Το ερώτημα αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας αλλά κανείς δεν το θέτει ευθέως και κυρίως κανείς δεν το απαντά ευθέως. Πρέπει να τιμωρηθεί η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;

Αντιλαμβάνομαι ότι διατυπώνονται τρεις, έστω έμμεσες απαντήσεις.

Η πρώτη λέει ότι δεν συντρέχει λόγος τιμωρίας διότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε περίπου όσα και οι προηγούμενοι, ενδεχομένως λίγο πιο άγαρμπα. Γιατί να τιμωρηθεί εκείνος αφού δεν τιμωρήθηκαν οι άλλοι;

Αυτή η συμψηφιστική προσέγγιση επιστρατεύεται ακόμη και στην πιο κραυγαλέα περίπτωση του Ρασπούτιν.

Κατά την άποψη αυτή η Προανακριτική δεν προκύπτει εκ των πραγμάτων αλλά αποδίδεται σε κάποια «παγίδα» των Σαμαρά και Γεωργιάδη στον Μητσοτάκη και «εξελίσσεται σε παρωδία».

Για τον Μητσοτάκη λοιπόν «θα ήταν πιο φρόνιμο (…) να κλείσουν αυτή την παρωδία εδώ» διότι τα στοιχεία είναι «ανύπαρκτα» (Γ. Καρελιάς, iefimerida, 10/10).

Η άποψη αυτή δεν είναι μόνο αμοραλιστική αλλά και απολύτως ανακριβής ως προς την ουσία της υπόθεσης.

«Ελα μωρέ, πώς κάνετε έτσι; Δεν έγινε και τίποτα!». Ε λοιπόν, έγινε.

Η δεύτερη είναι λιγότερο επιεικής. Θεωρεί ότι η προηγούμενη δακυβέρνηση φέρει τεράστιες ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις αλλά είναι προτιμότερο να γυρίσει η Ελλάδα σελίδα αντί να κυνηγάει το παρελθόν της. Οι ευθύνες κρίθηκαν στις εκλογές, πάμε παρακάτω.

Είναι μια άποψη που επικαλείται τον πολιτικό ρεαλισμό και ενδημεί ακόμη και μέσα στην κυβέρνηση. Εστω και στην απλούστερη εκδοχή «δεν είναι ξεχασμένα, είναι περασμένα».

Οσοι επικαλούνται τον ρεαλισμό όμως δείχνουν να προσπερνούν τον αφορισμό του Σανταγιάνα που έλεγε πως «όποιοι δεν θυμούνται το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το ξαναζήσουν».

Η αμοραλιστική και η ρεαλιστική προσέγγιση καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα: την αθώωση της προηγούμενης διακυβέρνησης, έστω και χωρίς προκαταρκτική εξέταση.

Θεωρούν τρόπον τινά ότι πρέπει να κλείσει μια βεντέτα, ακόμη κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκείνος που την ξεκίνησε και τη συντήρησε. Εχασε, άσ’ τον να πέσει στα μαλακά.

Καμία αντίρρηση.

Υπάρχει και μια τρίτη προσέγγιση, την οποία θα αποκαλούσα παιδαγωγική.

Σύμφωνα με την άποψη αυτή πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό.

Από τη μια πλευρά υπάρχει η συνολική διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή κρίνεται και ελέγχεται πολιτικά, όπως συβαίνει και πρέπει να συμβαίνει στις δημοκρατίες. Πλην ακραίων περιπτώσεων φυσικά στις οποίες προκύπτει ποινική εμπλοκή.

Υπό αυτή την έννοια δεν τίθεται θέμα τιμωρίας της διακυβέρνησης. Τιμωρήθηκε στις κάλπες από τον λαό.

Από την άλλη πλευρά όμως την πενταετία 2015-2019 δεν είχαμε μόνο μια κυβέρνηση άλλοτε ικανή και άλλοτε ανίκανη.

Ειχαμε και την πρώτη μετά το 1974 απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος.

Η απόπειρα αυτή εκδηλώθηκε με πολλές μεθόδους. Τον έλεγχο της Δικαιοσύνης και των Αρχών, την καθυπόταξη του Τύπου, τη διαπόμπευση προσώπων, την χειραγώγηση θεσμών.

Ανθρωποι διώχθηκαν, διασύρθηκαν, συκοφαντήθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν από τον οδοστρωτήρα του αριστερού καθεστωτισμού.

Ευτυχώς η απόπειρα αυτή απέτυχε για πολλούς λόγους. Ο βασικότερος είναι ο ευρύτερος γεωπολιτικός χώρος της Ελλάδας, η συμμετοχή δηλαδή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Κι από κοντά οι εγγενείς αντιστάσεις της ίδιας της δημοκρατίας.

Μόνο που αν μια απόπειρα απέτυχε δεν υπάρχει λόγος να μην τιμωρηθεί με τη δικαιολογία ότι απέτυχε. Κι αυτό όχι για λόγους εκδίκησης. Αλλά για λόγους παιδαγωγικής.

Η περίπτωση Ρασπούτιν είναι τυπικό παράδειγμα και ουδόλως αφορά τη Novartis. Αφορά τη συγκρότηση ενός παραδικαστικού κυκλώματος, ενδεχομένως ενός παρακράτους. Είναι εύλογο να ελέγξει η πολιτεία όχι μόνο τη δράση του αλλά και τις σχέσεις που διατηρούσε με τον επίσημο κυβερνητικό μηχανισμό.

Ξέρετε γιατί; Επειδή καταδικάζοντας τον Παπαγγελόπουλο και την ακατονόμαστη παρέα του είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μην επαναληφθεί ξανά το φαινόμενο που εξέθρεψαν.

Διότι η πραγματική παγίδα όχι για τον Μητσοτάκη ή τη ΝΔ αλλά συνολικά για τη δημοκρατία θα είναι να ξαναζήσει ένα ανάλογο εκτρωματικό παρελθόν.

Γίγαντες!
Δεν ξέρω αν ο Κώστας Γαβράς είναι «γίγαντας» (Ελ. Ακρίτα) ή «κορυφαίος» (Στ. Κούλογλου). Δεν είμαι κινηματογραφικός κριτικός.
Είμαι βέβαιος όμως πως με την κινηματογραφική βαρουφακιάδα ο «Αντιμνημονιακός Αγώνας» βρήκε στο πρόσωπο του Γαβρά τον δικό του… Τζέιμς Πάρις!
Ιδιος μανιχαϊσμός. Ιδιες μεγαλόστομες απλουστεύσεις. Ιδια προχειροφτιαγμένη αφέλεια. Ιδιες καρικατούρες. Αλλά και μερικές διαφορές.
Σύμφωνα με τον Γαβρά, η Ελλάδα στέναζε το 2015 κάτω από την μπότα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και προσπάθησε να την ελευθερώσει ο Βαρουφάκης.
Αντιθέτως, στο «Οχι» του Τζέιμς Πάρις ήταν ο ναζί συνταγματάρχης Φον Σβάιτσερ που κυνηγούσε τον ηρωικό υπολοχαγό Νικολάου.
Ισως επειδή δεν είχε ακόμη αναλάβει δράση ο Βαρουφάκης!