Το δάσος αποκτά… «αυτιά», αφουγκράζεται εχθρικές δραστηριότητες και «καταδίδει» τους εισβολείς του μέσα από ένα πρωτοποριακό πιλοτικό έργο που υλοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Είκοσι επίγειοι ακουστικοί αισθητήρες που καταγράφουν τους ήχους περιβάλλοντος είτε συνεχώς είτε σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα, αποθηκεύοντάς τους ψηφιακά σε κάρτες SD, θα τοποθετηθούν σε δέντρα σε περιοχή εντός του Εθνικού Πάρκου Ροδόπης από ερευνητές του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Η δράση εντάσσεται στο πλαίσιο ευρύτερου έργου με τίτλο «Εφαρμογή επίγειων οπτικών και ακουστικών αισθητήρων σε προστατευόμενες περιοχές της Ελλάδας για τη παρακολούθηση της πανίδας και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων» που αποτελεί σύμπραξη επιχειρήσεων και ερευνητικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας στο Ηράκλειο.

Οπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός υπεύθυνος της σχετικής δράσης του έργου Δρ Χρήστος Αστάρας, «ουσιαστικά θα καταγράφεται ό,τι ακούει ένα ανθρώπινο αυτί».

«Στόχος μας είναι η εκτίμηση της ανθρώπινης δραστηριότητας στην περιοχή. Εκτός από τους πυροβολισμούς λοιπόν, μπορούν να ανιχνευθούν και άλλες δραστηριότητες, όπως η υλοτομία (π.χ. ήχοι από αλυσοπρίονα) ή η χρήση δασικών δρόμων από αυτοκίνητα. Οι ακουστικοί αισθητήρες, τα δεδομένα των οποίων θα συλλέγονται ανά τρίμηνο, μπορούν να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό και οικονομικά αποδοτικό εργαλείο παρακολούθησης που θα προωθεί τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών» ανέφερε ο κ. Αστάρας. Πρόσθεσε δε, ότι «ενώ η Παθητική Ακουστική Παρακολούθηση (ΠΑΠ) έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για οικολογικές μελέτες για νυχτερίδες και πουλιά, η χρήση του ως εργαλείο παρακολούθησης για την επιβολή του νόμου είναι παγκοσμίως πρωτότυπη με πολύ λίγες παρόμοιες εφαρμογές να έχουν γίνει σε τροπικές περιοχές».

Η πρώτη πιλοτική εφαρμογή ακουστικών αισθητήρων στο δάσος της Ροδόπης θα αποτελέσει και εφαλτήριο για τους επιστήμονες προκειμένου να δουν πώς ανταποκρίνονται οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί στην ελληνική πραγματικότητα.

«Θα εξετάσουμε δηλαδή, μεταξύ άλλων, πόσο αντέχουν οι μπαταρίες των αισθητήρων και πόσο αυτοί ανταποκρίνονται στο ορεινό μας περιβάλλον», διευκρίνισε ο κ. Αστάρας. Για τον ίδιο, η ακουστική παρακολούθηση μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στις προσπάθειες καταπολέμησης του δασικού εγκλήματος προς ενίσχυση των δασικών περιπόλων που αν και είναι βασικό εργαλείο για την πάταξη του δασικού εγκλήματος, «συχνά σχεδιάζονται με ελλιπή δεδομένα πεδίου και χωρίς ένα αξιόπιστο σύστημα αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς τους, παρόλο που επενδύονται σε αυτά σημαντικό ποσοστό των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων των σχετικών φορέων διαχείρισης».

«Χρησιμοποιώντας αλγόριθμους εντοπισμού ήχων, τα περιστατικά ενδιαφέροντος (π.χ. πυροβολισμοί, χρήση αλυσοπρίονου, κίνηση σε δασικά οδικά δίκτυα) εξάγονται από τα δεδομένα των ακουστικών καταγραφικών για την δημιουργία χαρτών «θερμών σημείων» (heatmaps) δασικού εγκλήματος. Αυτές οι πληροφορίες αξιοποιούνται για την αποστολή κατά προτεραιότητα περιπόλων σε αυτά τα σημεία, σε χρόνο που η πιθανότητα εντοπισμού παραβατών θα είναι μέγιστη. Επίσης, τα τακτικά επικαιροποιημένα δεδομένα πεδίου θα επιτρέπουν την αξιολόγηση των δράσεων ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη προσαρμογή τους σε αναδυόμενες απειλές».

Για τον κ. Αστάρα, τα πλεονεκτήματα της χρήσης ενός δικτύου Παθητικής Ακουστικής Παρακολούθησης ως εργαλείου καταπολέμησης του δασικού εγκλήματος είναι μεταξύ άλλων, το μικρό σχετικά κόστος της επένδυσης, η μεγάλη περιοχή κάλυψης ανά αισθητήρα, η ικανότητα εντοπισμού πολλαπλών ήχων ενδιαφέροντος με υψηλή και χρονική ακρίβεια, καθώς και εκτίμηση της ολικής όχλησης για περιόδους ενδιαφέροντος, το χαμηλό κόστος λειτουργίας (μπαταρίες), χωρίς ανάγκη σύνδεσης σε ηλεκτρικό δίκτυο, η ικανότητα συνεχόμενης καταγραφής καθ’ όλο το 24ωρο για περιόδους έως και 3 μήνες και η δημιουργία ιστορικού αναφοράς του ηχοτοπίου μίας περιοχής, για μελλοντική συγκριτική ανάλυση.