Το 1973, έκτο χρόνο της δικτατορίας, τα αμφιθέατρα έβραζαν. Η Νομική Σχολή Αθηνών κόχλαζε, το Πολυτεχνείο ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ο αντιδικτατορικός αγώνας έπαιρνε σάρκα και οστά στο πρόσωπο των φλογερών ομιλητών που ξεσήκωναν τους συμφοιτητές τους με την αψηφισιά της νιότης και το καμάρι ότι ήταν η πρώτη γενιά που υπερασπιζόταν τη Δημοκρατία. Αρκετοί συνελήφθησαν μετά την κατάληψη της Νομικής με τον νόμο 509 περί «ανατροπής της καθεστηκυίας τάξεως». Ανάμεσά τους, ως μέλος της Επιτροπής Κατάληψης, και ο Γιάννης Μαντζουράνης, ο οποίος φυλακίστηκε και βασανίστηκε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ.

Το παρόν και το παρελθόν
Οι δάφνες του αγωνιστή γρήγορα έγιναν στάχτη στη φωτιά της φιλοδοξίας. Το φλερτ με την πολιτική κατέληξε στην προφυλάκισή του για το σκάνδαλο Κοσκωτά, η οποία τον στιγμάτισε ανεξίτηλα και σφράγισε με βίαιο τρόπο την πολιτική του καριέρα. Ο κ. Μαντζουράνης απαλλάχθηκε, έγινε μεγαλοδικηγόρος επιφανών επιχειρηματιών και 17 έτη μετά επέστρεψε στο πολιτικό προσκήνιο κραδαίνοντας τη ρομφαία του νόμου για λογαριασμό του Μεγάρου Μαξίμου σε πρώην και νυν καναλάρχες. Το παρελθόν όμως ρίχνει βαριά σκιά όταν ο πρώην συνεργάτης του Κουτσόγιωργα και του Γιώργου Κοσκωτά αναλαμβάνει την υπεράσπιση του Δημοσίου στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, από τον οποίο, περιέργως, αποξενώθηκε πλήρως το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Για κάποιους ανθρώπους τα νεανικά τους χρόνια εξηγούν την κατοπινή πορεία τους. Ο κ. Μαντζουράνης δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία.

Η σύγκρουση με τον Ανδρέα
Τον Αύγουστο του 1973 ο δικτάτορας Παπαδόπουλος ορκίστηκε «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» και χορήγησε γενική αμνηστία. Πολλοί αποφυλακισθέντες πέρασαν στην παρανομία και ο κ. Μαντζουράνης τον Μάιο του 1974 διέφυγε στη Δυτική Γερμανία, ζήτησε πολιτικό άσυλο και εργάστηκε, ως ελεύθερος συνεργάτης, στην ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle.
Παλαιοί του σύντροφοι εξιστορούν ότι τον θυμούνται το 1975, στη δραματική συνεδρίαση που σηματοδότησε τη ρήξη του ΠαΣοΚ με τη Δημοκρατική Αμυνα, στο θέατρο Σάτιρας, Τρικόρφων και 3ης Σεπτεμβρίου, ως ανεξάρτητο συνδικαλιστή του φοιτητικού κινήματος, να σηκώνεται όρθιος και να φωνάζει στον Ανδρέα Παπανδρέου: «Δεν μπορείτε, κύριε Παπανδρέου, να παριστάνετε ότι συλλαμβάνετε τα υπόγεια ρεύματα της ιστορίας!». Η στάση αυτή τού κόστισε τη διαγραφή από το ΠαΣοΚ.
Τον Νοέμβριο του 1978 (δημοσιεύθηκε το επόμενο έτος από τις εκδόσεις Σάκκουλα) προλόγισε το «Σύνταγμα της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» του Εριχ Χόνεκερ. «Μέσα σε αυτή την οπτική», γράφει –δηλαδή τη «διαλεκτική προσέγγιση της αστικής και της σοσιαλιστικής νομιμότητας» -, «εντάσσεται και η πεποίθηση ότι η έρευνα της έννομης τάξης της ΓΛΔ καλύπτει ένα κενό στο μέτρο που συντελεί στην υλοποίηση της ελπίδας ότι η διερεύνηση του δικαίου των κρατών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θα συμβάλλει στη ρήξη των νέων ελλήνων νομικών με την κληρονομιά της κατεστημένης ελληνικής νομικής επιστήμης, η οποία για λόγους ελάχιστα επιστημονικούς και ολοφάνερα πολιτικούς αντιμετωπίζει με διανοητική ατολμία και πνευματικό τρόμο –αν όχι με την οίηση της άγνοιας –την altera pars».
Στη διάρκεια της χούντας βρισκόταν στη Γερμανία και ο Νίκος Κοτζιάς ο οποίος ήταν γραµµατέας της Ομοσπονδίας φοιτητικών συλλόγων στη Δυτική Γερμανία και γραµµατέας του Συντονιστικού των αντιδικτατορικών φοιτητικών οργανώσεων. Είναι πιθανόν οι δύο άνδρες να γνωρίστηκαν τότε, το σίγουρο είναι ότι μοιράζονται μια δυνατή φιλία.
Στελέχη του ΠαΣοΚ λένε ότι για την επιστροφή του στο κόμμα μεσολάβησε η μητέρα του, στέλεχος της ΕΓΕ, στη Μαργαρίτα Παπανδρέου. Στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα συστεγάστηκε με τον Αλέξη Μητρόπουλο, πολιτικά προσέγγισε τον Μένιο Κουτσόγιωργα και διετέλεσε αναπληρωτής γραμματέας της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων από το 1982 ως το 1987, σε μια εποχή που η τότε κυβέρνηση μετέβαλλε τις ισορροπίες με τη ΓΛΔ, η Αθήνα έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του ΝΑΤΟ που αποδέχθηκε στρατιωτικό ακόλουθο της χώρας και η συχνότητα των επαφών μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Εριχ Χόνεκερ ήταν εστία ενόχλησης για τους παραδοσιακούς εταίρους της Ελλάδας. Ο κ. Μαντζουράνης ήταν επίσης γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου από τον Νοέμβριο του 1982 ως τον Ιανουάριο του 1984, τότε όμως ο ρόλος αυτός ήταν τυπικός, χωρίς την πολιτική ισχύ που απέκτησε αργότερα.
Ο κ. Μαντζουράνης είχε αποκτήσει τη φήμη του ικανού στελέχους, του δικηγόρου με καλές σπουδές, που πίεζε ασφυκτικά για να είναι υποψήφιος βουλευτής είτε στην Αρκαδία, τον τόπο καταγωγής του, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον Δημήτρη Ρέππα, είτε στη Β’ Αθηνών, χωρίς να το καταφέρει ποτέ. Το σκάνδαλο Κοσκωτά, που ήταν στην ουσία μια προσπάθεια ελέγχου της ενημέρωσης, ισοπέδωσε την καλή του φήμη. Τον Αύγουστο του 1988 ο Κουτσόγιωργας δημοσίευσε τον νόμο 1806/88, γνωστό και ως «κουτσονόμο», ο οποίος στην ουσία απαγόρευε το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών και συγκάλυπτε το σκάνδαλο, καθυστερώντας τον έλεγχο της προέλευσης των χρημάτων του τότε μεγαλομετόχου της Τράπεζας Κρήτης και επιτρέποντάς του να διαφεύγει. Οπως αποκαλύφθηκε αργότερα, ο κ. Μαντζουράνης ως νομικός συνεργάτης του Κοσκωτά άνοιξε το φθινόπωρο του 1988 τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του Κουτσόγιωργα στην Ελβετία και λίγες εβδομάδες προτού τοποθετηθεί επίτροπος στην Τράπεζα Κρήτης μετέφερε σε αυτόν 2 εκατ. δολάρια. Στην κατάθεσή του υποστήριξε ότι η κατάθεση έγινε εν γνώσει του Κουτσόγιωργα ενώ πρώην αντιπρόεδρος επέμενε ότι παγιδεύθηκε από τους Κοσκωτά και Μαντζουράνη. Ο κ. Μαντζουράνης, επιπλέον, κατέθεσε ότι τα χρήματα ήταν αντικείμενο δωροδοκίας για τον «κουτσονόμο» εξασφαλίζοντας ευνοϊκή νομική μεταχείριση για τον ίδιο αλλά καταφέροντας πλήγμα στον Κουτσόγιωργα.

Η αθώωση και η δυναμική επιστροφή
Προφυλακίστηκε για 18 μήνες (αποτέλεσμα τριών παρατάσεων) στον Κορυδαλλό, η δίκη αναβαλλόταν επί πολλά χρόνια, προκαλώντας την παρέμβαση του πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Βασίλη Κόκκινου στη γενική συνέλευση των εισαγγελικών λειτουργών το 1996, ο οποίος υπαινίχθηκε σωρεία μεθοδεύσεων. Στο τέλος αθωώθηκε από το Εφετείο Αθηνών. Σύμφωνα με πρόσωπα του φιλικού του περιβάλλοντος, μετά την αποφυλάκισή του αυτοαπομονώθηκε για περίπου 10 χρόνια. Κατάφερε ωστόσο να στήσει από την αρχή το δικηγορικό του γραφείο, να επιβιώσει από ένα επώδυνο διαζύγιο και τον θάνατο της αγαπημένης του αδελφής, και να αναδειχθεί σε έναν από τους πιο σκληρούς και αποτελεσματικούς δικηγόρους της Αθήνας.
Γιατί το Δημόσιο αποποιήθηκε το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους
Τα «καρφιά» και οι απειλές για αγωγές

Την περασμένη Δευτέρα, μετά τη θετική γνωμοδότηση που έδωσε για να γίνει αποδεκτή εγγυητική επιστολή που κατέθεσε ο όμιλος Καλογρίτσα, 40 λεπτά μετά τη λήξη της προθεσμίας, προκαλώντας την οργή των άλλων υποψήφιων επιχειρηματιών, ο κ. Μαντζουράνης εθεάθη να εισέρχεται με άνεση στο Μαξίμου. Λίγες ημέρες νωρίτερα με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα ασφαλιστικά μέτρα που είχαν καταθέσει οι τηλεοπτικοί σταθμοί δήλωνε ότι «το Ελληνικό Δημόσιο εκφράζει την ικανοποίηση γιατί σήμερα εκλεκτοί δικηγόροι εκπροσωπούν σοβαρές υποψήφιες εταιρείες μεταξύ των οποίων δεν υπάρχει ούτε η κόρη ούτε ο γιος, ούτε ο ίδιος ο Εσκομπάρ…» –«καρφί» για τις δηλώσεις του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Χρυσόγονου τις οποίες έκανε σποτ ο Σκάι. Ο κ. Μαντζουράνης απείλησε με αγωγές τον Alpha και τον Σκάι επειδή μετέδωσαν ότι ήταν ταυτόχρονα δικηγόρος δύο πελατών, του Ελληνικού Δημοσίου και του Βαγγέλη Μαρινάκη ή του Δημήτρη Κοντομηνά. Ο ίδιος διέψευσε ότι είναι δικηγόρος του κ. Μαρινάκη και αρνήθηκε ότι υπάρχει ασυμβίβαστο επειδή είναι μεν δικηγόρος του κ. Κοντομηνά, αλλά για την υπόθεση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και για την κατηγορία της φοροδιαφυγής. Η επιλογή Μαντζουράνη, πάντως, αν βαρύνει κάποιον είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αποποιήθηκε τον φυσικό του υπερασπιστή, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, χωρίς επαρκείς εξηγήσεις και χωρίς λογοδοσία για την αμοιβή των ιδιωτών δικηγόρων που επιστράτευσε για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ