Κύριε Πρωθυπουργέ,
ο λόγος για τον οποίον σας απευθύνω την παρούσα ανοικτή επιστολή δεν είναι πολιτικός. Ούτε θέλω να υποβάλω κάποιο αίτημα. Εξάλλου ούτε και είμαι βέβαιος ότι θα την αναγνώσετε, βεβαρημένος όπως είστε με σοβαρότερα θέματα. Η επιστολή μου αφορά το πρόσφατο διάγγελμά σας από την Ιθάκη με την ευκαιρία της εξόδου της χώρας από το καθεστώς των επαχθών μνημονίων και την (ελπίζουμε) επιστροφή σε μια κανονική οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Μακάρι και είθε. Ποιος Ελληνας, ποια Ελληνίδα δεν θα ήθελε να δει τη χώρα του/της να ακολουθεί, ύστερα από τόσα χρόνια προσβολών, φτώχειας και οικονομικής δυσπραγίας, μια φυσιολογική πορεία; Η παρούσα επιστολή αφορά το πρόσφατο, αμήχανο θα το έλεγα, διάγγελμά σας από το νησί του πολύτροπου Οδυσσέα, ο οποίος, όπως ξέρετε, «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω».
Πιο συγκεκριμένα, η επιστολή μου έχει να κάνει με τις απροσεξίες, θα έλεγα, του συντάκτη του διαγγέλματός σας και με τα κατά συρροήν λογικά και φιλολογικά σφάλματα τα οποία προκύπτουν από την επιθυμία του να συνδέσει την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια με την ευτυχή επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη ύστερα από 20 χρόνια πολέμων και περιπλανήσεων. Προσέξτε όμως: ενώ μετά την επιστροφή του Οδυσσέα στο νησί του (με τη μορφή γέροντος επαίτη), μετά την αποκάλυψη της ταυτότητάς του και τη σφαγή των μνηστήρων, με τη βοήθεια και του Τηλεμάχου, και ενώ εκείνος αναλαμβάνει πλήρως την εξουσία, ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο έπος, στο διάγγελμά σας διαβάζουμε ότι «οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμη απέναντι. Είναι όσοι επιθυμούν να δουν το καράβι να θαλασσοδέρνεται και τον (sic) λαό ξανά στα αμπάρια»! Με συμπαθάτε, κύριε Πρωθυπουργέ, αλλά τι έγινε τελικά; Εξολόθρευσε ο τιμωρός Οδυσσέας τους παλαιοκομματικούς και άπληστους μνηστήρες, καθάρισε το παλάτι (=την πολιτεία), ή απλώς επέστρεψε στα πάτρια και κάθισε άνετος στον θρόνο του;
Στην 24η ραψωδία της Οδύσσειας έχουμε την αντίδραση των συγγενών των νεκρών μνηστήρων και απειλείται σύρραξη, η οποία αποσοβείται με την επέμβαση της Αθηνάς. Ο συντάκτης του διαγγέλματός σας είχε υπόψη του αυτό το επεισόδιο; Εκεί αναφέρεται, άραγε; Δεν το νομίζω, αλλά, έτσι κι αλλιώς, οι φουκαράδες οι μνηστήρες στο μαύρο χώμα είχαν μπει… Δεν «στέκονταν ακόμη απέναντί του»! Και η Πηνελόπη; τι έγινε αυτή η έρμη γυναίκα, κύριε Τσίπρα, είκοσι χρόνια να περιμένει τον Οδυσσέα; Επιστροφή του Οδυσσέα χωρίς αγκαλιά με τη γυναίκα του στο παμπάλαιο, συζυγικό κρεβάτι δεν γίνεται. Δεν θέλω να χαρακτηρίσω το διάγγελμά σας αντιφεμινιστικό. Προς Θεού! Αλλά αφού ξαναβάλατε στο κουπί τον Οδυσσέα, ε, και μια μικρή μνεία της πιστής Πηνελόπης δεν θα έβλαπτε…
Δεν επιθυμώ να επεκταθώ άλλο και να καταγράψω τα φραστικά, λογικά και άλλα σφάλματα του συντάκτη του διαγγέλματος της Ιθάκης. Σφάλματα τα οποία, εντέλει, βαραίνουν εσάς! Δεν κρίνω επίσης το πολιτικό σκέλος του διαγγέλματός σας. Θα το κρίνει η ίδια η ζωή, η Ιστορία. Θα ήθελα όμως να αποκαταστήσω (όσο γίνεται) μια άλλη φιλολογική διαστρέβλωση την οποία διέπραξε ο ανώνυμος, απρόσεκτος συντάκτης του διαγγέλματος. Είμαστε, πλέον, διατείνεται ο συντάκτης, μια «κανονική (sic) ευρωπαϊκή χώρα. Χωρίς εξωτερικούς καταναγκασμούς. Χωρίς άλλους εκβιασμούς. Χωρίς άλλες θυσίες του λαού μας. Ο τόπος μας είναι κλειστός, τον κλείνουν οι δύο Συμπληγάδες, λέει ο ποιητής. Αυτές τις Συμπληγάδες αφήσαμε πίσω μας».
Ο συγκεκριμένος ποιητής, όπως, ελπίζω, σας έχουν ενημερώσει, είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Παλαιός ακραιφνής φιλελεύθερος, πολιτικός/πρεσβευτής, νομπελίστας και ένας από τους μείζονες ποιητές της νεότερης Ελλάδος. Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσε ο ποιητής βλέποντας στο διάγγελμά σας τους στίχους του και μάλιστα μέσα σε ένα περιβάλλον που διαφέρει ολωσδιόλου από το περιβάλλον του ίδιου του ποιήματος. To εν λόγω απόσπασμα από τη σχετική ενότητα του Μυθιστορήματος (1935) έχει ως εξής: «Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν / οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια / την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε / βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα / σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν / σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν». Εχει, άραγε, σχέση το νόημα αυτής της στροφής με αυτό το σαχλό αφήγημα του συντάκτη του διαγγέλματος; Βρίσκετε εσείς κάποια σχέση με το τέλος των μνημονίων;
Εχω αναφέρει, κύριε Πρωθυπουργέ, ότι δεν πρόκειται να κρίνω το όποιο πολιτικό σκέλος του διαγγέλματός σας. Θα το κρίνει ο χρόνος. Ομως δεν πρέπει να σας διαφύγει τούτο: αφού όλα τα ποιητικά τσιτάτα τοποθετήθηκαν λάθος στο διάγγελμά σας (δυστυχώς αυτή είναι η αλήθεια), τότε κάποιος θα σκεφτόταν ότι και το πολιτικό σκέλος του λόγου σας είναι επίσης στραβό και υποφέρει λογικά. Τρύπια λόγια, πολιτικάντικα. Θα έλεγε. Νομίζω, λοιπόν, ότι ένας άλλος πολιτικός στη θέση σας, ειδικά σε αυτή την περίσταση, θα μιλούσε διαφορετικά. Χωρίς κούφια λόγια. Χωρίς προσβλητικές κατηγορίες προς τους πολιτικούς αντιπάλους. Ειδικά μια τέτοια ημέρα. Και πάνω από όλα: χωρίς να προσβάλλει και να κακοποιεί τους μεγάλους μας ποιητές. Για ποιον λόγο; Ετσι για να κάνει φιγούρα; Σε ποιους άραγε; Στους μικρομεσαίους; Στους συνταξιούχους; Στους όποιους δυστυχείς; Σκεφτείτε πώς θα αντιδρούσαν οι γάλλοι πολίτες, οι Αγγλοι, οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί αν ο πρωθυπουργός τους, θέλοντας να αυτοδοξαστεί, παραποιούσε και προσέβαλλε τόσο βάναυσα τους ποιητές τους. Και μάλιστα χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος…
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ