Είκοσι οκτώ χρόνια μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ (13ο Συνέδριο) επανέρχονται στην επιφάνεια μνήμες και γεγονότα της ταραγμένης εκείνης περιόδου και αποκαλυπτικές παραδοχές από πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Η ρήξη του 1991 ήταν, κατά μία έννοια, ο «δεύτερος γύρος» μιας σύγκρουσης που εκτυλίχθηκε στο εσωτερικό του ιστορικού κόμματος το 1968, οδηγώντας το στη διάσπαση, καθώς και στις δύο περιπτώσεις στο επίκεντρο της διαμάχης ήταν η φυσιογνωμία του κόμματος. Το βιβλίο των εκδόσεων Θεμέλιο «Η κατάρρευση του «υπαρκτού» και η διάσπαση του ΚΚΕ – Η κομβική στιγμή του 1991» του Κωνσταντίνου Ζαγάρα, διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης & Δημόσιας Διοίκησης, διερευνά όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά και το έδαφος στο οποίο καλλιεργήθηκαν τα αίτια της κρίσης, η οποία εκδηλώθηκε με αμείλικτο τρόπο στο φόντο των ανατροπών που συγκλόνιζαν την Ανατολική Ευρώπη με την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων ανά τον κόσμο, με μοναδική ίσως εξαίρεση το ΚΚΕ.

Πρόκειται για μια καθοριστική φάση για την οποία ο Περισσός δεν έχει πει ακόμα την τελευταία του λέξη, καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η συγγραφή του δοκιμίου ιστορίας για την επίμαχη περίοδο, η οποία δεν έχει μελετηθεί επαρκώς, όπως παρατηρεί στον πρόλογό του ο Ηλίας Νικολακόπουλος. Αν και ο Περισσός δεν δέχθηκε να συμβάλει με μαρτυρίες στελεχών του στη μελέτη αυτή, όσα αποτυπώνονται από την πλευρά των «ηττημένων» αναδεικνύουν  ενδιαφέρουσες πτυχές για τη στάση, τους χειρισμούς και τους στόχους των «ανανεωτικών», οι οποίοι αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του κόμματος.

Η κίνηση Αλαβάνου

Ο Αλέκος Αλαβάνος ήταν στο στρατόπεδο των «ανανεωτικών» και η απόφασή του να μην αποδεχθεί την υποψηφιότητά του για την Κεντρική Επιτροπή αιφνιδίασε και τους συντρόφους του. «Νόμιζα ότι δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε πια στο ίδιο κόμμα δύο διαφορετικές αντιλήψεις. Πίστευα ότι ακόμη κι αν είχε αποφευχθεί η διάσπαση, θα δημιουργούνταν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για ιδέες, δράσεις, πρωτοβουλίες και ανοίγματα σε άλλους χώρους» αναφέρει. Η απόφασή του αυτή λειτούργησε καταλυτικά στο «ηθικό» της πτέρυγας. «Ο Αλαβάνος μας έκανε μεγάλη ζημιά στο συνέδριο, όταν αρνήθηκε να είναι υποψήφιος για την ΚΕ» παραδέχεται ο Γιώργος Παπαπέτρου και όπως σημειώνει ο Γιάννης Μπαλάφας, «ήταν μεγάλο σοκ και έσπειρε ηττοπάθεια σε μας». Δεν ήταν όμως μόνο αυτός ο λόγος που οι «ανανεωτικοί» έχασαν. Τα λάθη στρατηγικής, οι απώλειες συνέδρων, οι εσωτερικές αρρυθμίες (όπως η αποχώρηση συνέδρων της «τάσης» από τη Θεσσαλονίκη) και φυσικά ο βαρύνων ρόλος που διαδραμάτισε το  πρόσωπο στο οποίο όλοι έστρεφαν την προσοχή τους, ο Χαρίλαος Φλωράκης, έκριναν το αποτέλεσμα.

Οι «ανανεωτικοί» έτρεφαν την αυταπάτη ότι μπορούσαν να πάρουν με το μέρος τους τον άνθρωπο που ανέδειξε τη γενιά του Πολυτεχνείου στον κομματικό μηχανισμό. Ο Μίμης Ανδρουλάκης ήταν από τους πρωτεργάτες της προσέγγισης του ΚΚΕ με την ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου, η οποία οδήγησε στο Κοινό Πόρισμα του 1989 και τη συγκρότηση του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου. Οπως αναφέρει, «η συμφωνία ΚΚΕ – ΕΑΡ επί της ουσίας είχε κλείσει πριν από το Κοινό Πόρισμα», το οποίο «εξέφραζε μια συνισταμένη αριστερής σοσιαλδημοκρατίας», ενώ «άφηνε ανοικτό ενδεχόμενο συνεργασίας και με το ΠαΣοΚ αργότερα, αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις». Το Κοινό Πόρισμα ήταν ένα πραγματικό σοκ και πυροδότησε στο εσωτερικό του κόμματος έντονες διεργασίες, ενώ μετά τις εκλογές του Ιουνίου του ’89 και τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη εκδηλώθηκε η πρώτη ρήξη «απ’ τα αριστερά» με τη διάσπαση της ΚΝΕ υπό τον Γιώργο Γράψα και τις αποχωρήσεις και καθαιρέσεις σημαντικών κομματικών στελεχών (Κάππος, Βαλαβάνη, Κοτζιάς, Τσακνιάς, Χάγιος κ.ά.).

Ιδεολογικά «μαχαίρια»

Η σύγκρουση μεταξύ «δογματικών» και «ανανεωτικών», με τους οποίους είχε συνταχθεί από την παλαιά φρουρά ο Γρηγόρης Φαράκος (γενικός γραμματέας  από το 1989), εκδηλώθηκε ανοιχτά στην Ολομέλεια του Ιουνίου 1990 με αφορμή το προσχέδιο για το 13ο Συνέδριο. Τα ιδεολογικά «μαχαίρια» βγήκαν από τα θηκάρια τους, με την «παλιά φρουρά» να ταμπουρώνεται πίσω από τα σύμβολα και τα εικονίσματα της κομμουνιστικής ορθοδοξίας. «Υπήρξες Λούθηρος χωρίς να το γνωρίζεις» είχε πει στη συνεδρίαση εκείνη ο κ. Ανδρουλάκης στον Χαρίλαο Φλωράκη.

Ο Μ. Ανδρουλάκης με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, άνθρωποι που επηρέαζαν τον Φλωράκη, τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του και κάθισαν μέχρι τα χαράματα προσπαθώντας να τον πείσουν να είναι επίτιμος πρόεδρος του Συνασπισμού και να βρεθεί γραμματέας «κοινής αποδοχής» για το κόμμα ως «μεταβατική λύση». Σύμφωνα με τον κ. Ανδρουλάκη, συμφώνησαν χωρίς να καταλήξουν στο όνομα. Εκείνος τους είπε ότι θα το συζητήσει το πρωί με τα στελέχη της πλευράς του. Ο κ. Ανδρουλάκης αναφέρει: «Θυμάμαι, δεν κοιμήθηκα καθόλου. Πήγα στον Περισσό πρωί-πρωί και περιφερόμουν. Θυμάμαι τον Χαρίλαο να τους μαζεύει, τον Τσολάκη και τους άλλους, στα υπόγεια του κτιρίου. Μόλις μπήκαν μέσα, ο Τσολάκης είχε φανατίσει προηγουμένως και τους άλλους, του είπαν ότι «πάλι ήρθε ο κοντός να σε ρίξει, θα σε οδηγήσουν πάλι σε λάθος κατευθύνσεις, σε κατέστρεψαν μια φορά, θα το ξανακάνουν» και ουσιαστικά κατέληξαν «ή τους καθαιρείς τώρα ή όχι». Πώς όμως να μας καθαιρέσουν, αφού την πλειοψηφία την είχαμε εμείς. Ο Τσολάκης μαγείρεψε όμως τη διαδικασία, έχωσε κάτι οργανώσεις-φαντάσματα, όπως της Τασκένδης κ.λπ., μας τη φέρανε και χάσαμε το Συνέδριο».

Δραγασάκης: «Δεν θέλαμε απέναντι τον Φλωράκη»

«Στόχος μας ήταν να κερδίσουμε το συνέδριο αλλά με τον Χαρίλαο δίπλα μας, όχι απέναντι» αναφέρει ο κ. Δραγασάκης, καταλογίζοντάς του ότι «πολέμησε ένα ρεύμα ιδεών το οποίο ο ίδιος βοήθησε να αναπτυχθεί». Ενώ και ο κ. Λαφαζάνης σημειώνει: «Λεγόταν ότι ο Χαρίλαος θα αλλάξει πορεία, θα μας βοηθήσει. Σπέρνονταν έτσι κάποιες αυταπάτες ότι μπορεί ίσως να το κάνει και ότι η άλλη πλευρά δεν είναι ενιαία». Οπως παρατηρεί όμως ο Θανάσης Καρτερός, «ο Φλωράκης έδωσε στη νέα γενιά πατήματα και δυνατότητες, αλλά δεν έδωσε ουσιαστικά εξουσία στο κόμμα. Αυτή δεν την παραχώρησε ποτέ και δεν την άφησε ποτέ να φύγει από τα δικά του χέρια και τα χέρια των ανθρώπων που εμπιστευόταν, αυτούς της γενιάς του».