Και ναι, τα μεμονωμένα περιστατικά ως τέτοια πρέπει να αξιολογούνται. Η γενίκευση είναι άστοχη και ύποπτη. Οδηγεί μοιραία στο γνωστό σκηνικό: οι μεν να διαμαρτύρονται ασύμμετρα για καταπάτηση δικαιωμάτων, οι δε να κραυγάζουν με εκδικητικές διαθέσεις «καλά τους έκαναν».

Οι ισχυρισμοί περί κοσμίας διαγωγής των ΜΑΤ επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι επίσης κωμικοί. Πολύ απλά γιατί κάτι τέτοιο φανερώνει ότι υπήρχαν οδηγίες με τις οποίες ακυρωνόταν ο ρόλος τους. Δεν επικροτεί κανείς την υιοθέτηση πρακτικών Γκουαντάναμο στην Ελλάδα και όποιος το κάνει είναι προφανώς εκτός πλαισίου. Το θέμα είναι ότι δεν μπορεί και κανείς να υποστηρίζει στα σοβαρά ότι οι άνδρες των δυνάμεων καταστολής θα συμπεριφέρονται σαν εθελοντές του «Όλοι μαζί μπορούμε».

Και δυστυχώς, η συζήτηση χάνεται στα βάθη της ανοησίας, όταν κάποιοι ανακαλύπτουν και τα φαντάσματα του εμφυλίου, του παρακράτους της δεξιάς καιτης χούντας.

Η συζήτηση όμως ούτως ή άλλως έχει ξεστρατίσει από καιρό.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυστυχώς ύποπτο και απογοητευτικό να διατυπώνεται από πολιτικά πρόσωπα όλη αυτή η σχετικοποίηση για τις μολότοφ και τους κατόχους τους. Οι νεκροί της Marfin είναι θύματα εμπρησμού με μολότοφ.

Αν είχαν να διαλέξουν όλοι αυτοί που σήμερα διαμαρτύρονται για την καταστολή, τι θα προτιμούσαν; Να έχει ασκηθεί αστυνομική βία και να έχει προληφθεί ένα έγκλημα όπως εκείνο της 5ης Μαΐου 2010 ή όχι;

Θα πει κάποιος το γνωστό: «δεν πάει έτσι, κι αυτό συμψηφισμός είναι…». Ή κάποιος άλλος: «Και οι μπάτσοι δολοφόνησαν τον Γρηγορόπουλο…».

Με την διαφορά ότι στην μία περίπτωση ο δολοφόνος καταδικάστηκε, στην άλλη όχι. Και πάντως κάποιοι από εκείνους που εκδίδουν ανακοινώσεις στην μνήμη του Γρηγορόπουλου ή σήμερα κραυγάζουν για την αστυνομική βία, δεν έχουν αρθρώσει ούτε μία λέξη για τις δολοφονίες εκείνης της 5ης Μαΐου…