Ο τίτλος του άρθρου επιδέχεται προφανώς περισσότερες αναγνώσεις. Η μάχη της Εκκλησίας, εν πρώτοις, με την Πολιτεία, αφενός μεν για τη (μη) αναθεώρηση των σχετικών με τις σχέσεις τους διατάξεων του Συντάγματος, αλλά και εκείνη για την περίπτυστη σύμβαση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, που εν κρυπτώ και παραβύστω συμφώνησαν και ανακοίνωσαν στο Μέγαρο Μαξίμου ο Αρχιεπίσκοπος και ο Πρωθυπουργός και αφορούσε την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τη μισθοδοσία του κλήρου στη χώρα μας.

Αλλά και οι μάχες της Εκκλησίας για την αντιμετώπιση ζητημάτων εντός αυτής, είτε πρόκειται για την αντιμετώπιση επειγόντων ζητημάτων, όπως η αναγνώριση της Αυτοκέφαλης ήδη Εκκλησίας της Ουκρανίας, είτε πρόκειται για επερχόμενα ζητήματα, όπως οι διαφαινόμενες τάσεις επιδιώξεως της αυτοκεφαλίας από ορθόδοξους πληθυσμούς σε γειτονικά μας κράτη, προεχόντως στη, μετά και την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών, εξονομασθείσα «Βόρεια Μακεδονία».

Τέλος, αλλά όχι έσχατο, οι μάχες επιρροής εντός της ποιμαίνουσας Εκκλησίας, εν όψει της εισόδου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στην ένατη δεκαετία του βίου του και του ιστορικού της υγείας του, πράγμα που συν τω χρόνω καθίσταται πλέον ορατό, με την προσπάθεια ανάδειξης υποψήφιων διαδόχων διά του προσεταιρισμού φίλα προσκείμενων ιεραρχών, αλλά και εν όψει πληρώσεως ήδη κενών μητροπολιτικών θρόνων και όσων αναμένεται να χηρεύσουν προσεχώς…

Το κλίμα στην ποιμαίνουσα Εκκλησία επιβαρύνεται από την κρίση στις σχέσεις του Αρχιεπισκόπου Αθηνών με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και την αποδεδειγμένη πλέον υποστήριξη του Αρχιεπισκόπου προς την κυβέρνηση και προσωπικώς προς τον Πρωθυπουργό.

Είναι σημαντικό να τονιστεί στο σημείο αυτό, ιδίως για τους νεότερους αναγνώστες, ότι από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα, δηλαδή σε διάστημα 45 ετών, η Εκκλησία γνώρισε μόνο τρεις Αρχιεπισκόπους:

Τον Σεραφείμ [Τίκα], που αφού διετέλεσε Μητροπολίτης Αρτας (1949-1958) και Ιωαννίνων (1958-1974) εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών επί δικτατορίας, τον Ιανουάριο 1974, και παρέμεινε και επί όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων έως τον θάνατό του, το 1998, έτσι ώστε να καταστεί ο μακροβιότερος Αρχιεπίσκοπος, αφού συμπλήρωσε 24 έτη στον θρόνο των Αθηνών και εξέλεξε, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, συνολικώς 84 αρχιερείς (επισκόπους και μητροπολίτες)!

Τον Χριστόδουλο [Παρασκευαΐδη], που αφού διετέλεσε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού (1974-1998), εκλέχθηκε Αθηνών τον Απρίλιο 1998 και παρέμεινε σχεδόν μια δεκαετία στον θρόνο έως τον αδόκητο θάνατό του, νικημένος από τον καρκίνο, τον Ιανουάριο του 2008 και αφού είχε αναδείξει επί της θητείας του 41 αρχιερείς.

Τον Ιερώνυμο [Λιάπη], που αφού μαθήτευσε κοντά στον Σεραφείμ ως αρχιγραμματέας της Συνόδου (1978-1981) και διετέλεσε Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας (1981-2008), εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών μετά τον θάνατο του αοίδιμου Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με τον οποίο ήταν συνυποψήφιος και στην εκλογή του 1998, και συνεχίζει να προεδρεύει στα κεντρικά διοικητικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχοντας ήδη αναδείξει έως σήμερα 46 αρχιερείς…

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των τριών Αρχιεπισκόπων μπορεί να εντοπιστεί στις σχέσεις τους με τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Τον Σεραφείμ διέκρινε μια σύμφυτη επιδεξιότητα σε τρόπο ώστε κατόρθωσε να επιβιώσει και επί όλων των δημοκρατικών κυβερνήσεων, είτε της Νέας Δημοκρατίας είτε του ΠαΣοΚ. Αντιθέτως ο Χριστόδουλος, με τη δυναμική και πολυσχιδή προσωπικότητά του, έφερε μεν την Εκκλησία στο προσκήνιο, συγκρούστηκε όμως σκληρά τόσο με την Πολιτεία, λ.χ. στο θέμα των ταυτοτήτων, όσο και με το Πατριαρχείο στο θέμα της ερμηνείας της Πράξεως του 1928.

Ο Ιερώνυμος, προφανώς επηρεασμένος από τη μαθητεία του κοντά στον Σεραφείμ και επιθυμώντας να τονίσει τη διαφορετικότητά του σε σχέση με τον προκάτοχό του στον θρόνο των Αθηνών, κινήθηκε επιτηδευμένα σε χαμηλούς τόνους και με τον τρόπο αυτόν πέτυχε να επιβάλλει τη θέλησή του, να ορίζει ακόμη και πρόσωπα της επιλογής του σε κυβερνητικά αξιώματα και να νομοθετεί, διαχρονικά και διακομματικά, θέσεις της Εκκλησίας, τροποποιώντας σιωπηρώς τον Καταστατικό Χάρτη, αξιοποιώντας αριστοτεχνικά και το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας.

Πρόσφατη έρευνα κατέδειξε μάλιστα ότι από τις 33 τροποποιήσεις του Καταστατικού Χάρτη από το 1977 έως σήμερα, οι 25, που τις χαρακτηρίζει «περιπτωσιολογία και ρουσφετολογία», έλαβαν χώρα επί Αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου, οι περισσότερες χωρίς γνώση ούτε της Ιεραρχίας, ούτε του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το πράγμα κυριολεκτικώς στράβωσε, όμως, όταν ο νυν Αρχιεπίσκοπος διέπραξε δύο βαρύτατα ολισθήματα: Αφενός απασφάλισε κατά του Πατριαρχείου και προσωπικώς κατά του Οικουμενικού Πατριάρχη, τον οποίο ενήγαγε στα κοσμικά δικαστήρια και ακύρωσε, ιταμώς, προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Αρχιεπισκοπή στις 5 Οκτωβρίου 2018… Αφετέρου, όλως αντικανονικώς και παρανόμως, παρέκαμψε την Ιεραρχία και σε μυστικές συναντήσεις με τον Πρωθυπουργό έκλεισε τις συμφωνίες που μνημονεύθηκαν, οι οποίες συνάντησαν την αντίδραση τόσο της μεγάλης πλειονότητας των ιεραρχών και του κλήρου όσο και του Πατριαρχείου.

Συνεπώς, οποτεδήποτε συνέλθει η από καιρού αναμενόμενη έκτακτη Σύνοδος της Ιεραρχίας, που αποτελεί την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή, με οποιοδήποτε θέμα και αν ασχοληθεί, από όλα όσα μνημονεύθηκαν, θα εφελκύσει ως συμπαρομαρτούντα και όλα τα άλλα ζητήματα.

Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Ο κ. Ι.Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.