Λίγο μετά το 2000, η Ελλάδα υιοθέτησε τη δυνατότητα χρήσης ψηφιακής υπογραφής, εναρμονιζόμενη με αντίστοιχη ευρωπαϊκή νομοθεσία (ΠΔ 150/2001 και Ευρωπαϊκή Οδηγία 99/93/ΕΚ). Ο όρος «ψηφιακή υπογραφή» έχει συγκεκριμένο νομικό περιεχόμενο και, πρακτικά, αντιστοιχεί στο να μπορεί κάποιος πολίτης να θέσει σήμανση επί ενός ηλεκτρονικού εγγράφου με τρόπο που να καθιστά οποιονδήποτε παραλήπτη του εγγράφου ικανό να πιστοποιεί την ταυτότητα του υπογράφοντα αποστολέα.

Γιατί, άραγε, στην Ελλάδα, σε μεγάλο πλήθος υπηρεσιών χρησιμοποιούνται, ακόμα, συμβατικές υπογραφές;

Η μαζική υιοθέτηση ψηφιακών υπογραφών θα επέτρεπε την υποβολή οποιουδήποτε εγγράφου σε οποιοδήποτε οργανισμό χωρίς να κουνηθούμε από τη θέση μας. Το κέρδος από άποψης χρόνου και αποφυγής ταλαιπωρίας φαίνεται ασύλληπτο αλλά ο μέσος πολίτης δεν θ’ ασχοληθεί μ’ αυτό το θέμα αν δεν μπορεί να βάλει κάποιο νούμερο, έστω και προσεγγιστικά, σ’ αυτό το κέρδος.

Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο εξοπλισμός και η διαδικασία εγκατάστασης ενός συστήματος ψηφιακής υπογραφής είναι αρκετά περίπλοκος για πολίτες που δεν είναι τεχνικά καταρτισμένοι. Επιπλέον, ήδη έχουν υιοθετηθεί ηλεκτρονικά συστήματα για τις συναλλαγές ενός πολίτη με τη δημόσια διοίκηση ή με μεγάλους οργανισμούς (π.χ. τράπεζες), που είναι σύμφωνα με τη νομοθεσία και, λίγο-πολύ, παρακάμπτουν την ανάγκη ύπαρξης ψηφιακής υπογραφής. Υποβάλουμε φορολογική δήλωση ηλεκτρονικά, χωρίς να υπογράφουμε ιδιοχείρως, αφού ο συνδυασμός κωδικού και συνθηματικού, που μας έχει αποδοθεί με κάποια διαδικασία, είναι αυστηρά ατομικός. Άρα, έχουμε ήδη κατασκευάσει παρακαμπτήριες οδούς, τις οποίες χρησιμοποιούμε χωρίς πολλούς προβληματισμούς (αρκεί κανείς να δει πόσοι πολίτες εμπιστεύονται τους κωδικούς τους σε τρίτα πρόσωπα, κάτι που θεωρούμε αδιανόητο για την ιδιόχειρη υπογραφή).

Φαίνεται υπερβολικό, συνεπώς, το να επενδύσει κανείς προσπάθεια για να αποκτήσει ψηφιακή υπογραφή, μόνο και μόνο για να αποφύγει τη συμβατική υπογραφή σε κάποια αίτηση και, μάλιστα, χωρίς να είναι καν σίγουρος πως θα αποφύγει την ταλαιπωρία που πιθανόν θα του προκαλέσει η άγνοια και η δυσπιστία εκ μέρους του προσωπικού του οργανισμού που θα παραλάβει την αίτηση. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τη μαζική υιοθέτηση από τους πολίτες χωρίς κάποια κεντρική ώθηση και την ανάλογη επένδυση σε υποδομές και εκπαίδευση.

Μήπως, άραγε, οι μεγάλοι οργανισμοί είναι καταλληλότεροι για την υιοθέτηση ψηφιακών υπογραφών;

Ας δούμε τι γίνεται σ’ ένα τέτοιο οργανισμό (π.χ. πανεπιστήμιο). Οι πιο πολλές δουλειές γίνονται με απλή προφορική ή γραπτή επικοινωνία. Μάλιστα, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι, πλέον, πολύ πιο διαδεδομένο, αφού δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η αποστολή του, ακόμα και αν και νομικά δεν έχει ακόμα την αποδεικτική ισχύ υπογεγραμμένου εγγράφου. Τελικά, δηλαδή, αυτό που γίνεται είναι ότι το προσωπικό μέσα σε μία υπηρεσία αξιοποιεί τον εσωτερικό κώδικα εμπιστοσύνης (που έχει εμπεδωθεί είτε συναδελφικά είτε με διοικητική ενθάρρυνση) για να ελαχιστοποιήσει την υιοθέτηση επιπλέον μηχανισμών ελέγχου ή πιστοποίησης. Αυτός ο κώδικας εμπιστοσύνης δεν εκτείνεται απεριόριστα: μεταξύ τμημάτων του ίδιου οργανισμού, πόσο μάλλον μεταξύ οργανισμών, σίγουρα θα βρει κανείς το συμβατικό τρόπο υπογραφής και διακίνησης εγγράφων, μέσω πρωτοκόλλων αλληλογραφίας και συναφών διαδικασιών καταγραφής συναλλαγών.

Η χρήση υπογραφής δεν είναι, τελικά, παρά η επίκληση ενός μηχανισμού εμπιστοσύνης. Έτσι, η αντίστοιχη υιοθέτηση των νέων μορφών υπογραφής θα είναι μία επέκταση του μηχανισμού αυτού. Αυτό, φυσικά, δεν είναι ανεξάρτητο από την αυτονομία ενός οργανισμού: ένας δήμος μπορεί να υιοθετήσει ένα τέτοιο σύστημα πιο εύκολα από ένα σχολείο, που θα πρέπει να περιμένει και τη σχετική βούληση του υπουργού να ενισχύσει τέτοιες προσπάθειες. Επιπλέον, συνήθως, μία υπογραφή δεν υφίσταται «εν κενώ» αλλά είναι κάποιο βήμα μιας πιο σύνθετης διαδικασίας και η ψηφιακή υπογραφή, τελικά, δεν είναι παρά κάποιος αυτοματισμός. Οπότε, σε επίπεδο οποιουδήποτε οργανισμού, η υιοθέτηση οποιουδήποτε αυτοματισμού έχει να κάνει με την ικανότητα κατανόησης του τι κερδίζουμε για ν’ αξίζει τον κόπο να αλλάξουμε την πρακτική μας.

Μιλώντας γενικότερα, συνήθως δεν θέλουμε να αναλάβουμε, ως άτομα, το κόστος της τεχνολογικής πρωτοπορίας και των αλλαγών που επιφέρει. Προτιμούμε να περιμένουμε την ώθηση από κάποια κεντρική εξουσία, κρατώντας για τον εαυτό μας την κρίση του αν πιστεύουμε πως θα ωφεληθούμε. Η κεντρική εξουσία μπορεί να έχει νομοθετήσει σχετικά, ενθαρρύνοντας την πρωτοπορία, αλλά μπορεί να έχει άλλες προτεραιότητες στην καθημερινότητά της ή περιορισμένες ικανότητες να επιφέρει τις αλλαγές σε μαζική κλίμακα. Έτσι, αναγκαστικά, μερικές πρωτοπόρες κοινότητες βρίσκουν παρακαμπτήριες οδούς ή αναλαμβάνουν αυξημένο ρίσκο, δοκιμάζοντας πρώτες κάποια πράγματα και μπολιάζοντας την κοινωνία με τη γνώση που απαιτείται για πιο μαζική υιοθέτηση. Και, αν αναρωτηθεί κανείς, για ποιό λόγο έγινε η νομοθέτηση για κάτι που δεν πολυκαταλαβαίνουμε, ίσως πρέπει να αναζητήσει την απάντηση στη συμμετοχή μας στα ευρωπαϊκά πράγματα: είτε το θέλουμε είτε όχι, η έκθεση σε πρακτικές πιο προχωρημένων ή, έστω, διαφορετικών κοινωνιών, μας ανοίγει τα μάτια.

Η δυσκολία προσαρμογής σε αλλαγές δεν είναι ιδιαίτερο γνώρισμα μόνο των δημόσιων οργανισμών. Σε κάθε οργανισμό υπάρχουν ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, οργανωμένα ή μη, που πίσω από κάθε

μετασχηματισμό υποψιάζονται ή φοβούνται την απώλεια της ισχύος τους, όπως αναμένουν πως θα προκύψει από τη μείωση του αντικειμένου της εργασίας τους. Οι εργαζόμενοι που θα αναγκαστούν να αλλάξουν κατά κάποιο ποσοστό το αντικείμενο εργασίας τους, λόγω αυτοματισμού, μπορεί να βρουν υποστήριξη στην, κατά τα άλλα αυταρχική ή απόμακρη, προϊσταμένη, που ανησυχεί ότι θα επιβλέπει λιγότερα άτομα και ότι αυτό θα έχει επίπτωση στο επαγγελματικό ή προσωπικό της κύρος.

Ξεκινώντας, λοιπόν, από το σχετικά στενό εύρος της εμπιστοσύνης σε επίπεδο πιστοποίησης μιας επικοινωνίας ή μίας συναλλαγής, αναγκαστικά επεκτεινόμαστε στο να μπορούμε να εμπιστευτούμε το κίνητρο και την ικανότητα του προσώπου ή του μηχανισμού που επισπεύδει μία αλλαγή πρακτικής. Μπορεί να το κάνει ώστε να αυξήσει το κέρδος του μέσω της μείωσης των θέσεων εργασίας ή μπορεί να θέλει να αξιοποιήσει την εξοικονόμηση πόρων για να αυξήσει το επίπεδο παροχής κάποιων υπηρεσιών. Μπορεί να επιχειρήσει να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο ή μπορεί να έχει πιο στρατηγική ματιά και να θεωρεί την ισορροπία ως στόχο μικρής σημασίας συγκρινόμενο με την ικανότητα του οργανισμού να ενσωματώνει αλλαγές. Ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να πετύχει τίποτε από όσα θέλει και, φυσικά, μπορεί άλλα να λέει ότι θέλει και άλλα να κάνει, επειδή άλλα θέλει πραγματικά.

Τον Ιούλιο του 2015 σχεδόν όλη η Ελλάδα αναγκάστηκε να υιοθετήσει τη χρήση ηλεκτρονικού χρήματος επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Όσοι είχαν ήδη εξοικειωθεί δεν άλλαξαν κάτι στην πρακτική τους, αλλά για όλους τους άλλους, είτε πληρώναν είτε εισέπρατταν, είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν, η προσαρμογή ήταν πολύ απότομη. Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε μια επόμενη κατάσταση κρίσης για να αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε (για τους λάθος λόγους) κάποιες καινοτομίες.

Στην περίπτωση των ψηφιακών υπογραφών, ένα σχετικά απλό πρώτο βήμα για την επιτάχυνση της χρήσης τους, με σχετικά μικρό ρίσκο αντίστασης και αποτυχίας, είναι η κατάργηση της χρήσης των συμβατικών υπογραφών για εσωτερική χρήση σε κάποιες δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή η κατάργηση, που μπορεί να γίνει μέσα σε ένα εύλογο διάστημα και όχι μέσα σε μία νύχτα, είναι ήδη σύμφωνη με την τρέχουσα νομοθεσία και θα παράξει μία κρίσιμη μάζα εργαζομένων και οργανισμών που θ’ αλλάξουν την πρακτική τους. Το επόμενο βήμα μπορεί να είναι η επέκταση των δημοσίων υπηρεσιών που θα ωθηθούν στην αλλαγή – ή, ό,τι άλλο κριθεί αναγκαίο ανάλογα με την επιτυχία του πρώτου βήματος. Είναι κρίσιμο να υπάρχουν ενδιάμεσα βήματα, για να μην γίνει κάποιο μεγάλο λάθος και είναι κρίσιμο να υπάρχουν εναλλακτικοί δρόμοι. Επίσης, είναι κρίσιμο να υπάρχει εξήγηση γιατί γίνεται το κάθε βήμα και μία τέτοια εξήγηση είναι εφικτή και πιστευτή μόνο όταν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία επιτυχίας (ή αποτυχίας). Αυτά, βέβαια, δεν είναι παρά χαρακτηριστικά μίας σοβαρής διοίκησης που εξηγεί τι θέλει να πετύχει και γιατί κινείται όπως κινείται.

Μπορεί κάποιοι πολίτες να διαφωνούν με την ερμηνεία της κεντρικής διοίκησης, και πολλοί άλλοι να αδιαφορούν αλλά αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της υποκειμενικότητας που είναι διάσπαρτη στην καθημερινότητά μας. Ακόμα και για μικροπράγματα, όταν προτείνουμε κάτι, το κάνουμε επειδή ελπίζουμε σε κάποιο όφελος, αλλά όταν το προτείνει κάποιος στον οποίο δυσπιστούμε, τότε έχουμε την τάση να ξεχνάμε πως κάποτε το θέλαμε και εμείς. Φυσικά, αυτή η πρακτική δεν λείπει από το κοινοβούλιο (ή από συμβούλια όπου μία πλειοψηφία αποκτάει τον έλεγχο λήψης αποφάσεων): μία αντιπολίτευση συχνά κατακεραυνώνει πρακτικές ή αποφάσεις που δεν θα είχε πρόβλημα, κατά τα άλλα, να εμφανίσει ως δικής της έμπνευσης. Για όσους παρατηρούν τέτοιες παλινωδίες, ίσως αυτό είναι καλό σημάδι για να σκεφτούν πως τα πραγματικά διακυβεύματα πίσω από τέτοιες διαφωνίες είναι άλλα.

Η εμπιστοσύνη δεν είναι παρά η εμπέδωση της αξιοπιστίας που καλλιεργείται μέσα από μία σειρά συνεπών και εξηγήσιμων αποφάσεων και, γι’ αυτό το λόγο, η παραπάνω πρόταση για τη μαζική υιοθέτηση ψηφιακών υπογραφών βασίζεται τόσο στην ανάγκη καθαρής εξήγησης του τι θέλουμε να πετύχουμε όσο και στην προτίμηση ενδιάμεσων βημάτων παρά μεγάλων αλμάτων. Η επέκταση του σκεπτικού αυτού οδηγεί σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: αν προτιμάμε να αιτιολογούμε την ύπαρξη των προβλημάτων παρά να προσπαθούμε να τα διορθώνουμε, έστω και τμηματικά, έστω και με μερικές αποτυχίες, ο κόσμος γύρω μας θ’ αλλάζει και εμείς θα επικαλούμαστε την ιδιαιτερότητα των περιστάσεών μας για ν’ αναβάλλουμε τις αλλαγές που μπορεί να εξασφαλίζουν την επιβίωσή μας.

Βέβαια, κάποιος μπορεί να σκεφτεί για το τι θα γίνει αν έχουμε κάνει λάθος στην εκτίμησή μας και, τελικά, η μαζική υιοθέτηση ψηφιακών υπογραφών, πέρα από τα κέρδη, οδηγήσει και σε υπέρμετρη εξάρτηση από ηλεκτρονικές υποδομές. Μακροπρόθεσμα, αυτό είναι σημαντικό ερώτημα. Η ανάγκη αδιάκοπης λειτουργίας κεντρικών υποδομών (κεντρικό δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, αρχή αδειοδότησης οργανισμών έκδοσης ψηφιακών πιστοποιητικών, φορολογική διοίκηση, κλπ.) κάνει απαραίτητη την στιβαρή κεντρική διοίκηση προκειμένου αυτές οι υποδομές να λειτουργούν αποτελεσματικά (και οικονομικά). Όμως, η αύξηση των μεγεθών σε κάποιες λειτουργίες του κράτους μπορεί να προσελκύσει μηχανισμούς που συντηρούνται από το οικονομικό έγκλημα μεγάλης κλίμακας και να ωθήσει σε συναλλαγή άτομα ή μηχανισμούς με πολιτική εξουσία. Ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για να εισπράξουμε, ως κοινωνία, το αναμενόμενο κέρδος από την υιοθέτηση μίας καινοτομίας είναι το να εξασφαλίσουμε πως θα κρατήσουμε κάποιο χώρο ελεύθερο και για την επόμενη καινοτομία: κοντολογίς, δεν θα επιτρέψουμε στον «σωτήρα» του «σήμερα» να γίνει «κατεστημένο». Οι δημοκρατικές κοινωνίες δίνουν εργαλεία γι΄ αυτό το σκοπό αλλά, φυσικά, δεν εγγυώνται την επιτυχία.

Παραφράζοντας ελαφρά τον Arthur Koestler1, μπορεί κανείς να περιμένει πως οι τεχνολόγοι και οι επιστήμονες θα έχουν πάντα την υπόληψη της κοινωνίας με τη συνεχή παραγωγή νέας γνώσης και νέων εργαλείων, χωρίς καν να ξέρουν ή να υποψιάζονται όλες τις χρήσεις της πνευματικής τους παραγωγής. Όμως, σε εμάς, τους πολίτες, το τελικό κέρδος δεν είναι προφανές: θα πρέπει να ελπίζουμε πως οι κυβερνήσεις μας και οι αντιπρόσωποί μας (σε επίπεδο ευρωπαϊκό, κρατικό, περιφερειακό ή σε επίπεδο οργανισμών) μπορούν να ζυγιάζουν τα πράγματα και δεν βαλτώνουν στις επιλογές τους – και, φυσικά, θα πρέπει να κρίνουμε ανάλογα. Τελικά, δηλαδή, παντού χρειαζόμαστε πολίτες που σκέφτονται και, ακόμα καλύτερα, ενεργούν.

Δημήτρης Καλλές