Η συζήτηση για τα πανεπιστήμια, η οποία γρήγορα θα κλιμακωθεί, θα άξιζε να σταθεί και σε τέσσερα σημεία, που περιγράφονται εδώ εν συντομία.

Α. Η αναγκαιότητα επαναφοράς της θέσης του λέκτορα ως αρχικής βαθμίδας στην ανώτατη εκπαίδευση. Καθώς η βαθμίδα αυτή συνδέεται ως επί το πλείστον με σχετικά πιο «πρώιμα» βιογραφικά, η εκ νέου ενεργοποίησή της μόνο θετικά θα λειτουργήσει ως προς την προσέλκυση νέων επιστημόνων. Αντιθέτως, η απουσία της θέσης οδηγεί ανέτοιμους και απροετοίμαστους τους νέους επιστήμονες στην επιλογή μιας ανώτερης βαθμίδας.

Β. Συμβαίνει ενίοτε το εξής εκπληκτικό: οι υποψήφιοι δεν παρουσιάζουν, ως δημοσιευμένο επιστημονικό έργο, παρά ένα ή δύο μελετήματα, κάτι που ακούγεται ως αστειότητα για μια επαγγελματική ομάδα υψηλών προσόντων. Από τη μια όμως η ασφυκτική πίεση για ανεύρεση εργασίας και από την άλλη η ασάφεια του νόμου καθιστούν ορατό τον κίνδυνο μιας κλιμακούμενης απομείωσης των απαιτήσεων από βαθμίδα σε βαθμίδα: εάν οι απαιτήσεις στη νυν εισαγωγική βαθμίδα (του επίκουρου καθηγητή) είναι σχεδόν επουσιώδεις γιατί να αυξηθούν δραματικά στις επόμενες βαθμίδες;

Η φράση του νόμου (4610/2019, άρθρο 19) «πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά» συνιστά μια ολισθηρή αμφιλογία. Αφενός απαιτεί πρωτοτυπία και επιστημονικότητα, αφετέρου, εισάγοντας την ασάφεια ενός δήθεν ικανού αριθμού δημοσιεύσεων, αναιρεί το αυστηρό και το επείγον της απαίτησης αυτής. Πρόκειται για επικίνδυνη ασάφεια, καθώς πυροδοτεί συχνά έριδες, αντιπαραθέσεις μεταξύ των εκλεκτόρων και «προσωπικές» επιλογές, οι οποίες ολισθαίνουν από το έργο του υποψηφίου στον ίδιο τον υποψήφιο, υιοθετώντας δύο μέτρα και δύο σταθμά. Θα πρέπει, επομένως, ο σχετικός νόμος να επαναφέρει τη βαθμίδα του λέκτορα και να ορίσει με σαφή και απαιτητικό τρόπο τον αριθμό των επιστημονικών δημοσιευμάτων (ή και μονογραφιών) για όλες τις βαθμίδες, ο οποίος πρέπει να είναι μεγάλος και όχι ο ελάχιστος δυνατός. Στο ισχύον θολό καθεστώς των ασαφών «πρωτότυπων δημοσιεύσεων» οι επίκουροι και οι αναπληρωτές καθηγητές μπορεί να εκλεγούν με τον ίδιο μικρό αριθμό μελετημάτων, ο οποίος ενδέχεται να είναι έτι μικρότερος από εκείνον ενός μέλους του εργαστηριακού διδακτικού προσωπικού – με τη διαφορά ότι στην τελευταία περίπτωση απαιτείται (4452/2017, άρθρο 20, παράγρ. 7) οι δημοσιεύσεις να γίνονται σε «διεθνή επιστημονικά περιοδικά»!

Γ. Εάν στα δύο προηγούμενα σημεία εντοπίζονται ζητήματα ευρυθμίας, αξιοκρατίας και υψηλών επιστημονικών απαιτήσεων, εδώ εγείρονται ζητήματα ηθικής, δεοντολογίας και ακαδημαϊκής δικαιοσύνης, που προκύπτουν από το παλιό περίφημο προεδρικό διάταγμα 123/1984. Αναφέρομαι στα μέλη ΔΕΠ που δεν διαθέτουν διδακτορικό δίπλωμα «για γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής». Ενας προσεκτικός έλεγχος θα μπορούσε να δείξει ότι σήμερα πλέον είναι ελάχιστα (εάν όχι ανύπαρκτα) τα «εξαιρετικώς ιδιαίτερα» γνωστικά αντικείμενα. Από τη στιγμή που υπάρχουν αρχιτέκτονες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνογράφοι κ.ο.κ. που έχουν εκπονήσει διδακτορική διατριβή στο καλλιτεχνικό τους αντικείμενο, πώς πρέπει να εννοήσουμε ακριβώς αυτή την «αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητα» χωρίς να παγιδευτούμε σε μια καταφανή αντίφαση; Ισχυρότερη αντίφαση όμως προκύπτει τη στιγμή που ένα μέλος ΔΕΠ χωρίς διδακτορική διατριβή καλείται είτε να εποπτεύσει μια διδακτορική διατριβή είτε, ακόμα χειρότερα, να κρίνει έναν συνάδελφό του που έχει εκπονήσει διατριβή κατά τη διαδικασία εκλογής ή εξέλιξής του! Στην ηθική και δεοντολογική του διάσταση, το πρόβλημα δεν είναι καθόλου απλό καθώς, όπως είναι γνωστό τοις πάσι, η εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής δεν είναι απλώς ένα ακόμα τεκμήριο ανάμεσα στα άλλα, αλλά η πιο επίπονη ερευνητική και συγγραφική εμπειρία, μια επώδυνη επένδυση χρόνου, οικονομικών πόρων, τεράστιας συναισθηματικής και νοητικής ενέργειας, ένα περιπετειώδες ταξίδι που σε χαρακτηρίζει διά βίου. Κάποιος εκ-πονεί και κάποιος απαλλάσσεται: έτσι δημιουργούνται de facto καθηγητές δύο ταχυτήτων.

Μια εφικτή λύση του προβλήματος θα αναγνώριζε στους καθηγητές χωρίς διατριβή έναν συμβουλευτικό μόνο ρόλο στις διαδικασίες υποστήριξης μιας διατριβής, ενώ θα υπάρχει δυνατότητα συμμετοχής στα εκλεκτορικά σώματα, αλλά μόνο στις εξελίξεις καθηγητών που επίσης δεν διαθέτουν διατριβή. Μόνο έτσι θα αποφευχθεί η κατάφωρη αδικία των δύο ταχυτήτων.

Δ. Το τελευταίο σημείο αναφέρεται στις συγγενικές σχέσεις. Ο νομοθέτης απαγορεύει τη συμμετοχή σε εκλεκτορικό σώμα σε καθηγητή ο οποίος είναι σύζυγος ή συνδέεται με συγγένεια έως και τετάρτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας με υποψήφιο (4610/2019, άρθρο 19). Σωστή άποψη, αλλά μοιάζει να εθελοτυφλεί μπροστά στις πραγματικές συνθήκες εκλογής. Η απουσία λ.χ. του συζύγου από το εκλεκτορικό σώμα που θα κρίνει την εκλογή ή την εξέλιξη της συζύγου σε θέση του Τμήματός του τηρεί προσωρινά τα ηθικά προσχήματα, αλλά πίσω από αυτά υπάρχουν μακροχρόνιες ενδοτμηματικές σχέσεις, άρα και άμεσες ή έμμεσες «επιρροές» (για να μην πω δομές εξάρτησης και εξουσίας) που δεν ακυρώνονται, ακόμα και αν ο σύζυγος απέχει ή μένει σιωπηλός. Στην πραγματικότητα ο σύζυγος μετέχει απέχοντας και μιλάει σιωπώντας. Η λύση που μένει εδώ, εάν θέλουμε πιο διαυγείς διαδικασίες, είναι η απαγόρευση εκλογής συγγενών προσώπων (έως τετάρτου βαθμού συγγένειας) στο ίδιο Τμήμα.

Οπως οι ικανότατοι έλληνες πανεπιστημιακοί είναι υποχρεωμένοι να αντιταχθούν στην άδικη μισθολογική υποβάθμιση, που έχουν υποστεί τις δύο τελευταίες δεκαετίες, έτσι είναι υποχρεωμένοι να αναζητήσουν τις βέλτιστες νομοθετικές ρυθμίσεις ώστε να διασφαλιστούν η αξιοκρατία, η διαύγεια και η δικαιοσύνη στη λειτουργία των δημοσίων πανεπιστημίων.

Ο κ. Γιώργος Π. Πεφάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο ΕΚΠΑ και κριτικός θεάτρου.