Το ατελιέ του Τάσου Μαντζαβίνου είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος του, ο κόσμος μας. Ενας κόσμος που ανασαίνει για την τέχνη, εισπνέει και εκπνέει. Ετσι περιγράφει και ο ίδιος τη λειτουργία της, σαν τη ζωοδότρα αναπνοή: «Είναι ένας κόσμος το εργαστήριο, ένας έσω κόσμος, γιατί ο ζωγράφος έρχεται σε ρήξη με τον έξω κόσμο που δεν συμβαδίζει με αυτά που εγώ έχω στο κεφάλι μου. Με το έξω πρέπει να έχεις σχέση μπαίνω-βγαίνω, εισπράττω-εκπνέω. Δεν γίνεται να είσαι συνεχώς σε κατάσταση είσπραξης ερεθισμάτων, γιατί θα μπουκώσεις. Το ίδιο θα συμβεί και αν δεν εισπράξεις. Πάλι θα μπουκώσεις από ασφυξία».
Η νέα αισθητική πρόταση και η ρήξη με τις καθιερωμένες απόψεις είναι το ζητούμενο για τον ζωγράφο. «Δεν πρέπει να έχεις στον νου σου» λέει «να κάνεις καλή ζωγραφική αλλά σημαντική. Και σημαντική είναι η ζωγραφική που προτείνει μια νέα αισθητική που δεν υπηρετεί την κρατούσα. Τότε γίνεσαι σημαντικός. Να μην αναμασάς αυτά που είναι ήδη γνωστά, με έναν ίδιο τρόπο. Κι εκεί, εκτός από το ταλέντο, χρειάζεται και η τόλμη. Πρέπει να έρθεις σε ρήξη με τα κρατούντα. Ο ζωγράφος δεν οφείλει να υπηρετεί το γούστο του κόσμου, το κυρίαρχο, το γενικό γούστο, το διαδεδομένο, αλλά το δικό του, εφόσον βέβαια αυτό προέρχεται από μια αλήθεια. Δεν έχει νόημα να κάνεις δήθεν, αλλά να το έχεις μέσα σου. Δεν μπορεί να ζωγραφίζεις για το γούστο των άλλων. Κι αυτό είναι το ζητούμενο, να αφήσεις το ίχνος σου».
Ο ζωγράφος συνδημιουργεί το έργο με τον θεατή. Το ζωγραφίζουν μαζί. Ομως και ο θεατής πρέπει να τολμήσει να κοιτάξει το νέο, αυτό που έρχεται. «Ο θεατής» λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος «οχυρώνεται συχνά πίσω από την εγωιστική αντίληψη για την τέχνη. Θέλει να δει στη ζωγραφική αυτό που νομίζει ότι ξέρει, το διαδεδομένο και όταν δεν το κατανοεί το απορρίπτει. Πρέπει να συμμετέχει και ο θεατής στην αγωνία για το καινούργιο. Το νέο σε ταράζει και αντιδράς εχθρικά. Δεν επιθυμεί να τον βγάλεις έξω από τα νερά του».
Αυτή η αγωνία για το πρωτοφανέρωτο και το διαφορετικό, όπως και οι ανταλλαγές μεταξύ του έσω κόσμου του δημιουργού και του έξω, αντικατοπτρίζονται πολύ παραστατικά στο εργαστήριο του ζωγράφου το οποίο βρίσκεται σε μεγάλη αντιστοιχία και οικειότητα με τα έργα του. Στην παλέτα του φαίνονται οι αποχρώσεις της ζωγραφικής του. Πλήθος ετερόκλητων αντικειμένων στέκουν γύρω-γύρω σε επτά δωμάτια και παρακολουθούν τον διευθυντή αυτής της παραμυθένιας ορχήστρας να δημιουργεί τη δική του προσωπική μυθολογία, μοναδική, άρα σημαντική για εκείνον αλλά και για εμάς. Και όλο αυτό το σκηνικό από κούκλες, καράβια, παιδικά παπούτσια, μουσικά όργανα, εικόνες, αυτοκίνητα δεν είναι παθητικοί θεατές, αλλά αφήνουν το αποτύπωμά τους πάνω στους πίνακες, στις κατασκευές, στα χαρακτικά, στα σχέδια. Πέτυχαν να βρίσκονται εκεί και η παρουσία τους δεν είναι καθόλου τυχαία:

«Ναι, αλλά αυτό βγήκε αβίαστα. Συμβαίνει επειδή μου προκύπτει. Θέλω από τα πράγματα που έχω στο εργαστήριό μου να φανεί από πού εμπνέομαι, ποια είναι η καταγωγή των έργων μου.

Καθώς ζωγραφίζεις ανακαλύπτεις και άλλα πράγματα. Οταν η ζωγραφική μού αποκαλύπτει κάτι νέο, το αναζητώ και έξω, για να το φέρω πίσω μέσα στο εργαστήριο. Αυτά που μαζεύω έχουν σχέση με το πώς πορεύεται η ζωγραφική μου και το αντίστροφο. Υπάρχει μια τέτοια σχέση δούναι και λαβείν. Η ζωγραφική οδηγεί τις επιλογές μου και οι επιλογές οδηγούν την τέχνη μου. Αλλά στο βάθος όλων αυτών υπάρχει το τι είσαι εσύ. Εν αρχή ην αυτό που είσαι. Το ένστικτό σου».
Ενστικτο ένας ακαδημαϊκός ζωγράφος; «Αφού έχεις περάσει την εκπαίδευσή σου, οι γνώσεις έχουν γίνει μέρος του εαυτού σου. Βγαίνουν αυτόματα γιατί έχουν γίνει ένα με το DNA σου. Μετά ψάχνεις για το αυθεντικό. Αν επαφίεσαι μόνο στην ακαδημαϊκή γνώση, εξαντλείσαι στο τι είναι αποδεκτό κάθε φορά και δεν θα συναντήσεις ποτέ τον σπινθήρα της δημιουργίας και της έμπνευσης που θα σου ανάψει το καινούργιο. Αν πηγαίνεις με τον νου και με τη γνώση δεν θα εκπλαγείς ποτέ»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ