Επί διακυβέρνησης ΝΔ αναδεικνύεται το δόγμα «νόμος και τάξη» ως κεντρικός άξονας διαμόρφωσης πολιτικής. Είναι άραγε η εφαρμογή αυτού του δόγματος ένας παράγοντας που μπορεί να μετασχηματίσει θετικά την κοινωνία μας; Στο ερώτημα αυτό μπορούμε να απαντήσουμε από τη σκοπιά της ψυχολογίας με βάση τις αντίθετες προσεγγίσεις της συμπεριφοριστικής και της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, αλλά και με γνώμονα την προσέγγιση της θεωρίας αυτοπροσδιορισμού (Self-Determination Theory). Εξάλλου φαίνεται ότι οι διαφορετικοί πολιτικοί σχηματισμοί αντιμετωπίζουν τους πολίτες στη βάση άρρητων ψυχολογικών παραδοχών.

Η προσέγγιση του συμπεριφορισμού υποστηρίζει ότι η επιβολή περιορισμών και τιμωριών, δηλαδή ο πυρήνας του δόγματος «νόμος και τάξη», πράγματι θα συμβάλει στη μείωση ή στην εξάλειψη ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Η επιβράβευση, στον αντίποδα, θα συμβάλει στην αύξηση των επιθυμητών συμπεριφορών. Σε πολιτικό επίπεδο, αυτή η επιβράβευση έρχεται υπό τη μορφή της εγκαθίδρυσης της αριστείας ως κυβερνητικής προτεραιότητας: οι άριστοι πρέπει να επιβραβεύονται. Σε αδρές γραμμές, το δόγμα «νόμος και τάξη» και η αριστεία αποτελούν κυβερνητικούς πυλώνες μιας συμπεριφοριστικής προσέγγισης απέναντι στον πολίτη. Η τιμωρία στις περιπτώσεις παρεκτροπής και η επιβράβευση στις περιπτώσεις συμμόρφωσης συγκροτούν επί της ουσίας την τρέχουσα βασική κυβερνητική συνταγή παραγωγής πολιτικών θέσεων. Ωστόσο, στην ψυχολογία έπαψε να είναι κραταιό το μοντέλο του συμπεριφορισμού από τη δεκαετία του 1960.

Ενα τελείως διαφορετικό μοντέλο είναι το ανθρωπιστικό μοντέλο. Σύμφωνα με αυτό, οι άνθρωποι έχουν φυσικές τάσεις να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν σε καλούς πολίτες. Οι παρεμβάσεις από το περιβάλλον κινδυνεύουν να εκτρέψουν τους πολίτες από το μονοπάτι της αυτοπραγμάτωσης στο οποίο βρίσκονται από τη φύση τους. Η προσπάθεια να βάλουμε τους ανθρώπους στα δικά μας καλούπια δημιουργεί εν τέλει το κακό. Αρα κάθε μορφής επιβράβευση ή τιμωρία ενέχει κινδύνους.

Αυτό το μοντέλο ψυχολογίας ασπάζονται προφανώς οι αναρχικές ή ακροαριστερές πολιτικές ομάδες που ισχυρίζονται ότι όταν καταρρεύσουν οι μηχανισμοί και οι ιεραρχίες εξουσίας, η κοινωνία θα οδηγηθεί προς το καλύτερο λόγω της αγαθής φύσης του ανθρώπου. Αν είναι όμως κάπως ουτοπική αυτή η θεώρηση της φύσης του ανθρώπου, είναι σίγουρα ανεδαφική η αναρχική ή ακροαριστερή πρόταση ότι η ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος αρκεί για την προστασία του ανθρώπου και των θετικών εγγενών του τάσεων. Ο ευρύτερος και ο στενότερος κοινωνικός περίγυρος εφαρμόζει αντίστοιχους ψυχολογικούς μηχανισμούς με το κράτος. Θα πάψουν οι γονείς, για παράδειγμα, να λένε «κακό παιδί!» όταν το παιδί παρεκκλίνει από τους κανόνες της οικογένειας μόνο και μόνο επειδή άλλαξε το πολιτικό σύστημα; Μάλλον πρέπει να αλλάξει η κοινωνία τόσο, ώστε οι γονείς να καταλάβουν ότι η επίθεση στην αυτοεκτίμηση ενός παιδιού δεν είναι σωστός μηχανισμός μάθησης, πριν εκλείψει η ανάγκη επιβολής των νόμων. Γιατί μέχρι τότε τα λάθη της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περίγυρου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και διά μέσου της επιβολής των νόμων από το κράτος.

Η σκέψη αυτή όμως θέτει και τα όρια του δόγματος «νόμος και τάξη». Το κράτος λειτουργεί κατασταλτικά εκεί που αποτυγχάνουν οι υπόλοιποι κοινωνικοί μηχανισμοί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται για έναν ιδιαιτέρως αποτελεσματικό μηχανισμό όταν κραδαίνεται απέναντι στον πολίτη. Η ψυχολογική θεωρία του αυτοπροσδιορισμού μας εξηγεί ότι οι μηχανισμοί ανταμοιβής και τιμωρίας αποτελούν ισχυρούς παράγοντες διαμόρφωσης της συμπεριφοράς, είτε τα άτομα συμμορφώνονται είτε αντιδρούν και πράττουν αντίθετα (γιατί ακόμη και τότε η αντίδρασή τους είναι ετεροκαθορισμένη). Ακόμη όμως και αν τα άτομα συμμορφώνονται, η έλλειψη αυτονομίας στη συμπεριφορά εμποδίζει την πλήρη εσωτερίκευσή της. Με άλλα λόγια, οι ανταμοιβές και οι τιμωρίες οδηγούν σε συμπεριφορές στις οποίες δεν πιστεύουν οι άνθρωποι που τις πραγματοποιούν. Η όποια παρατηρούμενη αλλαγή στη συμπεριφορά δεν είναι γνήσια και αμέσως ακυρώνεται όταν παύει να υπάρχει ένας μηχανισμός ελέγχου. Με τη συμμόρφωση αυτού του τύπου δεν αλλάζει πραγματικά η κοινωνία.

Σκεφτείτε την περίπτωση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και τη στήριξη που παρέχει κάποια μερίδα φοιτητών του σε βίαιες πράξεις. Ενδεχομένως με την παρέμβαση της Αστυνομίας να πάψει να το πράττει εντός του πανεπιστημίου, αλλά πιθανότατα δεν θα πάψει να πιστεύει ότι είναι σωστό. Βέβαια, μπορεί κανείς να ισχυριστεί, και δικαίως, ότι σκοπός είναι να σταματήσει η βία εντός του πανεπιστημίου, ακόμη κι αν αυτή μεταφερθεί εκτός. Προέχει η ασφάλεια των μελών του πανεπιστημίου. Από την άλλη, αν δεν πειστούν μερίδες της κοινωνίας ότι πρέπει να αλλάξουν, θα υπάρχει μεταβίβαση του φαινομένου σε άλλες πτυχές της κοινωνικής ζωής. Αν διατηρούμε ως βασικό εργαλείο παρέμβασης την επιβολή του νόμου και της τάξης, θα πρέπει τότε να αστυνομοκρατούνται πολλές εκφάνσεις της ζωής για να εκλείψουν πλήρως τα δυσάρεστα φαινόμενα. Μια τέτοια πρακτική θα έχει ιδιαίτερα αμφίβολα αποτελέσματα.

Ακόμη κι αν δεχτούμε όμως ότι η κρατική τιμωρία αναμένεται και δικαιολογείται όπου υπάρχουν παρανομίες, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η γενική νοοτροπία «νόμος και τάξη» δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά. Ας μείνουμε στο πεδίο των πανεπιστημίων και ας αναλογιστούμε το μέτρο επιβολής υποχρέωσης στους φοιτητές να ολοκληρώνουν τις σπουδές τους το αργότερο δύο χρόνια μετά το πέρας της κανονικής διάρκειας των σπουδών τους (το λεγόμενο «ν+2»). Θα πετύχει άραγε το μέτρο αυτό να μειώσει τη διάρκεια φοίτησης στα πανεπιστήμια; Αναμφίβολα ναι. Με βάση όμως τη θεωρία αυτοπροσδιορισμού αναμένουμε ότι όσοι φοιτητές εξαναγκάζονται να τελειώσουν νωρίτερα τις σπουδές τους (όχι αυτοί που θα το έπρατταν ούτως ή άλλως) θα ασχολούνται λιγότερο με την ουσία της γνώσης και των σπουδών τους και θα αναλώνονται περισσότερο στην προσπάθεια να αποκτήσουν το «χαρτί». Ετσι ενδεχομένως θα έχουμε περισσότερους αποφοίτους, αλλά δεν θα έχουν απαραίτητα τη νοοτροπία και τις γνώσεις που θα θέλαμε.

Για να αλλάξει η κοινωνία, χρειάζεται οι άνθρωποι να αλλάξουν νοοτροπίες. Αυτό μπορεί να συμβεί με εσωτερικές διαδικασίες και δεν μπορεί να επιβληθεί εξωτερικά. Οι τιμωρίες (αλλά και οι ανταμοιβές) αποτελούν μηχανισμό που παράγει συμμόρφωση αλλά όχι κοινωνική αλλαγή. Χρησιμοποιείται όταν δεν έχουμε τον χρόνο ή την ικανότητα να προωθήσουμε πολιτικές που θα στηρίζουν την αυτονομία του πολίτη και θα τον βοηθήσουν να αλλάξει εσωτερικά. Υπάρχουν βεβαίως πολλές στιγμές που η επιβολή του νόμου και της τάξης είναι πράγματι απαραίτητη, αλλά δεν είναι αυτή που θα μετασχηματίσει αληθινά την κοινωνία μας.

Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.