Εντονη προσωπικότητα, η Ζάχα Χαντίντ προκαλούσε και έντονα συναισθήματα: αδιαπραγμάτευτες συμπάθειες και σχεδόν απόλυτες αντιδράσεις. Εργα προοδευτικά, με όγκους που δηλώνουν ευθαρσώς την παρουσία τους και αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στη μορφή ενός γλυπτού και ενός κτιρίου που με θράσος θέλει να επιβάλει την παρουσία και τον «αέρα» του. Αλλοι στέκουν εκστασιασμένοι και άλλοι τα απορρίπτουν με θυμό – χαρακτηριστικές οι αντιδράσεις που είχε ξεσηκώσει για το Κολυμβητήριο που σχεδίασε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου κάνοντας πολλούς να αμφισβητούν την ουσιαστική, μελλοντική αξιοποίησή του.
Αυτό που σίγουρα κανείς δεν μπορεί να της προσάψει είναι έλλειμμα δημιουργικότητας και σχεδιαστικής εγρήγορσης. Πανταχού παρούσα και πάντα έτοιμη για πειραματισμούς: από τα φουτουριστικά έπιπλα για τη Vitra και το Πολιτιστικό Κέντρο «Χαϊντάρ Αλίγεφ» στο Μπακού μέχρι τα 3D ψηλοτάκουνα και τις πλαστικές μπαλαρίνες για τη Melissa.
Γεννημένη στη Βαγδάτη το 1950, σπούδασε μαθηματικά στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού προτού τελικά ακολουθήσει αρχιτεκτονικές σπουδές, το 1972, στο Architectural Association του Λονδίνου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1979, ίδρυσε το δικό της αρχιτεκτονικό γραφείο – Zaha Hadid Architects – όπου συνεργαζόταν με τον Patrik Schumacher. Το πρώτο της έργο που θα κάνει αίσθηση ήταν ο πυρoσβεστικός σταθμός για το Vitra Campus στη γερμανική πόλη Βάιλ αμ Ράιν (1993). Ενα ξαφνικό επεισόδιο καρδιακής προσβολής, που πιθανόν προκλήθηκε από τη βαριάς μορφής βρογχίτιδα που την ταλαιπωρούσε τις προηγούμενες ημέρες, σήμανε το τέλος της ζωής της σε ηλικία 65 ετών, τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 31 Μαρτίου.
Στο υπόβαθρο κάθε έργου της υπήρξε η διασύνδεση της αρχιτεκτονικής με το τοπίο και τη γεωλογία ενώ χαρακτηριστικό στοιχείο σε κάθε έργο της ήταν η εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών ως εφαλτήριο για απρόσμενες, δυναμικές αρχιτεκτονικές μορφές. Ενα δείγμα δουλειάς που καταδεικνύει επιμονή στις φόρμες, λεπτομέρεια στο στυλ και μια σαφή μανιέρα που η ίδια κατάφερνε κάθε φορά να επαναπροσδιορίσει. Για τρεις δεκαετίες αποτόλμησε όσα λίγοι θα τολμούσαν και επέλεξε συνειδητά να κινηθεί σε μια αρχιτεκτονική που εμπεριέχει χορευτικότητα, διαστημικό ύφος, αυστηρή γεωμετρία και φουτουριστικούς ρευστούς αυτοσχεδιασμούς. Μια συνεπής εμμονή στη διαφορετικότητα που διαφάνηκε από την αρχή της πορείας της με σαφείς τις επιρροές από τα αγαπημένα της ρωσικά κινήματα του σουπρεματισμού και κονστρουκτιβισμού.
Το 2004, η Ζάχα Χαντίντ έγινε η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με το Αρχιτεκτονικό Βραβείο Pritzker, το αποκαλούμενο Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής, ενώ έχει δύο φορές ακόμη τιμηθεί με το περίοπτο βραβείο αρχιτεκτονικής του Ηνωμένου Βασιλείου, RIBA Stirling Award: για το Μουσείο MAXXI (2010) στη Ρώμη και για την Ακαδημία Evelyn Grace στο Λονδίνο (2011). Εφέτος, τιμήθηκε με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο στον θεσμό των RIBA.

«Εκτιμούσα πάντα όλους όσοι τολμούν να πειραματίζονται: με υλικά και αναλογίες. Δεν θεωρώ ότι η αρχιτεκτονική υπάρχει μόνο για να έχουμε μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας, κάτι να μας περιβάλλει. Πρέπει να μπορεί να σε συναρπάζει, να σε ηρεμεί, να σε κάνει να σκέφτεσαι. Η μαγεία του τοπίου όπου η άμμος, το νερό, οι σπόροι, τα πουλιά, τα κτίρια και οι άνθρωποι συνυπάρχουν με κάποιον τρόπο. Αυτή η εικόνα, αυτή η αίσθηση ποτέ δεν με αφήνει. Συχνά ούτε στα όνειρά μου».
Λόγια και σκέψεις της Ζάχα Χαντίντ που ίσως να αποτέλεσαν και αυτά, εκτός από το ίδιο της το έργο, τον λόγο που ο σερ Πίτερ Κουκ (αρχιτέκτων και ιδρυτής της avant-garde αρχιτεκτονικής ομάδας Archigram) την αποκάλεσε εμβληματική φιγούρα της αρχιτεκτονικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ